Ξύπνησα νωρίς, πολύ νωρίς για τα δεδομένα μου. Ανυπομονούσα να πάρω στα χέρια μου το περιοδικό. Το συναίσθημα του πάω-να-με-αγοράσω από το ψιλικατζίδικο ήταν παράξενο. Φαντάζομαι πως για τα μοντέλα του «Σεϊντου Κεϊτά» (στο εξώφυλλο) θα ήταν ακόμη πιο έντονο, αν είχαν ψιλικατζίδικο να πάνε.
Εχθές είχαν το θράσος να μου τηλεφωνήσουν από το service για να πάω να παραλάβω το laptop. Σαράντα μέρες τον κρατούσαν στα βρώμικα μπουντρούμια, εχθές θυμήθηκαν πως τους πιάνει χώρο. Άλλο που δεν ήθελα εγώ, ξεκίνησα με τα πόδια για την εταιρία.
P.S. Καθώς του περνούσα Windblows το απόγευμα, μου ζήτησε να του δώσω ένα όνομα. Δεν το σκέφτηκα και πολύ… Το “Lazarus” του ταιριάζει γάντι!
Ήταν ασφυκτικά. Ένα δωμάτιο ύψους μόλις μισού μέτρου, λευκό και ψυχρά φωτισμένο. Το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να συρθείς από τη μία μεριά μέχρι την άλλη. Οι αγκώνες πονούσαν από την πίεση, ενώ το κεφάλι χτυπούσε πάνω. Εκείνη μπόρεσε να σηκώσει το κεφάλι της και να βρει μια έξοδο, στρογγυλή και μικρή όσο μια τρύπα του γκόλφ. Πέρασε από μέσα και βγήκε, φωνάζοντάς μου να κάνω το ίδιο. Ήταν όμως αδύνατο να ξεφύγω. Δεν μπορούσα καν να περάσω το χέρι μου.
Ξύπνησα τρομαγμένος. Δεν πιστεύω στα όνειρα αλλά με επιρρεάζουν πολύ. Και τα σκέφτομαι όλη την ημέρα προσπαθώντας να τα ερμηνεύσω βάσει των εκάστοτε γεγονότων και καταστάσεων. Χθες βέβαια δεν είχα περιθώρια να αναλύσω όνειρα, έτρεχα απ’ το πρωί.
Όταν το απόγευμα επέστρεψα στο σπίτι ψόφιος, συνδέθηκα στο track μου. Έβαλα το χέρι μου στην οθόνη για να μην δω τα αποτελέσματα. Σιγα σιγά και ξεκινώντας από κάτω, αποκάλυπτα μία μία τις στήλες με τις αποφάσεις. Καμία αλλαγή μέχρι και τη δεύτερη σειρά. Με απογοήτευση, τράβηξα το χέρι μου αποκαλύπτοντας μια μικρή διαφορά ακριβώς πιο πάνω! Πάγωσα μόλις το μάτι μου έπεσε στο τραγικό, στερητικό UN στην αρχή της λέξης. Και όταν είδα ότι ακολουθείται από το ...conditional τα πάντα θόλωσαν. «Δέκα χρόνια σε στέλναμε στα εγγλέζικα» και δεν μπορούσα να καταλάβω τι σημαίνει η λέξη unconditional! Για λίγα δευτερόλεπτα κρεμόμουν μεταξύ της απόρριψης και της επιτυχίας. Δεν ήξερα ακόμη αν μπορούσα να φωνάξω.
Φώναξα! Και φώναξα τόσο πολύ ώστε ο γέρος να πάθει πολλαπλά εγκεφαλικά.
Όταν πια συνήλθα και ξανακατέβηκα στη γη, θυμήθηκα το όνειρο. Την πίεση δηλαδή και το ασφυκτικό άγχος του ονείρου, που αντιμετώπιζα καθημερινά τον τελευταίο μήνα. Δεν είχα ελπίδες, δεν πίστευα στον εαυτό μου. Στον ύπνο μου βέβαια δεν τα κατάφερα, αλλά στην πραγματικότητα μόλις είχα περάσει μέσα από μια τρύπα του γκολφ.
24 Μαϊου 1996. Η θερμοκρασία στο Ηράκλειο, τη Ρόδο και τη Θεσσαλονίκη είναι στους 31, 33 και 28 βαθμούς κελσίου, αντίστοιχα. Τρία κορίτσια, τρεις διαφορετικές υποψήφιες γ' δέσμης σκορπισμένες στις τρεις άκρες της Ελλάδας, μελετούν σκληρά. Και οι τρεις φορούν σορτσάκια, από αυτά που μετά βίας κρύβουν τον κώλο, και μασούν αγχωμένα ένα στυλό Bic κάνοντας τη 19η επανάληψη της ύλης τους. Πότε πότε ρίχνουν μια κλεφτή ματιά από τη μισάνοιχτη πόρτα στο Beverly Hills, για να μην μείνουν πίσω στην εξέλιξη της υπόθσης και στιγματιστούν κοινωνικά. Το δωμάτιό τους είναι γεμάτο με αφίσες από την Κατερίνα και το γραφείο τους μισοξεκολλημένα αυτοκόλλητα με τη φάτσα του George Michael.
10 Οκτωβρίου 1996. Η θερμοκρασία στη Θεσσαλονίκη είναι στους 22 βαθμούς κελσίου. Στην 14η σειρά του αμφιθεάτρου 12 του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, τρεις φοιτήτριες κάθονται στο ίδιο έδρανο, με απόσταση μιας θέσης η μία από την άλλη.
Φοιτήτρια Α: Γειά.
Φοιτήτρια Β: Αχ γειά! Τι μου κάνεις;
Φοιτήτρια Γ: Γεια χαραντάν.
Φοιτήτρια Α: Είμαι η Κάλλια.
Φοιτήτρια Β: Ωραίο πεντικιούρ.
Φοιτήτρια Γ: (Αμάν, πού έπεσα η σκρόφα!)
Φοιτήτρια Α: Εσάς πως σας λένε;
Φοιτήτρια Β: Λένα. Αλλα οι φίλοι με φωνάζουν Θεά!
Φοιτήτρια Γ: Όπως θέλω με λένε.
Κάλλια: Χάρηκα, Λένα μου.
Λένα: Κι εγώ, τι λες να έρθεις στο σπίτι μου το βράδυ για να βάψουμε νύχια;
Φοιτήτρια Γ: Δεν έρχεστε στο δικό μου να μου βάψετε τα καλοριφέρ που είναι μουνί;
Λένα: Αχ σόρρυ αγάπη μου, αλλά εγώ δεν πιάνω χρώμα αν δεν είναι σκιά, κραγιόν ή όζα μεγάλου οίκου.
Φοιτήτρια Γ: Καλά, θα ρωτήσω τότε για ντουκόχρωμα CHANEL σήμερα που θα πάω για πινέλα.
Κάλλια: Είπες πινέλα και θυμήθηκα τα καινούρια βουρτσάκια του Dior. Άψογα!
Λένα: Για το ταβάνι;
Κάλλια: Όχι καλέ, για βλεφαρίδες.
Φοιτήτρια Γ: Έχετε σκοπό να μου βάψετε τα σώματα με μασκάρα;
Κάλλια: Δε μας είπες πως σε λένε καλέ!
Φοιτήτρια Γ: Μαρία αλλά η φίλοι με φωνάζουν Παναή Γερμανοκτόνο.
Λένα: Απαπά, αυτή θέλει φροντιστήρια...
Κάλλια: Αγάπη μου, δε σου έχει μιλήσει κανείς για καλλυντικά και χαζογκομενιλίκι;
Λένα: Έννοια σου και σε δύο εξάμηνα θα την κάνουμε εξπέρ.
Μαρία: Ρε δεν πάτε στο διάολο...
Κάλλια: Μωρή, μην την συγχίζεις, σιγά σιγά...
Λένα: Καλέ, εγώ φταίω που μιλάει σαν το Νταβέλη;
Κάλλια: Τέλος πάντων, καναν ωραίο έχεις γνωρίσει μέχρι στιγμής από το τμήμα;
Λένα: Ναι, αυτόν εκεί άκρη δεξιά, τον βλέπετε;
Κάλλια: Καλός! Πώς τον λένε;;
Λένα: Σάββα. Να σου πω, δε θα μου κακόπεφτε. Εσύ τι λες;
Μαρία: Σε καλή μεριά.
Κάλλια: Γιατί καλέ; Δε θα 'βγαινες μαζί του;
Μαρία: ΕΓΩ; Με ΑΥΤΟΝ; Χαχαχα! Ποτέ! Δεν είναι ο τύπος μου.
Λένα: Και ποιος είναι ο τύπος σου;
Μαρία: Εγώ θέλω έναν άντρα σαν τον Dylan. Τι να το κάνω το νιάνιαρο;
Κάλλια: Καλά, δε σου είπαμε να τον παντρευτείς.
