Πού είχαμε μείνει; Με τις Πανελλήνιες που με έχουν σχεδόν διαμελίσει πλέον, έχω χάσει μέρες και χρονολογίες.
Λογοτεχνία – Φυσική – Ιστορία. Μεθαύριο Αρχαία και κάπου εκεί ανάμεσα η κρίση: Το Ξέσπασμα των Πανελληνίων που από ό,τι ακούω κάνει την εμφάνισή του στους περισσότερους υποψηφίους κατά τη 2η – 3η εβδομάδα εξετάσεων. (Ασχέτως επιδόσεων.)
Στη Φυσική δεν κατάφερα να γράψω καλά αλλά ούτε καν να αντιγράψω καλά. Κάθομαι στο πρώτο θρανίο ενώ η Γ, πιο δίπλα παλεύει σχεδόν ιδρωμένη με το Τέταρτο Θέμα. Μπροστά μου, μια κόλα που με τυφλώνει από τη λευκότητα του Ariel (αυτό θα πει ΛΕΥΚΟ) και ζητά απεγνωσμένα επαφή με το στυλό μου. Η Γ φαίνεται ακόμα πολύ απορροφημένη. Του πούστη, σκέφτομαι, όταν τελειώσει θα μου σφυρίξει τα «Σωστό – Λάθος» όπως στα Μαθηματικά.
ΛΑΘΟΣ. Διότι βλέπω τη Γ με μια έκφραση «τα σκάτωσα» να κλείνει το τετράδιο απαντήσεων και να ετοιμάζεται να το παραδώσει. Μου κόβονται τα πόδια. Αρχίζω να ψιθυρίζω απεγνωσμένα το όνομά της. Γ… Γ… Τίποτα! Σηκώθηκε από το θρανίο και πήγε στην έδρα. Άρχιζα να φωνάζω μέσα μου. ΠΟΥ ΠΑΑΑΑΑΣ; Ενώ τα μάτια μου κόντευαν να πέσουν στο θρανίο. Τι νοήματα έκανα, τι σήματα καπνού, η Γ δε γύρισε καν να με κοιτάξει. Παρά μόνο όταν πήρε την τσάντα της από το θρανίο-βεστιάριο μπροστά μου. Την κοίταξα σαν Χριστιανός λίγο πριν την αρένα με τα λιοντάρια ικετεύοντας την με το βλέμμα μου για τη σωτηρία. Με μια απαθή έκφραση που στιγμιαία μετέφρασα ως «Να μάθεις άλλη φορά να ανοίγεις κανά βιβλίο, μαλάκα» με αποχαιρέτισε. Κι εγώ, έτοιμος να ουρλιάξω από την απελπισία μου, άρχισα να παίζω ΠΡΟΠΟ τις απαντήσεις πολλαπλής επιλογής.
Βγαίνοντας της φώναξα. Και μαζί με αυτή, με άκουσε και όλο το σχολείο. Ακόμα κι αυτοί που δεν είχαν βγει ακόμα. Άρχισα ένα θεατρινίστικο κλαυσίγελο τραβώντας τα μαλλιά μου. «Γιατί ρε Γ; ΓΙΑΤΙ;»
Γύρισα σπίτι και προσπάθησα να το παίξω χαρούμενος, όπως κάνω συνήθως μετά από τις πανωλεθρίες, μουρμουρίζοντας ελάχιστες πληροφορίες για την επίδοσή μου.
Η «Ιστορική» Κρίση
Αφού σάπισα στον ύπνο έπεισα τον εαυτό μου να ανοίξει την –κυριολεκτικά- θαμμένη Ιστορία (Κατεύθυνσής) Μετά από ανασκαφές βρήκα το άθικτο βιβλίο μου και το ξεφύλλισα. Στη θέα τόσων σελίδων κόλωσα. Και η έκπληξη έφερε την απελπισία και η απελπισία το MP3 player στα αυτιά μου. Έβαλα την playlist «του θανατά» να παίζει. Κι εκεί ανάμεσα στον πανικό και την απελπισία παραδέχτηκα ότι ήταν μαλακία η απόφαση να ξαναδώσω Πανελλήνιες και ότι δεν είχε κανένα νόημα πλέον να διαβάζω. Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ να βρω μια αφορμή να πετάξω το βιβλίο. Φυσικά το μετάνιωσα την άλλη μέρα το πρωί βλέποντας τα θέματα. Εύκολα ήταν, θα μπορούσα να τα καταφέρω. Επιστροφή στο σπίτι. «Καλά…»
Soirée inoubliable.
