Business.

0 Comments Published by the ibt on Sunday, July 10, 2005 at 7:31 PM.

Τη Δευτέρα φρόντισα να ξυπνήσω στην ώρα μου. Το β’interview ήταν στις 9:30 κι εγώ ήμουν εκεί πέντε λεπτά νωρίτερα. Μπήκα μέσα, αυτή τη φορά στο σωστό γραφείο και ενημέρωσα την υπεύθυνο για το ραντεβού μου. Μου είπε να περάσω αμέσως στον πρώτο, στη δεύτερη πόρτα δεξιά. Ανέβηκα και είδα γύρω στα εκατό άτομα να δουλεύουν σε μία τεράστια αίθουσα και κανένα διάδρομο για να στρίψω δεξιά! Άρχισα λοιπόν να περιφέρομαι ανάμεσα στους τηλεφωνητάς προσπαθώντας να βρω το “δεξιά”.

Δεν άντεξα πολύ και έριξα τα μούτρα μου κατεβαίνοντας πάλι στη reception. «Δεξιά μου είπατε;» ρώτησα την κοπέλα δήθεν αφηρημένος. Ξαναπήρα ακριβώς τις ίδιες οδηγίες και ξανανέβηκα προβληματισμένος. Στάθηκα λίγο στην πόρτα προσπαθώντας να καταλάβω μέχρι που άκουσα τη φωνή μίας γυναίκας που μάλλον είχε ενημερωθεί για τη βλακεία μου και βγήκε να με φωνάξει. «Ο κύριος Π…; Ακολουθήστε με παρακαλώ.»

Το γραφείο ήταν μία τρύπα στον τοίχο που χωρούσε δύο στριμωγμένα γραφεία και δύο κυρίες αντίστοιχα. Με έβαλαν να καθίσω στον υπολογιστή και αυτές, πάνω από το κεφάλι μου, μου έκαναν ερωτήσεις στις οποίες είχα απαντήσει στο πρώτο interview και γραπτώς αλλά και προφορικώς. Στη συνέχεια μου είπαν να γράψω μια φράση στο word για να ελέγξουν την ταχύτητα πληκτρολόγησης (ξανά). Τέλος, μου έκαναν την καρδιά περιβόλι ανακοινώνοντας μου ότι δε θα δουλέψω στο τηλεφωνικό κέντρο αλλά σε κάποιο υποκατάστημα το οποίο θα μάθαινα προσεχώς. Προς το παρόν έπρεπε να περιμένω άλλο ένα τηλεφώνημα που θα με ενημέρωνε για την πρώτη μέρα της εκπαίδευσης.

Η Τρίτη 28/6 ανακηρύχθηκε ημέρα πένθους διότι βγήκαν οι βαθμολογίες των Πανελληνίων. Δε θα επεκταθώ.

Η Πέμπτη με βρήκε πάλι στην εταιρία για την εκπαίδευση. Έφτασα ακριβώς στην ώρα μου. Κάθε φορά που καταφέρνω να φτάνω κάπου ακριβώς στην προγραμματισμένη ώρα νιώθω μια απίστευτη ικανοποίηση. Με χαμόγελο μέχρι τα αυτιά προχώρησα μέχρι τα ασανσέρ. Για κακή μου τύχη όμως, την ώρα που έμπαινα σε ένα, έκλεισε η πόρτα και με έπιασε κάνοντας ένα τεράστιο μαύρο λεκέ στην κίτρινη μπλούζα μου. Χαμογέλασα βρίζοντας από μέσα μου και κοίταξα την κοπέλα που είχε ήδη μπει. Με κοίταξε κι αυτή με σοβαρό όμως ύφος. Βγήκα στον Πέμπτο, εκεί δηλαδή που είχε γίνει και το ομαδικό interview. Τα πάντα θα επαναλαμβανόντουσαν με μαθηματική ακρίβεια: Η reception, το βλέμμα μου στα πλακάκια, το σαλόνι, οι συνυποψήφιοι που πλέον ήταν ‘συνάδελφοι’, οι διάδρομοι, οι αίθουσες «διδασκαλίας»…

Αφού καθίσαμε όλοι στα ίδια θρανία, ήρθε μια γυναίκα ακαθορίστου ηλικίας. Σαν αυτές που τα μάτια τους λένε 30 και τα μαλλιά τους 60, τα πόδια τους 20 και τα ρούχα τους 70. Φορούσε γυαλιά και με ένα χαμόγελο always on top προσπαθούσε να μας κάνει να αισθανθούμε άνετα. Από τους μαθητευόμενους, ελάχιστοι ήταν αυτοί που έπαιρναν το θάρρος να μιλήσουν, να ρωτήσουν, να συμμετάσχουν. Σύντομα αναθεώρησα τα περί της ευφυΐας της όταν δηλαδή άρχισε να κάνει χιούμορ.