Μαρία: Ούτε για καφέ... Τελείωσε!
Λένα: Εγώ φταίω που είμαι γενναιόδωρη.
Μαρία: "Που είμαι βλήμα" να λες.
Κάλλια: Πάμε Λένα μου να σου δείξω τις σκιές μου, αυτή θα μας δείρει.
18 Φεβρουαρίου 2006. Η θερμοκρασία στην Αθήνα θα είναι 12 βαθμοί κελσίου. Το τηλέφωνο θα χτυπήσει. Η Κάλλια: "Τέτοια σου είπα να γράψεις εγώ, ρε; Θα βάλω τα αδέρφια μου να σε σκοτώσουν!" Λίγα λεπτά αργότερα, στα comments θα εμφανιστεί το εξής μήνυμα:
Μαρία από Ρόδο: ΠΑΛΙ ΠΟΥΤΑΝΑ ΚΑΙ ΑΝΩΜΑΛΗ ΕΓΩ;
Τρομακτικές μάγισσες και μυστηριώδη ξόρκια. Σκοτεινές κατάρες και απειλητικά πνεύματα. Χύτρες που ξεχυλίζουν πράσινο καπνό και σατανικά γέλια. Μας αρέσουν τα τρομακτικά παραμύθια. Κατά πόσο όμως τα πιστεύουμε;
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό αγόρι που ζούσε μόνο σε ένα σπίτι, δίπλα στο σκοτεινό δάσος. Όλοι του είχαν μιλήσει για το κακό και ήξερε πως να προστατευτεί από αυτό. Δεν πλησίαζε ποτέ το δάσος, δεν μιλούσε ποτέ σε ανθρώπους με σκοτεινά πρόσωπα και οι κινήσεις του ήταν πάντοτε προσεκτικές.
Μια μέρα, του χτύπησε την πόρτα μια καλή νεράιδα. Ήταν όμορφη και χαμογελαστή, με αψεγάδιαστα ρούχα και λαμπερά μαλλιά. Το αγόρι θαμπώθηκε από τη γλυκήτητά της και την άφησε να μπει στο σπίτι του. Εκείνη, υποσχέθηκε να είναι πάντα δίπλα του και να τον προστατεύει. Του είπε μάλιστα πως θα περνάει τακτικά από το σπίτι για να του κρατάει συντροφιά.
Έτσι κι έγινε. Κάθε πρωί, η καλή νεράιδα έφτανε στο σπίτι με ένα καλάθι γεμάτο φρούτα και γλυκά το οποίο προσέφερε στο μικρό αγόρι. Έδειχνε να απολαμβάνει τη συντροφιά του, και τα πρωϊνά στο μικρό σπιτάκι περνούσαν γρήγορα και ευχάριστα.
Κάθε φορά όμως που η καλή νεράιδα αποχαιρετούσε το μικρό αγόρι, ένα πελώριο μαύρο σύννεφο κάλυπτε το σπίτι. Και όταν εκείνη έμπαινε στο σκοτεινό δάσος, η όψη της άλλαζε! Το ροδαλό της πρόσωπο έλειωνε και από κάτω, εμφανιζόταν σιγά σιγά η τρομακτική της όψη! Τα ροζ φουστάνια της γίνονταν σκόνη και έπεφταν στο χώμα. Μαύρα κουρέλια έπαιρναν τη θέση τους κι αμέσως ξεκινούσε για το στοιχειωμένο σπίτι της. Κάθε μέρα μάλιστα, σκεφτόταν στο δρόμο τη συνταγή που θα χρησιμοποιούσε για να μαγειρέψει το μικρό αγόρι. Τα σάλια της έτρεχαν καθώς το φανταζόταν αχνιστό στο πιάτο της.
Ένα ηλιόλουστο πρωινό, η κακιά μάγισσα πήρε και πάλι τη μορφή της καλής νεράιδας για να επισκευθεί το μικρό αγόρι. Μάζεψε τα φρούτα, έβαλε τα γλυκά στο καλάθι και σε λίγη ώρα του χτύπησε την πόρτα. Εκείνο, βγήκε στο κατώφλι για να την υποδεχτεί. Κάθισαν έξω και το μικρό αγόρι άνοιξε το καλάθι για να πάρει ένα φρούτο. Εκείνη χαμογέλασε και άρχισε να τον παρατηρεί με συμπάθεια. Η σκοτεινή της δύναμη όμως, και η πείνα, έκαναν τη μορφή της να αλλάξει απρόσμενα. Όταν το αγόρι γύρισε να την κοιτάξει κρατώντας ένα μήλο, εκείνη είχε ήδη μεταμορφωθεί στην τρομακτική μάγισσα. Η ώρα είχε φτάσει! Τα πάντα γύρω σκοτείνιασαν και βγάζοντας μια φοβερή κραυγή, η μάγισσα άρχισε να τρέχει προς το μέρος του αγοριού. Εκείνο, πέταξε το μήλο προς το μέρος της και έτρεξε στο σπίτι. Κλείδωσε καλά την πόρτα, έκλεισε όλα τα παράθυρα και κρύφτηκε στο υπόγειο. Άναψε ένα κερί και κούρνιασε λαχανιασμένο σε μια γωνιά. Όσο και να χτύπησε τις πόρτες, όσο κι αν προσπάθησε να ανοίξει τα παράθυρα, η μάγισσα δεν κατάφερε να μπει στο σπίτι. Γεμάτη κακία και θυμό, φώναξε με την αηδιαστική της φωνή προς το αγόρι:
"Κατάρα όπου κι αν βρεθείς, να έρθει να σε πιάσει, και αν προσπαθήσεις να κρυφτείς, εκείνη να προφτάσει."
Το αγόρι άκουσε τρομαγμένο τη φοβερή κατάρα της μάγισσας και άρχισε να κλαίει. Πού να έβρισκε το ξόρκι για να την εξαφανίσει από πάνω του; Έμεινε κλειδωμένο στο σπίτι για πολλές ημέρες. Όλο αυτό το διάστημα μελέτησε όλα τα βιβλία της μεγάλης βιβλιοθήκης για να βρει το ξόρκι που θα το ελευθέρωνε από την κατάρα. Κανένα βιβλίο μαγικών συνταγών δεν τον βοήθησε. Απελπισμένο, άνοιξε και το τελευταίο, το πιο παλιό και σκονισμένο βιβλίο που υπήρχε . Και τότε, στην πρώτη του σελίδα είδε γραμμένη τη φράση που άλλαξε τα πάντα μέσα σε μια στιγμή:
"Μάγια, κατάρες τρομερές μπορεί να σε χτυπήσουν. Αν δεν τις ξαναθυμηθείς, εκείνες θα σ' αφήσουν."
Έτσι, το μικρό αγόρι ξέχασε τη μορφή της καλής νεράιδας και τα λόγια της κακιάς μάγισσας. Συνέχισε την απλή, μοναχική αλλά όμορφη ζωή του στο σπιτάκι δίπλα στο δάσος και σήμερα δέχτηκε μία θέση από το Πανεπιστήμιο του Southampton!
Τελικά μου φαίνεται πως πράγματι υπάρχουν μάγισσες στη ζωή μας. Όσο όμως εμείς φροντίζουμε να τις αγνοούμε, εκείνες δεν πρόκειται ποτέ να ευχαριστηθούν.
Στην κακιά μάγισσα, με την κατάρα να μην ξαναπατήσει στο blog μου.
Κάποιο επιμένουν να γιορτάζουν τον έρωτα. Το iblog θυμίζει σήμερα, 14 Φεβρουαρίου, τι συμβαίνει όταν ο έρωτας δεν σκορπάει χαριτωμένα βέλη, αλλά το θάνατο.
Επάνω σειρά, από τα αριστερά προς τα δεξια:
Emma Knightley, 29 ετών, γιατρός. Δολοφονήθηκε με 14 μαχαιριές από τον ερωτικό της σύντροφο το 2000 στο Λονδίνο.
Nancy Fredenburgh, 32, Ολλανδία. Δολοφονήθηκε με λοστό από το σύζυγό της μπροστά στα μάτια της τριάχρονης κόρης της.
Αmanda Moniz, 24 ετών. Στραγγαλίστηκε από το σύντροφό της. Το νεκρό της σώμα βρέθηκε 12 ημέρες μετά τη δολοφονία μέσα στο αυτοκίνητό της σε αγροτική περιοχή της California.
Κάτω σειρά, από τα αριστερά προς τα δεξιά:
Sean Heiman, 54 χρόνων. Δολοφονήθηκε από τη σύζυγό του Nora, ενώ βρίσκονταν σε διακοπές για να γιορτάσουν την 20η επέτειό τους. Η Nora Heiman αυτοκτόνησε δίπλα του μετά από λίγα λεπτά.