Λόγω της Ιστορίας ξέχασα ότι ήταν Σάββατο. Η Χ με ενημερώνει τηλεφωνικά για τα βραδινά της σχέδια. «Εγώ και ο Ξάδελφος θα βγούμε για φαγητό. Η Ξαδέλφη κάνει δίαιτα και δε θέλει να έρθει. Α, σε αφήνω τώρα να λουστώ» μου λέει και το κλείνει βιαστικά. Σε λίγο ξαναχτυπάει το τηλέφωνό. (Η Ξαδέλφη:) «Πού είσαι εσύ; Τι θα κάνουμε απόψε; Τα παιδιά κάτι λένε για φαγητό αλλά εγώ κάνω διατροφή και δε θέλω να τη χαλάσω.» Δεν προλαβαίνω να της απαντήσω και μου χτυπάει η δεύτερη γραμμή: (Ο Ξάδελφος (αδελφός της), από το ίδιο σπίτι:) «Έλα ξάδελφε, που θα πάμε για φαγητό; Η Μουλάρα δε θα έρθει γιατί κάνει δίαιτα.»
Έγιναν τουλάχιστον 5 τέτοιες κλήσεις καρμπόν για να αποφασίσουμε τελικά μόνο τόπο και ώρα συνάντησης.
Φτάνω με 5’ καθυστέρηση και εκπλήσσομαι που τους βρίσκω όλους εκεί. Η Ξαδέλφη με αέρινο, ψυχεδελικό Galliani και πέδιλο και ο ξάδελφος με το αστραφτερό Prada ετοιμοπόλεμο. Εγώ και η Χ σα γύφτοι με τα αθλητικά.
-Πού θα πάμε Χ;
-Όπου θέλετε εσείς.
-Ξάδελφε;
-Ό,τι αποφασίσετε.
-Εσύ Ξαδέλφη τι θες;
-Δεν ξέρω.
-Ούτε εγώ.
Ακολούθησε η γνωστή σύσκεψη των αναποφάσιστων η οποία παρεμβάλλεται πάντα από άσχετα θέματα που μας κάνουν να ξεχνάμε το κύριο ζήτημα. Η Χ. είπε: «Κάτι μου θυμίζει αυτό.» Και αστραπιαία το μυαλό μου πήγε στο Λονδίνο. Όπου η ίδια πεινασμένη παρέα αποφάσιζε για τριάντα λεπτά στους 0 βαθμούς Κελσίου σε ποιο από τα δύο γειτονικά Κινέζικα θα μπει για να φάει.
Η απόφαση πάρθηκε όπως και το ταξί που θα μας πήγαινε στο Kitchen Bar. Φάγαμε μέχρι σκασμού ανάμεσα σε ξανθά σκυλιά της παραλιακής και τους BMW κοιλαράδες που τα συνόδευαν ενώ συζητούσαμε για τις καλοκαιρινές διακοπές και το πιθανό ταξίδι μας.
Επειδή η Latin μουσική με είχε ξεσηκώσει την ώρα που «τελείωνα» με ένα brownie, πέταξα την ιδέα να πάμε για ποτό και η Ξαδέλφη πέταξε τη (μαγειρική) σκούφια της. Βγαίνοντας το συζητήσαμε εκτενώς μέχρι που φτάσαμε στη στάση του τραμ και αποφασίσαμε να αφήσουμε την κατάληξή μας στη μοίρα: Αν περνούσε πρώτα τραμ για Σύνταγμα θα πηγαίναμε για ποτό ενώ αν περνούσε για Φάληρο θα πίναμε ποτό στο σπίτι της Χ. Το μόνο πράγμα που περνούσε όμως ήταν η ώρα. "Το τραμ φροντίζει να σου κάνει τα νεύρα κρόσσια πριν καν επιβιβαστείς" είπα στην Ξαδέλφη που θα έμπαινε για πρώτη φορά. Τελικά φάνηκε ένα, το οποίο και στη Λαμία να πήγαινε θα το παίρναμε. Κατεβήκαμε μετά από λίγο και πήραμε το πρώτο ταξί που βρήκαμε μπροστά μας.