Θυμάμαι το πιο μεγάλο «πλήγμα» που δέχτηκε το χιούμορ. Κι αυτό επειδή το σημείωσα κρυφά στα χαρτιά μου για να το μεταφέρω εδώ:
Όταν σε κάποια στιγμή έτριξε μια καρέκλα, αυτή νόμισε πως ήταν ήχος από κινητό και είπε: «Τίνος ήταν αυτό;» Κανείς δεν απάντησε. «Μου φάνηκε πως άκουσα μήνυμα», συμπλήρωσε. (Σιωπή.) «Τι γίνεται δηλαδή, ακούω φωνές εγώ; Σαν τη Βίσση;»

Μεγαλύτερο σοκ ακολούθησε με την ανακοίνωση των υποκαταστημάτων που θα έπρεπε να παρουσιαστούμε το επόμενο πρωί στις 6:45. «Εσείς» είπε κοιτώντας με, «Στα Καμίνια.» Στραβοκατάπια και σημείωσα τη διεύθυνση. H ειρωνεία ήταν ότι από τα υποκαταστήματα που μου είχαν αναφέρει στο δεύτερο interview μου είχε μείνει αυτό ως το πιο «στουδιαολουτημάνα».

Χαράματα Παρασκευής με βρήκαν στα Καμίνια. Η πρώτη μέρα δουλειάς δεν είχε κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Οι υπόλοιποι ήταν τόσο απασχολημένοι που κανείς δεν ασχολήθηκε με την εκπαίδευσή μου.

Την επομένη στις 10:30 έφτασα στο κτήριο του ΟΝΑ, στην Ομόνοια για μια άλλη εκπαίδευση: Αυτή των εθελοντών της Αθήνας.

Στην αίθουσα συσκέψεων βρίσκονταν ήδη άλλοι τρεις εθελοντές. Ένας χοντρός γιος της μάνας με γυαλιά, καρό πουκάμισο και ένα μεγάλο, φιλόδοξο όνειρο να γίνει δήμαρχος, μία αιγύπτια αδελφή που φρόντιζε να ακούγεται συνεχώς η λεπτή φωνή της μέσα από άστοχα σχόλια και μια γυναίκα, σχετικά νέα, η οποία έκλεψε την παράσταση. Σύντομα ήρθαν κι άλλοι, ανάξιοι σχολιασμού.

Ο υπεύθυνος δεν είχε έρθει ακόμα. Το κινητό της χτυπούσε διαρκώς. Κάθε χτύπημα και διαφορετικό ringtone, κάθε απάντηση και σε διαφορετική γλώσσα. Όταν πήρε το φάκελο με το ενημερωτικό υλικό στα χέρια της τον άνοιξε και άρχιζε να διαβάζει, όπως ακριβώς έκαναν και οι υπόλοιποι. Μόνο που εκείνη κατάφερνε να σπάει τη σιωπή με δυνατά επιφωνήματα και σχόλια για τις οδηγίες. «Εεεε…», «Ε αυτό μάλιστα!». «Βεβαίως… χαχαχα» Σε κάθε τέτοια αναλαμπή οι υπόλοιποι σήκωναν διακριτικά το βλέμμα τους και την κοιτούσαν με απορία.

Ούτε η παρουσία του υπευθύνου δεν την έκανε να κλείσει το κινητό της. Έτσι, κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης κάναμε συχνά διαλείμματα με το “Clocks”, την “Αυλή του Παραδείσου”, το “Galvanize” σε μορφή MIDI.

«Αυτές είναι οι καινούριες σας στολές» είπε προς το τέλος ο υπεύθυνος. «Φέτος βέβαια, δεν έχουμε παντελόνι.» Και τότε εκείνη με βλέμμα αθώο και ανασηκωμένα φρύδια ρώτησε:
-Και τι θα φοράμε από κάτω;
-Τίποτα. Για να προσελκύσουμε περισσότερο κόσμο, απάντησε με σοβαροφανές
ύφος ο υπεύθυνος ενώ οι υπόλοιποι χαμογέλασαν. Εκτός από αυτήν. Η οποία άνοιξε διάπλατα το στόμα της και γούρλωσε τα μάτια. «Δηλαδή;»

Το επόμενο χτύπημα ήρθε αργότερα, όταν ο υπεύθυνος ανέφερε ότι θα μας δοθεί λίστα με τις δημόσιες τουαλέτες προς εξυπηρέτηση των τουριστών. Και τότε, εκείνο το ύφος απορίας επανήλθε στο πρόσωπο της και σήκωσε διστακτικά το χέρι της.
–Παρακαλώ.
-Καλά οι τουρίστες, εμείς όμως τουαλέτα που θα πηγαίνουμε;
-Στις ίδιες.
-Τι, μαζί τους;!