Jack Brody, 29 ετών. Τραυματίστηκε θανάσιμα στις 12 Σεπτεμβρίου του 1999 όταν η σύζυγος του και ο 40χρονος εραστής της τον πυροβόλησαν τέσσερις φορές στο στήθος.
Philippe Guiet, 32 ετών, αστυνομικός. Δολοφονήθηκε το 2004 στο διαμέρισμά του στο Παρίσι μετά από λογομαχία με τη σύντροφό του, η οποία τον πυροβόλησε πισώπλατα με το πιστόλι του.
Μέσα στην περίοδο της απόλυτης απραξίας, η σημερινή μέρα μου φάνηκε τόσο γεμάτη και ξεχωριστή που νομίζω πως θα τη θυμάμαι για καιρό!
Από το Σάββατο είχαμε κανονίσει με τη Μαίρη καφέ στο κέντρο. Ο ήλιος έλαμπε αλλά το κρύο, κρύο. Την περίμενα στο σταθμό, ευτυχώς δεν άργησε να έρθει.
Καθώς την ενημέρωνα για το θέμα της Βρετανίας πάνω σε έναν αναπαυτικό καναπέ, της έδειξα κάτι στο κινητό μου. Με το που το πήρε στο χέρι της, άρχισε να χτυπάει. "Κάποιος σε παίρνει." Άγνωστος αριθμός. Το σήκωσα.
......
-Για πές!
-Η μάνα μου ήταν, λέει πως ήρθε ένας φάκελος από το UCAS! Θα πεθάνω μέχρι να φτάσω σπίτι.
Και όντως, η διαδρομή προς το σπίτι ήταν βιαστική και γεμάτη άγχος. Τα βήματά μου είχαν συγχρονιστεί με την ταχυπαλμία μου, ο σφυγμός μου χτυπούσε έντονα στο λαιμό μου αλλά οι σκέψεις μου ήταν θετικές. Και μόνο το γεγονός πως θα είχα επιτέλους κάποιο νέο, με ενθουσίαζε. Καθώς περνούσε ένα φανάρι κοντά στο σπίτι, έκανα κάτι αφελές που κάνω από μικρός: Έβαλα στοίχημα με την τύχη. "Αν προλάβω να περάσω στην άλλη μεριά χωρίς ανάψει το κόκκινο, η απάντηση θα είναι θετική." (Το έκανε και η Audrey Tautou στους Ατέλειωτους Αρραβώνες κι απ' ότι έμαθα αργότερα, και πολλοί άλλοι.) Ένα βήμα πριν το πεζοδρόμιο, είδα με την άκρη του ματιού μου το φανάρι να κοκκινίζει. "Βλακείες", σκέφτηκα.
Έφτασα στο σπίτι και άνοιξα την πόρτα με χέρια παγωμένα και αδύναμα. "Πάνω στο γραφείο σου!" Μπήκα τρέχοντας στο δωμάτιο και έπιασα το φάκελο τρέμοντας από την αγωνία και τον ενθουσιασμό. "Πώς το ανοίγουν τώρα αυτό;" Πήρα μια βαθιά ανάσα και έσκισα άτσαλα το φάκελο. Δε θυμάμαι πιο σημείο της σελίδας είδα πρώτα και βιάστηκα να φωνάξω στη μάνα μου "Όχι, δεν είναι απάντηση." Αμέσως μετά όμως το μάτι μου έπεσε στην πάνω αριστερή πλευρά του γράμματος, όπου η λέξη "Unsuccessful" ήταν τυπωμένη με το πιο έντονο κόκκινο χρώμα. "Αμάν!" Ταραγμένος άρχισα να διαβάζω δυνατά: "Dear Mr P, University of Lincoln has asked us to tell you that they have decided not to offer you a place for Media, Culture & Communications and Advertising, or if there is a reason below, that your application for this course has been withdrawn."
There was no reason below. Δεν μπορούσα να σταματήσω να χαμογελάω, δεν ξέρω για ποιο λόγο! Φυσικά, δε χάρηκα για την απόρριψη μου, αλλά ούτε και λυπήθηκα. Το Πανεπιστήμιο αυτό ήταν εξάλλου, αν όχι η τελευταία μου επιλογή, μία από τις χειρότερες. Άσε που αν με δεχόταν, θα ερχόμουν σε δύσκολη θέση κάθε φορά που θα με ρωτούσαν "τι σπουδάζεις;"
Όταν ξεπέρασα το σοκ, κατάλαβα πως για να μην έχω δει την απόρριψή μου online, σημαίνει πως πράγματι υπάρχει πρόβλημα στο tracking. Μπήκα να ελέγξω τα email μου, μια που εχθές είχα στείλει μήνυμα στο UCAS για το συγκεκριμένο θέμα. Με απογοήτευση είδα πως κι από τη δεύτερη απόπειρα μου, έλαβα επίσης αυτόματη απάντηση, με links για το site τους. Ξεφύσηξα και πήρα την απόφαση να κάνω κάτι δραστικό: Να τους μιλήσω.
Εδώ θα πρέπει να αναφέρω πως οι εντυπώσεις που δίνω συνήθως μέσω τηλεφώνου δεν είναι και οι καλύτερες, καθ' ότι στις επίσημες τηλεφωνικές συνομιλίες μου, τόσο με Ελλάδα όσο και με εξωτερικό, ταράζομαι και ντρέπομαι με αποτέλεσμα να λέω μαλακίες. Εχθές το βράδυ να φανταστείτε, είπα "Καλημέρα" σε έναν τύπο που έπαιρνε από τον ΟΤΕ. Σήμερα όμως, είχα λίγο χρόνο για να προετοιμαστώ, όσο άκουγα την συμφωνική ορχήστρα του BBC στην αναμονή.
"Ωχ, τι να πω στην αρχή; Good evining ή good afternoon? Τι ώρα είναι τώρα; Τρεις και μισή μείον δύο; Θα πω ό,τι μου πει κι αυτός/αυτή. Και μετά; Πώς θα το πω αυτό; Α, θα διαβάσω το χθεσινό mail, αντικαθιστώντας απλώς τις λέξεις writing με calling! Ας κάνω μία πρόβα στα γρήγορα."
Την ώρα που εξιστορούσα με προφορά το πρόβλημά μου στην Κλασσική Μουσική, βγήκε ένας άγγλος και μου έκοψε τα πόδια! Με posh προφορά με ενημέρωσε πως η γραμμή μου είναι σε "queueing" κι ότι θα μου απαντήσουν σύντομα. "Καλά, αν μιλάει έτσι κι ο υπάλληλος τα πιάσαμε τα λεφτά μας", σκέφτηκα. Μετά από δύο ολόκληρα έργα Mozart η μουσική διεκόπη και ακούστηκε βαβούρα. "Βγαίνεις", είπα μέσα μου. Πάνω στην ταραχή μου δεν άκουσα το χαιρετισμό της τηλεφωνήτριας κι έτσι δεν ήξερα πως να ανταποδώσω. Αρκέστηκα σε ένα ξερό hello και αμέσως ένιωσα όπως τότε, στην τετάρτη δημοτικού, που με φώναξαν να πω τον ποίημα της 28ης μπροστά σε όλους τους γονείς. Αφού τελείωσα επιτυχώς την απαγγελία, η τηλεφωνήτρια μου ζήτησε το όνομά μου. Της το είπα. Τρόμαξε και μου ζήτησε καλύτερα το προσωπικό ID μου. Της το έδωσα. Μου είπε πως πράγματι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, λόγω των πολλών αιτήσεων. Ε, μετά άρχισε να μου λέει κάτι μασημένα λονδρέζικα που δεν πολυκατάλαβα. Έπιασα όμως το "until tomorrow" στο τέλος. (Παύση.) "Thank you very much" της είπα δυστακτικά. "Sorry for the delay" μου απάντησε. "You are welcome" της είπα αφηρημένος και με το που έκλεισα, άρχισα να φωνάζω γιατί της είπα κοτσάνα.
Ελπίζω τουλάχιστον να έκλεισα καλά το τηλέφωνο.
Δε μας έφταναν τα ζώα, οι δημοσιογράφοι, έχουμε και τα ακόμη πιο ζώα, τους bloggers - wannabe δημοσιογράφους, οι οποίοι χρησιμοποιώντας τις πιο κλισέ δημοσιογραφικές φράσεις, ανακοινώνουν περίχαροι τον "εντοπισμό του φονικού ιού των πτηνών".
Αυτά έβλεπα τώρα στη blogoγειτονιά και τα πήρα. Μα συγνώμη, υπάρχει άνθρωπος που ανησυχεί ακούγοντας αυτές τις πίπες; Και κυρίως, υπάρχει άνθρωπος που πιστεύει τους δημοσιογράφους; Αν και τώρα που το σκέφτομαι, ναι... Υπάρχει...
Η Κουτσομούρα!
Η Κουτσομούρα μεγάλωσε μέσα σε μια μικροαστική οικογένεια. Κατάφερε όμως να σπουδάσει και να ανεξαρτητοποιηθεί. Σήμερα είναι 28 χρόνων και ζει στο δικό της σπίτι, στο κέντρο. Από δελτία ειδήσεων, παρακολουθεί μόνο του Star, γιατί "λένε τις πιο χαρούμενες ειδήσεις". Χωρίς να το παραδέχεται, αποτελεί μεγάλο θύμα της παραπληροφόρησης, και της τρομολαγνίας των media. Κάθε φορά που οι δημοσιογράφοι προβλέπουν το τέλος του κόσμου, η μάνα της, της τηλεφωνεί ουρλιάζοντας και εκείνη, με αίσθημα ευθύνης, σπεύδει να ειδοποιήσει φίλους και συγγενείς της.
Η Κουτσομούρα γυρνούσε με σφυρίχτρες και φακούς μέσα στο σπίτι της για δεκαπέντε μέρες μετά το σεισμό του Ιανουαρίου. Η Κουτσομούρα άντεξε επίσης 15 μέρες χωρίς να πάει τουαλέτα, την ίδια περίοδο. Η Κουτσομούρα αγόρασε από το σούπερ μάρκετ 174 μπουκάλια αλάτι Κάλλας για να ρίξει έξω από την πόρτα του διαμερίσματος της, στα πρόσφατα "πολικά" κρύα. Η Κουτσομούρα φρόντισε να πάρει φτυάρια για να ξεσκεπάσει το αυτοκίνητο της από το χιόνι. Η Κουτσομούρα άφηνε να τρέχει νερό από όλες τις βρύσες, καθ' όλη τη διάρκεια των ημερών που η θερμοκρασία βρισκόταν κάτω από τους 10 βαθμούς κελσίου, επειδή "το είπε η τηλεόραση". Η Κουτσομούρα έλιωσε ένα ζευγάρι γόβες Χαραλά, ψάχνοντας όλα τα φαρμακεία της πόλης, παρακαλώντας με λιγμούς για ένα εμβόλιο κατά της γρίπης των πτηνών. Η Κουτσομούρα δεν ξανάφαγε κουραμπιέδες μετά το ρεπορτάζ του Ευαγγελάτου. Η Κουτσομούρα δε θέλει να ξανακάνει Χριστούγεννα για αυτό το λόγο. Η Κουτσομούρα ξεκοίλιασε το στρώμα της σε δημόσια εκδήλωση στη γειτονιά, λόγω του ίδιου δημοσιογράφου. Η Κουτσομούρα έμεινε ξάγρυνπη 14 ολόκληρες μέρες περιμένοντας τη γνωμάτευση για το δείγμα από τα εντόστια του στρωματός της, που είχε στείλει στο Γενικό Χημείο του Κράτους. Η Κουτσομούρα έτρεξε να πετάξει στο δρόμο το μισό οικιακό εξοπλισμό που είχε αγοράσει από τους κινέζους. Η Κουτσομούρα πιστεύει πως τα ρούχα που παράγονται στην Κίνα προκαλούν καρκίνο. Η Κουτσομούρα καλεί πλέον τον chef στο τραπέζι της για να σιγουρευτεί πως το πιάτο της δεν περιέχει ΟΥΤΕ ζωμό κοτόπουλου. Η Κουτσομούρα, γενικά, αλλάζει τις διατροφικές της συνήθειες ανά τηλεοπτική σεζόν, ανάλογα με τα κέφια των δημοσιογράφων και της συμβουλές της μητέρας της. Η Κουτσομούρα απαρνήθηκε τη Χρύσπα προκειμένου να αποφύγει τους ξηρούς καρπούς των μπουζουξίδικων. Η Κουτσομούρα...
Πέθανε. Από εσωτερική αιμορραγία, όταν μια χιονισμένη, Χριστουγεννιάτικη μέρα, έγινε ένας μικρός σεισμός, ικανός να ρίξει στο κεφάλι της το φτυάρι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο του αστόλιστου σπιτιού της. Αμέσως μετά, προκλήθηκε φωτιά από τον γερμανικό της λεμονοστύφτη και το νεκρό της σώμα κάηκε μαζί με ένα μπωλ γεμάτο με ξυρούς καρπούς. Από την ιατροδικαστική έρευνα έγινε γνωστό πως η Κουτσομούρα βρισκόταν στα πρώτα στάδια του καρκίνου. Στον οργανισμό της εντοπίστηκε επίσης ο -εξαφανισμένος για χρόνια- ιός των πουλερικών καθώς και ξηροί καρποί που περιείχαν 17 διαφορετικά είδη σπέρματος και ούρων. Η μητέρα της καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή αδυνατούσε να πληρώσει το ποσό των έξι δισεκατομμυρίων ευρώ στην ΕΥΔΑΠ.
Αντε μπράβο...
Σήμερα προσπάθησα να οργανώσω το iPod μου. Να σβήσω κάποια τραγούδια, αφού ο χώρος αρχίζει να εξαντλείται, να βάλω τα υπόλοιπα σε αλφαβητική σειρά, να διορθώσω τους τίτλους... Η διαδικασία αυτή με έκανε να θυμηθώ όλα αυτά που πέρασαν και δε θα ξανάρθουν.
Δεν καταλαβαίνω γιατί νοσταλγώ τόσο τα περασμένα χρόνια. Υπάρχουν τραγούδια στο iPod που σπάνια ακούω, αλλά δεν μπορώ να τα σβήσω επειδή είναι συνδεδεμένα με διάφορα γεγονότα και στιγμές που θέλω να κρατώ πάνω μου. Άραγε αυτές οι στιγμές ήταν και τότε σημαντικές; Ή με το χρόνο μυθοποιήθηκαν και έγιναν εύθραυστα αντικείμενα νοσταλγίας στο μυαλό μου; Αφού η ζωή μου ήταν πάντα ίδια, γιατί αναπολώντας τις στιγμές αυτές προτιμώ να γυρίσω πίσω, από το να κοιτάξω μπροστά;
Και τι είναι η νοσταλγία; Είναι μνήμη πικρή η γλυκιά; Γράφω ακούγοντας το "Never Again". To Podcast ενός έλληνα πιανίστα που για δεκαπέντε λεπτά παίζει στο πιάνο ένα κομμάτι χωρίς παρτιτούρες, χωρίς πρόγραμμα και μέτρο. Σκέψεις που δεν τυπώνονται πουθενά, που δεν ξαναγυρνούν, όπως όλες οι στιγμές της ζωής. Είναι λυπηρό. Σαν ένας θρήνος για τις στιγμές και το τέλος τους. Το τέλος τους, και την αρχή της νοσταλγίας.
Το "Never Again" μπορείτε να το κατεβάσετε δωρεάν από το iTunes. Ο συνθέτης λέγεται Athanassios Kapralos και το κομμάτι που ανέφερα πιο πάνω είναι το επεισόδιο της 28ης Ιουλίου 2005. (Θα χρειαστείτε αρκετή δόση αντικαταθληπτικών για μετά.)
Εχθές, καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, δεχόμουν κλήσεις 1-2 δευτερολέπτων από έναν αριθμό που ξεκινούσε από 00963! Σήμερα προσπαθώ να σκεφτώ τα τρία πιθανότερα σενάρια που κρύβονται πίσω από αυτά τα τηλεφωνήματα.
Σενάριο Α:
Η Vodafone ανακοίνωσε το νέο, πιλοτικό πρόγραμμα παρακολούθησης διεθνών κλήσεων. Ο αριθμός μου επιλέχθηκε ανάμεσα σε χιλιάδες υποψηφίους από τη Vodafone Συρίας, για να δοκιμαστεί το νέο λογισμικό wecanhearyou 1.0.1. Επειδή όμως η εταιρία κινητής τηλεφωνίας της Συρίας αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ο υπάλληλος προκαλεί εμένα να τον καλέσω, για να μη χρεωθεί. Πρόκειται για τον 34χρονο Muhamad Arhid ο οποίος είναι καρπός του έρωτα ενός μεροκαματιάρη άραβα και μιας ξανθιάς γερμανίδας, πρώην αεροσυνοδού της Gulf Air. Ο Muhamad θέλει να μου κάνει ερωτήσεις σχετικά με τους ανθρώπους του (ατροφικού) κοινωνικού μου περιβάλλοντος, για να με απειλήσει στη συνέχεια πως θα δημοσιεύσει το προϊόν της υποκλοπής στο All-Jazz-Era.