Το ίδιο βράδυ, ανεβαίνοντας στην Πεντέλη για τα γενέθλια της Τίνας, η ταξιτζού σταμάτησε για να πάρει διπλοκούρσα. Στο μπροστινό κάθισμα κάθισε ένας τύπος γύρω στα 17. Ο «Σφαίρα» διάχυτος στο ταξί και τα σχόλια της ψιλολεσβίας ταξιτζούς έδιναν και έπαιρναν. Σε κάποια στιγμή και ενώ πλησιάζαμε, είπε:
-Καλά παιδιά αν ερχόμουν πιο αργά εδώ πέρα θα φοβόμουν μη με φάνε οι λύκοι.
-Λύκους δεν έχουμε, απάντησε με σοβαρό ύφος ο μπροστινός. Αλεπούδες μπορεί να συναντήσετε.
-Σοβαρά; Κατεβαίνουν μέχρι εδώ;
-Ναι κι αν πάτε ακόμη πιο ψηλά θα δείτε γεράκια και αετούς!
-Αετούς; Στην Πεντέλη; Απόρησε η ταξιτζού.
-Ναι εγώ που κάνω αναρρίχηση ψηλά έχω δει.


Στα γενέθλια πέρασα καλά. Αν και κατάφερα να αγχωθώ πάλι για το τι θα κάνω από το Σεπτέμβριο με τις συνεντεύξεις επαγγελματικού προσανατολισμού που έπαιρνα από κάθε παρευρισκόμενο.

Τη Δευτέρα σηκώθηκα 5:30 με σκοπό να πάω στη δουλειά χρησιμοποιώντας τα μέσα μαζικής μεταφοράς και να χρονομετρήσω τη διαδρομή. Στις 6:00 ακριβώς ξεκίνησα από το σπίτι. Περπάτησα μέχρι το σταθμό του τρένου και διαπίστωσα πως οι άνθρωποι που ξεκινούν τη μέρα τους τόσο νωρίς είναι δυστυχισμένοι και αυτό φαίνεται στα πρόσωπά τους. Όπως και στο δικό μου, φαντάζομαι.

Κατέβηκα στον Πειραιά και πήγα στη στάση των λεωφορείων για να κάνω “transit” για Καμίνια. Η ώρα περνούσε. Πουθενά λεωφορείο.. Μέσα στην απελπισία μπήκα βιαστικά σε ένα που φαντάστηκα ότι θα μπορούσε να με πάει σχετικά κοντά στη δουλειά. Όσο προχωρούσαμε όμως το έβλεπα να πηγαίνει σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση. Παρ’όλα αυτά και για ένα άγνωστο λόγο εγώ επέμενα να παραμένω στη θέση μου και να ελπίζω πως «κάπου εδώ θα στρίψει» και θα εμφανιστώ δια μαγείας στα μαγευτικά Καμίνια.

Έπρεπε να φτάσω στο τέρμα για να αναγκαστώ να κατέβω. Βρισκόμουν στο «Μεταξά» (το νοσοκομείο, όχι το ποτό) και είχα δέκα λεπτά στη διάθεσή μου για να φτάσω στη δουλειά. Πήρα το πρώτο ταξί που ξεφόρτωνε γριές για το νοσοκομείο και έφτασα εγκαίρως ενώ το χρονόμετρο έδειχνε 57:12:00.

Η ιστορία επαναλαμβανόταν όλη την εβδομάδα με αποτέλεσμα να φάω προκαταβολικά το μισό μισθό μου στα ταξί και να μου βγει και το όνομα του «μια ζωή αργοπορημένου».

(Στη δουλειά συνέβησαν και συνεχίζουν να συμβαίνουν τόσα κουλά που σύντομα θα αφιερώσω ολόκληρα posts στις επαγγελματικές μου περιπέτειες.)

0 Responses to “Business.”

Post a Comment



 

Powered by Blogger.