Σενάριο Β:
Το ιδιωτικό jet της Κλαρίσσας από το Καματερό, καταλήφθηκε από αεροπειρατές ενώ πετούσε πάνω από τη Γουαδελούπη. Η Κλαρίσσα, έντρομη (μήπως δεν είχε κάνει αποτρίχωση) κλείστηκε στο μπάνιο για να καθυστερήσει τους αεροπειρατές. Εκείνοι, αφού έδεσαν και βασάνισαν τον πιλότο βάζοντας τον να ακούσει με ακουστικά το τελευταίο CD της Πέγκυ Ζήνα, προσγείωσαν το lear jet σε θέρετρο γυμνιστών της Συρίας. Η Κλαρίσσα είδε το χάρο με τα μάτια της όταν κατάλαβε πως δεν υπήρχε καμία μέθοδος αποτρίχωσης μέσα στο ίδιο της το αεροπλάνο. Έτσι, με το λίγο κουράγιο που της απέμεινε, σήκωσε το τηλέφωνο που επέπλεε στο jacuzzi. Πήρε στην τύχη έναν ελληνικό αριθμό ελπίζωντας πως θα βρει σωτηρία στην άλλη άκρη της γραμμής. Το έκλεισε όμως στο δεύτερο χτύπημα. Με τη μούτρα θα έλεγε πως είναι αξύριστη; Τελικά, φόρεσε ένα παντελόνι και βγήκε στο θέρετρο όπου και ξυλοκοπήθηκε από τους γυμνιστές επειδή καταπατούσε τους κανόνες γυμνισμού. Σήμερα η Κλάρίσσα μένει στο Τόκιο, έχει δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια, ενώ διατηρεί μπουτίκ με ελληνικά σουβενίρ.
Σενάριο Γ:
Η Μαρία από τη Ρόδο, πετάχτηκε με το ιπτάμενο στην Τουρκία για ψώνια. Ενώ διάλεγε τουρμπάνια στην αγορά του Αλ Χαλίλι, ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τον Ahmet Dulap, ιρακινό μεγαλομέτοχο και κριτικό έργων τέχνης. Ο έρωτάς του όμως αποδείχτηκε κίβδηλος, αφού μετά από ένα μήνα φλογερής σχέσης, ο Ahmet αντάλλαξε τη Μαρία με τρεις μετοχές "Κλωστήρια Ναούσης", δύο γαϊδούρες αλανιάρες κι ένα μπουκάλι Evian. Η Μαρία πέρασε στο γειτονικό Αυγατηγανιστάν με τα πόδια, όπου ευτυχώς ο νέος της εφέντης την είχε στα πίπουλα. Λεγόταν Garif Alos και ήταν Αλβανοσύριος, μεγαλωμένος στο Αμπου Ντάμπι. Ο Garif είχε δεκάξι γυναίκες, 34 παιδιά με την πρώτη σύζυγο, 47 με τη δεύτερη και 3 με τις υπόλοιπες. Εργαζόταν ως Account Executive στη Δέλτα της γειτονιάς και οδηγούσε σικλαμάν Ζάσταβα. Έκανε τριπλό bypass για να ξεπεράσει το σοκ, όταν η 14η γυναίκα του, η Kebap, του ανακοίνωσε πως η μεγαλύτερη κόρη του Damnit, κλέφτηκε με τη Μαρία και φεύγουν προς Συρία για να ανοίξουν σπιτικό! Με τις πενιχρές οικονομίες του, το ζευγάρι αγόρασε ένα κινητό τηλέφωνο από το "Κέντρο Ανταλλαγών και Μεταχειρισμένων Η Ωραία Συρία". Τα χρήματα όμως δεν έφταναν για μονάδες. Έτσι αναγκάστηκαν να δουλέψουν λατζιέρες στο Μέγαρο Μουσικής της Συρίας όπου τότε έκανε αρπαχτές η Ashlee Simpson. Όταν μετά από τρεις μήνες σκληρής δουλειάς, κατάφεραν να συγκεντρώσουν πέντε πέσος, έτρεξαν και ανανέωσαν το χρόνο ομιλίας του κινητού τους. Η Damnit όμως έφαγε όλες τις μονάδες τηλεφωνώντας στο Χορταρέα για να μάθει αν τελικά η Μαρία θα της βάλει στεφάνι. Το γεγονός αυτό εξόργησε τη Μαρία και έτσι επήλθε η ρίξη στη σχέση τους. Μετά το χωρισμό, η Μαρία κράτησε το κινητό και η Damnit την τηλεόραση plasma 48 ιντσών που είχαν κερδίσει από τον Αρναούτογλου. Με τις μονάδες που απέμεναν στο κινητό της, η Μαρία αγόρασε ένα πολυφωνικό ringtone "Οι Χωρισμένοι δε γιορτάζουνε ποτέ" (κωδικός 34442) και όταν τηλεφώνησε στη Μάγκυ Χαραλαμπίδου για να μάθει το υπόλοιπο του λογαριασμού εκείνη της είπε "Μωρή, πώς τα κατάφερες έτσι και ξέμεινες πάλι; Μια αναπάντητη σου μένει για Ελλάδα. Πρόσεξε καλά σε ποιον θα την κάνεις..."
Και τη χαράμισε...
Έχω αρχίσει και τρελάινομαι από την κλεισούρα. Δεν εξηγείται αλλιώς! Αυτές τις μέρες οι ορμόνες μου κάνουν party φέρνοντάς με στα πρόθυρα της κρεμάλας! Δεν με πιστεύετε;
Από που να πρωτοαρχίσω; Από την ακατάσχετη πείνα που με πιάνει από τη στιγμή που θα ξυπνήσω μέχρι που θα κλείσω τα μάτια μου; Από την ανησυχία στον ύπνο μου; Από τα αδικαιολόγητα, κινηματογραφικά νεύρα μου;
Μιλούσα με το Γιάννη στο MSN προχτές:
Π: Ρε, δεν είμαι καλά
Γ: Τι έχεις;
Π: Δεν ξέρω. Είναι σαν να περνάω δεύτερη εφηβεία...
Γ: Κλημακτήριο;
Δεν είμαι καλά σας λέω, γιατρέ. Εχθές μάλωσα με τη μητέρα μου επειδή πέταξε τις αγαπημένες μου σακούλες. Ναι, καλά ακούσατε, έχω μία μικρή εμμονή με τις σακούλες μου! Φυλάω σε μια γωνία του δωματίου μου όσες σακούλες έχουν συναισθηματική αξία ή είναι απλά ωραίες.
Πήγα λοιπόν να κάνω μια εξερεύνηση στη συλλογή μου και έμεινα με το στόμα ανοιχτό! Δεν υπήρχε τίποτα! Έκανα άνω κάτω το δωμάτιο. Πουθενά οι σακούλες! Τότε τα τα έβαλα με τη μάνα μου. Μου είπε πως δεν τις πέταξε και ότι κάπου και κάποτε θα βρίσκονταν. ΟΧΙ! Εγώ τις ήθελα εκείνη τη στιγμή! Έτσι αναστάτωσα όλη την αποθήκη και ο κόσμος γέμισε πλαστικές και χάρτινες σακούλες! Τόσα χρώματα, τόσες ιστορίες! Ολυμπιακοί Αγώνες, ταξίδια, γενέθλια, Χριστούγεννα, εκπτώσεις, γιορτές... Όλη μου η καταναλωτική ζωή τεμαχισμένη και τοποθετημένη σε σακούλες!
Τελικά δεν κατάφερα να βρω αυτές που είχαν πραγματική αξία για εμένα. Οι σχέσεις με τη μητέρα μου αποκαταστάθηκαν πλήρως αλλά αυτόν το μικρό, λευκό σάκο από την Apple της Regent Street ακόμα τον κλαίω.
Καλό σου ταξίδι, σακούλάκι...
Η Μαίρη μου έγραψε comment πως γέννησε (ήδη). Οι υπόλοιποι έχουμε ακόμα καθυστέρηση.
Ποτέ δεν είχα καλές σχέσεις με την υπομονή. Ως παιδί, γκρίνιαζα συνεχώς όταν κάτι καθυστερούσε να έρθει. Μέχρι που το ξεχνούσα. Σήμερα κάνω προσπάθειες να είμαι ήρεμος στις περιπτώσεις της αναμονής. Η άλλοτε γκρίνια όμως, έχει μετατραπεί σε άγχος, το οποίο με κυνηγάει παντού. Από το service του laptop μέχρι τις απαντήσεις της Αγγλίας.
Ευτυχώς τώρα βρίσκομαι στη φάση που έχω απογοητευτεί και από τα δύο ζητήματα κι έτσι αρχίζω και τα αγνοώ. Βέβαια ξεφυσάω που και που, αλλά δεν τα σκέφτομαι πρωί και βράδυ, όπως πριν. Σήμερα όμως έκανα ακόμη μια προσπάθεια να επικοινωνήσω με το service...
Την πρώτη φορά που κάλεσα, βαρέθηκα την αναμονή και το έκλεισα. Τη δεύτερη, συνδέθηκα με την Mariangela και μόλις της είπα τον κωδικό της επισκευής η γραμμή έκλεισε. "Πλάκα θα 'χει να με αποφεύγει", σκέφτηκα. Ξανακάλεσα αμέσως. Της ξαναείπα τον κωδικό και μου απάντησε πως "Akoma perrrimenoume ton disko apo Anglia!". Τότε λοιπόν τα πήρα και της είπα πως το θέμα έχει αρχίσει να καταντά κοροϊδία, αφού η έχουν πλέον ξεπεράσει κατά πολύ την αρχική προθεσμία παράδοσης και ουσιαστικά έχω μήνει ένα μήνα χωρίς υπολογιστή. (Μούγκα αυτή.) Της λέω "Επειδή, ειλικρινά, δεν θέλω να τα ακούσετε εσείς, γιατί δε φταίτε, πείτε μου σας παρακαλώ ένα τηλέφωνο ή ένα email στο οποίο θα μπορέσω να κάνω τα παράπνονά μου." Ε, μου έδωσε εκεί μια διεύθυνση στην οποία θα στείλω ένα απειλιτικό email (αφού μιλήσω με το νομικό μου σύμβουλο) αν και αμφιβάλλω αν θα μου δώσουν σημασία.
Με το θέμα τον Πανεπιστημίων δεν μπορώ να κάνω κάτι. Κι από ό,τι έμαθα οι απαντήσεις μπορεί να έρθουν μέχρι και το Μάρτιο (!) οπότε καλό θα ήταν να σταματήσω να το σκέφτομαι τελείως. Ήδη, έχω πάψει να μπαίνω καθημερινά στο site, αφού δεν λένε να μου στείλουν τον κωδικό του tracking και φυσικά απαξιώ να κάτσω να γράψω complaining letter. Στην τελική, δεν ξέρω και αν αυτή η καθυστέρηση είναι φυσιολογική ή όχι.
Σήμερα ξύπνσα και βρήκα τετρακόσια ευρώ στο κομοδίνο μου. "Τι διάολο", σκέφτηκα. Εχθές δεν είχα ρεπό;
Τα είχε αφήσει εκεί ο γέρος για να πάω να πληρώσω τα ασφάλιστρα του αυτοκινήτου του. Το post με τα μπινελίκια ήταν προφητικό! (Γι' αυτό ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΜΟΥ ΕΡΘΕΙ ΘΕΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ SIAD στο επόμενο post!) Σηκώθηκα, ντύθηκα και ξεκίνησα για την Interamerican. Τίποτα δεν είχε αλλάξει από το καλοκαίρι, εκτός από τον Κοντομηνά. Στην είσοδο με ρώτησε ένα κοράκι τι θέλω. Του είπα "να πληρώσω τα ασφάλιστρα". Με άφησε να πάω μέχρι τη reception όπου μου έκαναν την ίδια ερώτηση. Μόνο που τότε απάντησα λίγο διαφορετικά, μέσα στον ύπνο μου: "Θέλω να πληρώσω τα τέλη κυκλοφορίας." Η τύπισσα ξαφνιάστηκε. "Ξέρετε, εδώ δεν μπορείτε να πληρώσετε τέλη κυκλοφορίας" μου είπε με συμπόνια. "Συγνώμη, ασφάλιστρα εννοούσα" της είπα ακουμπώντας το χέρι μου στο νυσταγμένο μου κεφάλι. Μου έδωσε ένα χαρτί και με έστειλε στο ταμείο. Στο δρόμο, θυμήθηκα να κοιτάξω το γραφείο του τύπου με το αστείο όνομα.
"Γκιουλγκιουλιάν" λεγόταν, αλλά δεν ήταν εκεί.
Η ποντιακή καταγωγή μου, είναι φαντάζομαι γνωστή στους περισσότερους από εσας. Αναγνωρίζεται εξάλλου εύκολα μέσα από τις πράξεις μου. Η οικογένειά μας χαρακτηρίζεται ως "ποντιακά ενεργή" αφού μετέχει ενεργά σε ποντιακούς συλλόγους και παρίσταται συχνά στις εκδηλώσεις αυτών.
Ο Σύλλογος λοιπόν, κάθε χρόνο περίπου τέτοια εποχή, απονέμει χρηματικά έπαθλα και επαίνους σε πόντιους μαθητές και φοιτητές που αριστεύουν (τι ειρωνικό!). Όλοι στην οικογένεια έχουμε περάσει από αυτή τη δύσκολη διαδικασία, η οποία όμως αξίζει τον κόπο διότι "τη δόξα πολλοί εμίσησαν, το χρήμα ουδείς".
Στις εκδηλώσεις αυτές ο μέσος όρος ηλικίας των παρευρισκομένων αγγίζει τα 150 χρόνια. Σε κάθε μαθητή/φοιτητή που βραυεύεται αντιστοιχούν 3 εώς 6 γιαγιάδες/θείες που έρχονται για να καμαρώσουν "το παιδί". Από παντού πετάγονται συγγγενείς και φίλοι των προγόνων σου, τους οποίους δεν έχεις ξαναδει αλλά καλείσαι να γνωρίσεις με την παρότρυνση της μάνας/θειας/γιαγιάς σου. Ακολουθεί ανάλογος, χαρακτηριστικός διάλογος:
Μάνα: Παναγιωτηηηη, έλα να σου γνωρίσω την κυρία Κίτσα! (έρχεται και με αρπάζει με κεφαλοκλείδωμα)
Μάνα: Ο γιος μου, ο μικρός.
Παναγιώτης: Χάρηκα.
Κίτσα: Καλέ πως σου μοιάζει έτσι!
Παναγιώτης: (ψεύτικο χαμόγελο)
Μάνα: Παναγιώτη, με την Κίτσα ήμασταν κολλητές/ είχαμε κάνει στρατό/ πηγαίναμε στα μπεν μιξ.
Παναγιώτης: (ψεύτικο χαμόγελο και καταφατική ταλάντευση κεφαλής)
Κίτσα: Συγχαρητήρια! Καλή πρόοδο να έχεις!
Παναγιώτης: Ευχαριστώ.
Αν είσαι τυχερός, δε θα πέσεις πάνω στο χωροδιδάσκαλο, ο οποίος θα σου κάνει μούτρα επειδή δεν πηγαίνεις να μάθεις Κότσαρη, ούτε στους γραμματείς και φαρισαίους που θα περιμένουν να σε δουν στην επόμενη εκδήλωση.
Εχθές λοιπόν βρέθηκα και πάλι στο Σύλλογο, αφού βραβευόταν η Μ. για την αποφοίτησή της από το Πανεπιστήμιο. Προηγουμένως όμως, πέρασε από το σπίτι της γιαγιάς. Καθόμασταν στο σαλόνι όταν θυμήθηκα να της δείξω μπουκωμένος με ένα κριτσίνι, ένα βιβλίο που είχε η γιαγιά και λεγόταν "Ο Πόντος - THE Pontos". Αν και το ήξερε, έβαλε τα γέλια, ενώ εγώ μη μπορώντας να κρατηθώ, έφτυνα από παντού σουσάμια.
Φτάσαμε στο Σύλλογο και περιμέναμε αρκετά για να αρχίσει η "τελετή". Η μητέρα μου μας ενημέρωσε πως κάποιος από τους πόντιους ξέχασε την τιμιτική πλακέτα την οποία θα έδιναν σε κάποιον στο τέλος, στο σπίτι του, στο Κερατσίνι και "πάνε τώρα να τη φέρουν".
Η Μαρία, η ξαδέλφη που πηγαίνει Α' δημοτικού, περιφερόταν στα γλυστερά μάρμαρα ανεμίζοντας τα φουστάνια της. Όταν άρχισε η καθιερωμένη ομιλία (η οποία κάθε χρόνο νομίζω πως διαρκεί και περισσότερο) κάθισε στα πόδια μου και άρχισε να ζωγραφίζει. Είχε φέρει μαζί της ένα ροζ σακίδιο με μπιχλιμπίδια που η Ξαδέλφη θα ζήλευε πολύ. Από αστραφτερά σημειωματάρια με άρωμα φράουλας, ροζ μαρκαδόρους επίσης με άρωμα φράουλας, στυλό με glitter, μέχρι Barbie (!) με της οποίας τα μαλλιά και τα ρούχα ασχολήθηκε σχολαστικά καθ' όλη τη διάρκεια της ομιλίας. Έλυνε κοτσίδες, έφτιαχνε κοτσίδες, της έβγαζε τα βυζιά έξω, της έκανε το maxi mini και τούμπαλιν.
Σε κάποια στιγμή, η Μ ξεφύλλισε το σημειωματάριο της μικρής. Χαμογέλασε και μου το έδωσε συνωμοτικά, ανοιχτό στη σελίδα που έγραφε "Ειμε ερωτευμενη με τον Αριστειδη. Τον πιο γλυκό άντρα του κόσμου!". (Και όλο αυτό μέσα σε τεράστιες καρδιές.) Δεν μπορούσα να κρατηθώ. Πάντα μου συμβαίνει αυτό στις ομιλίες! Ακούω ή διαβάζω κάτι ξεκαρδιστικό και πνίγομαι στην προσπάθειά μου να μην ακουστεί τίποτα.
Ξύπνησα από τα χειροκροτήματα για τον ομιλητή. Η απονομή άρχισε και τελείωσε με συνοπτικές διαδικασίες. Οι γιαγιάδες δεν προλάβαιναν να κλάψουν, ούτε να φωτογραφηθούν με την περγαμηνή του εγγονού, αφού κατ'ευθείαν φώναζαν τον επόμενο για να παραλάβει το βραβείο και το φάκελο με τα μετρητά. Μόλις η Μ γύρισε στη θέση της, η Μαρία κοίταξε το φάκελο και μου είπε πονηρά "Τριακόσια ευρώ η δικιά σου".
Ύστερα ακολούθησαν -κλασσικά- λύρες και χοροί. Ενώ αργότερα, γλυκά στο χέρι οπότε και έλαβαν χώρα (και φέτος) οι διάφορες κουλές συστάσεις. Συγκεκριμένα, η Λένα, κάλεσε τη Μ για να τη συστίσει σε μία κυρία (θα σας γελάσω) για την οποία μας προειδοποίησε πως είναι λίγο... θεούσα.
"Κάποιοι είπαν πως η μόρφωση συμπληρώνει την παιδεία." ξεκίνησε να λέει κατευθείαν με στόμφο, ενώ όλοι πήραμε το ύφος της κατανόησης. "Ζηλούτε τα κρείττονα!... Ζηλούτε τα κρείττονα... Ζηλούτε τα κρείττονα!" έλεγε και ξανάλεγε με τόνο διδακτικό. Αυτή η φράση ηχούσε στα κεφάλια μας για αρκετές ώρες μετά. Θυμάμαι επίσης χαρακτηριστικά πως έλεγε στη Μ: "Η γνώση που έχεις είναι μεγάλο αγαθό, αλλά δεν είναι δικό σου. Είναι... άνωθεν! Και γι' αυτό πρέπει να τη μεταλαμπαδεύσεις".
Πήραμε και φέτος τη δόση μας από ποντιακό σουρεαλισμό. Του χρόνου πάλι. Μέχρι τότε, ζηλούτε τα κρείττονα, αγαπητοί αναγνώσται!
(Το "ζηλούτε" κανονικά θέλει περισπωμένη αλλά δεν είχα τα τεχνικά μέσα για να επιτύχω κάτι τέτοιο.)
Είχα καιρό να πάω σινεμά μόνος μου. Και πραγματικά, εχθές το απόλαυσα! Μου ήρθε έτσι ξαφνικά, και χωρίς να ειδοποιήσω/καλέσω/παρακαλέσω καέναν, ξεκίνησα για την τελευταία προβολή του νέου (και εντελώς αδιάφορου) multiplex της Συγγρού.
Η ταινία ήταν κάτι παραπάνω από καλή. Ήταν συγκλονιστική! Ένα φοβερό Λονδίνο, ένα πολύ καλό cast (μια απίστευτα sexy Scarlett), σκηνοθεσία που σε έβαζε πραγματικά μέσα στην ταινία και τόση ένταση στις τελευταίες σκηνές που, ειλικρινά, με έκανε να τρέμω. Έκανα ώρα για να συνέλθω.
Πάντα με έβαζε σε σκέψεις το θέμα των συμπτώσεων και της τύχης, ένα από αυτά δηλαδή που πραγματεύεται η ταινία. Είναι φοβερό το πως το πέσιμο μιας καρφίτσας (ή μιας βέρας, στην προκειμένη) μπορεί να αλλάξει ριζικά τη ζωή σου. Ακούγονται αφελή και τετριμμένα αυτά που γράφω αλλά όποιος είδε την ταινία, ίσως καταλαβαίνει τον ενθουσιασμό μου. Το κοινό έκανε αρκετή ώρα να σηκωθεί. Όλοι είχαν βυθιστεί στην ταινία. Βγαίνοντας, με ένα πολύ περίεργο συναίσθημα, έβλεπα τα πάντα γύρω μου ως προϊόντα συμπτώσεων, ακόμα και τον ίδιο μου τον εαυτό.
Η ώρα ήταν δύο παρά και περπατούσα μόνος κατά μήκος της Συγγρού για να βρω διάβαση να περάσω στην απέναντι πλευρά. Φανταζόμουν πως η συγκεκριμένη περιοχή δε θα ήταν τόσο κακόφημη πλέον, μετά την πρόσφατη αναδόμησή της με τα φωτεινά corporate κτήρια της Εθνικής Ασφαλιστικής, το multiplex της Odeon και το ίδρυμα Ωνάση (που θα είναι έτοιμο σε καμια πενηνταριά χρόνια αλλά δεν έχει σημασία). Φυσικά και έκανα λάθος, αφού όσο φως και να ρίξεις στη Συγγρού, όσο πολιτισμό και να χτίσεις, όσους γιάπιδες και να πετάξεις, τα strip clubs θα είναι πάντα εκεί, για να σου θυμίζουν με την kitch παρουσία τους ότι αυτή ήταν, είναι και θα είναι η έδρα τους. Μόνο οι τραβεστί έχουν "αποσυρθεί" από τα φώτα της περιοχής.
Περνώντας έξω από ένα στριπτιτζάδικο είδα κόσμο μαζεμένο. Είχαν βγει έξω τουλάχιστον δέκα άτομα με μαύρα κοστούμια και φόρτωναν δύο Μercedes με ξανθιές ουκρανές και κάτι τεράστιες σακούλες. Εκεί, μπορώ να πω πως σάστισα. Και επηρεασμένος από την ταινία, αναρωτήθηκα μήπως είμαι το λάθος άτομο στο λάθος σημείο. Γιατί αν γινόταν φασαρία και με έπαιρνε καμία ξόφαλτση, θα με έκλαιγαν τα τραβέλια.
Αν είχα βγει μόλις από το "Μη αναστρέψιμος", ειλικρινά, δε θα περνούσα την υπόγεια διάβαση. Παρ' όλα αυτά, τα δυνατά φώτα της ήταν ενθαρρυντικά κι έτσι, με γρήγορα βήματα άρχισα να τη διασχίζω. Στρίβοντας όμως στο τέλος, για να ανέβω τις σκάλες, είδα δυο τύπους με μαύρα παλτό που μιλούσαν ρώσικα, να την έχουν στημένη στην έξοδο. Ωχ, σκέφτηκα. Το έπαιξα άνετος όμως και ευτυχώς, βλέποντας με, έκαναν χώρο για να περάσω. Με κοίταξαν βέβαια από πάνω μέχρι κάτω και είπαν κάτι μεταξύ τους αλλά το σημαντικό είναι ότι γύρισα σπίτι χωρίς μαχαιριές, με όλα τα λεφτά και τα ζωτικά μου όργανα πάνω μου.
Όταν γύρισα σπίτι και διηγήθηκα στην Άννα την παραπάνω ιστορία, εκείνη σχολίασε: "Αν σε βίαζαν, θα έβλεπες δύο έργα στην τιμή του ενός!"
Τελικά υπάρχει λόγος που οι επιχειρήσεις συνηθίζουν να βάζουν γυναίκες στις γραμμές εξυπηρέτησης πελατών. Γιατί αν δεν ήταν γυναίκα σήμερα (και μάλιστα ιταλίδα), θα τους είχα βρίσει άσχημα, διότι όπως φαίνεται, μόνο με μπινελίκι και εκφοβισμό προχωρούν όλες οι διαδικασίες στην Ελλάδα.
Το ξέρω δηλαδή από την Άννα, η οποία ήταν άλλο ένα θύμα της Vivodi - Έλενας Παπαρίζου που έκανε αίτηση το 2005 και πήρε DSL το 2006. Και αυτό το κατάφερε με το χαρισματικό της στόμα το οποίο δεν κολλάει ούτε μπροστά σε άνδρες, ούτε σε γυναίκες. Διαφορετικά τη σύνδεση θα την χαίρονταν τα δισέγγονά της.
Το καλοκαίρι, όταν ο γέρος πήρε καινούριο αυτοκίνητο, έπρεπε να πάω στην Interamerican για να αλλάξω τα στοιχεία της ασφάλειας. Οι οδηγίες που μου είχε δώσει ήταν σαφείς: Θα πήγαινα σε έναν ήδη ενημερωμένο υπάλληλο, θα του έδινα ένα χαρτί και αυτός θα αναλάμβανε την υπόλοιπη διαδικασία, η οποία δε θα διαρκούσε πάνω από δέκα λεπτά.
Περίμενα σχεδόν ξαπλωμένος πάνω σε ένα δερμάτινο καναπέ, απολαμβάνοντας το δροσερό κλιματισμό του Κοντομηνά όταν με φώναξαν από τη reception. Με οδήγησαν στο γραφείο ενός υπαλλήλου με πολύ αστείο όνομα -δεν το θυμάμαι ρε γαμώτο- ο οποίος φάνηκε από την αρχή πολύ εξυπηρετικός και ευγενικός. Όταν άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις και να μου λέει πως υπάρχουν κάποια προβλήματα, του εξήγησα πως δεν έχω καμία γνώση επί του θέματος και ότι είμαι απλώς απεσταλμένος του γέρου. Τότε εκείνος μου ζήτησε το τηλέφωνό του για να μιλήσει απ' ευθείας μαζί του. Έκανα το λάθος και του το έδωσα.
Όταν πήρε τηλέφωνο, συστίθηκε και παρέθεσε το πρόβλημα, το γραφείο σύστηκε από τις φωνές του γέρου! Αφού εγώ που καθόμουν απέναντι, σε αρκετή απόσταση από τον υπάλληλο, άκουγα καθαρά όλες τις βρισιές, κρύβοντας το πρόσωπό μου με το χέρι μου από τη ντροπή. Όταν έκλεισε, το πρόβλημα είχε φυσικά διευθετηθεί. Του ζήτησα συγνώμη εκ μέρους του γέρου και πήγα στο λογιστήριο να πληρώσω.
Σκέφτομαι λοιπόν πως μου είναι αδύνατο να βρίζω εργαζομένους που ουσιαστικά δε φταίνε για τις μαλακίες των υπολοίπων. Απλώς τυγχάνει να είναι οι συνδετικοί κρίκοι μεταξύ του μαλάκα και του πελάτη. Έτσι τα άκουγα κι εγώ στο ΙΚΑ, στην ICAP, στα Time Sharing και ήμουν υποχρεωμένος να χαμογελάω (και να χάνω τον ύπνο μου) για λίγα ευρώ.
Η μάστιγα.
Πρόσφατα ανακάλυψα το μικρόβιο "νασεδωνυφούλα" που εκγαθίσταται και παρασιτεί σε μεγάλο ποσοστό των γυναικών, συνήθως κατά την 4η - 5η δεκαετία της ζωής τους. Οι προσβεβλημένες από το μικρόβιο αυτό γυναίκες, που είναι συνήθως παντρεμένες, επιθυμούν διακαώς να δουν όλες τις γυναίκες γύρω τους με νυφικό: Προσοχή! Όχι ευτυχισμένες, απλώς παντρεμένες (αυστηρά με θρησκευτικό γάμο).
Αντίδραση των δειγμάτων με τη νύφη.
Η μελέτη μου ξεκίνησε από την παιδική μου ηλικία. Τότε, ζούσαμε σε ένα σπίτι, ακριβώς δίπλα σε μια εκκλησία. Κάθε φορά λοιπόν που γινόταν ένας γάμος, παρατηρούσα τις γυναίκες της γειτονιάς. Όσες δεν ήταν καλεσμένες, έπαιρναν ένα σκαμνί ανά χείρας και πήγαιναν προς το σπίτι που είχε την καλύτερη θέα. Εκεί, έφτιαχναν μία μικρή κερκίδα και παρακολουθούσαν συγκινημένες τον ερχομό της νύφης. Η κερκίδα αυτή είχε γίνει παράδοση στους γάμους κι έτσι, στο τέλος κάθε μυστηρίου, κάποιος αναλάμβανε να πετάξει μπομπονιέρες στον εξώστη των ακάλεστων.
Η γιαγιά μου.
Ένα μεσημέρι, πριν από λίγο καιρό, έτρωγα με τη γιαγιά στο σπίτι της. Η τηλεόραση έπαιζε στο background την 67η επανάληψη του "Dolce Vita". Ενώ λοιπόν βρισκόμασταν στη μέση του γεύματος, ξαφνικά ακούστηκε το παραδοσιακό "σήμερα γάμος γίνεται". Η γιαγιά, με απίστευτα αντανακλαστικά, γυρίσε το κεφάλι της και είδε τη σκηνή που ο κόσμος έχει συγκεντρωθεί στην εκκλησία και περίμενε τη νύφη. Μόλις ακούστηκαν οι κόρνες των αυτοκινήτων, η γιαγιά άφησε το πιρούνι κι εμένα στο τραπέζι, και χωρίς να πάρει το βλέμα της από την τηλεόραση, κάθησε στην κουνιστή της προλυθρόνα για να παρακολουθήσει! Η έκφρασή της, καθώς έβλεπε τη νύφη, έμοιαζε με πεντάχρονου κοριτσιού! Δύο ορθάνοιχτα μάτια και ένα γλυκό χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό της, λες και πάντρευε κόρη! Ούτε η Παναγιωτοπούλου τόση χαρά! Εγώ είχα μείνει με τη μπουκιά στο στώμα και την παρατηρούσα! Για αυτή της την έκφραση, αξίζει να παντρευτώ από τώρα.
Ο γάμος της X.
Όταν πριν από χρόνια η X. ανακοίνωσε τους αραβώνες της, εμείς στο σπίτι ήδη την είχαμε παντρέψει. Η μάνα μου είχε βρει τι θα φορέσει, γίνονταν διάφορες εικασίες για το νυφικό, την εκκλησία, το γλέντι, τους στολισμούς. Εγώ, ως πιο δύσπιστος και κυνικός, συνέστησα ψυχραιμία και λογική λέγοντας "Μην ενθουσιάζεστε από τώρα, δεν ξέρετε πως θα εξελιχθεί το θέμα." Τότε η γιαγιά γύρισε και με πολύ άνετο στυλ μου είπε: "Ας κάνει το γάμο και μετά ας χωρίσει."
Η Μ. νύφη.
Πρόσφατα μάθαμε και για έναν άλλο επικείμενο γάμο στην οικογένεια. Τα σενάρια ξανάρχισαν και η μπάλα πλέον παίρνει και τις υπόλοιπες ελεύθερες ξαδέλφες που πρέπει να παραδειγματιστούν και να "πάρουν σειρά". (Ήδη έχουμε βαφτίσει και τα δύο παιδιά της Μ.) Η μάνα μου δε, έχει ενθουσιαστεί τόσο, που ανακοινώνει τα ευχάριστα σε όποιον συναντά! Στο μανάβη, στο χασάπη, στην εφορία, στο clubbing, στο γυμναστήριο... Αφού όταν σηκώνει το τηλέφωνο δεν λέει "Ναι", αλλά "Παντρεύεται η Μ, παρακαλώ;"
Και στα δικά σας.
blazin' lazin' days away
3 Comments Published by the ibt on Wednesday, February 01, 2006 at 6:05 PM.Δεν μπορώ να καταλάβω πως περνούν αυτές οι μέρες. Δεν κάνω απολύτως τίποτα! Έχω τελειώσει τις υποχρεώσεις μου, έχω ξεμείνει από παρέα και το χειρότερο, δεν κάθομαι να ψάξω για δουλειά. Το πρόβλημα είναι πως πριν αρχίσω να δουλεύω θα ήθελα να έχω τελειώσει με το TOEFL γιατί δεν ξέρω ποια θα είναι τα ωράρια της δουλειάς και ποια των εξετάσεων. Για να εξεταστώ όμως στο TOEFL θα πρέπει να περιμένω τις απαντήσεις των Πανεπιστημίων: Άν έχω conditional offers, θα πρέπει να ξέρω ποια είναι τα ανάλογα "conditions", δηλαδή το score που πρέπει να γράψω. Αν πάλι έχω uncoditional (ναι, καλά) δε θα το δώσω καθόλου. Στην περίπτωση που με απορρίψουν όλα τα Πανεπιστήμια (που πολύ το φοβάμαι) πρέπει να το δώσω αμέσως για να έχω περισσότερα "προσόντα" στο "Extra", στην επόμενη φάση της επιλογής δηλαδή.
Μήπως όμως όλα τα παραπάνω είναι πίπες για να απενοχοποιώ την τεμπελιά μου;
Κατά τα άλλα, ξημεροβραδιάζομαι με τις πυτζάμες μπροστά στο PC, κάνω TOEFL practice επίσης στο PC, τρώω στο PC, κοιμάμαι στο PC, μιλάω στο PC κλπ.