Ο ταρίφας, έβλεπε τσόντα στην οθόνη του navigator και αρχικά φάνηκε να την έχει ξεχάσει. Ξαφνικά όμως, την έσβησε βιαστικά στο σημείο που θα αρχίζαμε τα σφυρίγματα και τα «γράμματα χασάπη.» Ανεβήκαμε στο σπίτι της Χ και ακολούθησαν γύροι TABOO, όπως τότε στο Λονδίνο, με κορυφαία στιγμή την προσπάθεια της Ξαδέλφης να περιγράψει στη Χ τη λέξη «σουτιέν» με την ερώτηση «Τι φοράμε;»
Αργότερα, θυμηθήκαμε και τα στοιχειώδη Γαλλικά που γνωρίζουμε (προγραμματίζουμε ταξίδι γαρ) με τη βοήθεια των οποίων καληνυχτιστήκαμε στις τρεις.
"Bonne nuit, truie!"
Λογοτεχνία – Φυσική – Ιστορία. Μεθαύριο Αρχαία και κάπου εκεί ανάμεσα η κρίση: Το Ξέσπασμα των Πανελληνίων που από ό,τι ακούω κάνει την εμφάνισή του στους περισσότερους υποψηφίους κατά τη 2η – 3η εβδομάδα εξετάσεων. (Ασχέτως επιδόσεων.)
Στη Φυσική δεν κατάφερα να γράψω καλά αλλά ούτε καν να αντιγράψω καλά. Κάθομαι στο πρώτο θρανίο ενώ η Γ, πιο δίπλα παλεύει σχεδόν ιδρωμένη με το Τέταρτο Θέμα. Μπροστά μου, μια κόλα που με τυφλώνει από τη λευκότητα του Ariel (αυτό θα πει ΛΕΥΚΟ) και ζητά απεγνωσμένα επαφή με το στυλό μου. Η Γ φαίνεται ακόμα πολύ απορροφημένη. Του πούστη, σκέφτομαι, όταν τελειώσει θα μου σφυρίξει τα «Σωστό – Λάθος» όπως στα Μαθηματικά.
ΛΑΘΟΣ. Διότι βλέπω τη Γ με μια έκφραση «τα σκάτωσα» να κλείνει το τετράδιο απαντήσεων και να ετοιμάζεται να το παραδώσει. Μου κόβονται τα πόδια. Αρχίζω να ψιθυρίζω απεγνωσμένα το όνομά της. Γ… Γ… Τίποτα! Σηκώθηκε από το θρανίο και πήγε στην έδρα. Άρχιζα να φωνάζω μέσα μου. ΠΟΥ ΠΑΑΑΑΑΣ; Ενώ τα μάτια μου κόντευαν να πέσουν στο θρανίο. Τι νοήματα έκανα, τι σήματα καπνού, η Γ δε γύρισε καν να με κοιτάξει. Παρά μόνο όταν πήρε την τσάντα της από το θρανίο-βεστιάριο μπροστά μου. Την κοίταξα σαν Χριστιανός λίγο πριν την αρένα με τα λιοντάρια ικετεύοντας την με το βλέμμα μου για τη σωτηρία. Με μια απαθή έκφραση που στιγμιαία μετέφρασα ως «Να μάθεις άλλη φορά να ανοίγεις κανά βιβλίο, μαλάκα» με αποχαιρέτισε. Κι εγώ, έτοιμος να ουρλιάξω από την απελπισία μου, άρχισα να παίζω ΠΡΟΠΟ τις απαντήσεις πολλαπλής επιλογής.
Βγαίνοντας της φώναξα. Και μαζί με αυτή, με άκουσε και όλο το σχολείο. Ακόμα κι αυτοί που δεν είχαν βγει ακόμα. Άρχισα ένα θεατρινίστικο κλαυσίγελο τραβώντας τα μαλλιά μου. «Γιατί ρε Γ; ΓΙΑΤΙ;»
Γύρισα σπίτι και προσπάθησα να το παίξω χαρούμενος, όπως κάνω συνήθως μετά από τις πανωλεθρίες, μουρμουρίζοντας ελάχιστες πληροφορίες για την επίδοσή μου.
Η «Ιστορική» Κρίση
Αφού σάπισα στον ύπνο έπεισα τον εαυτό μου να ανοίξει την –κυριολεκτικά- θαμμένη Ιστορία (Κατεύθυνσής) Μετά από ανασκαφές βρήκα το άθικτο βιβλίο μου και το ξεφύλλισα. Στη θέα τόσων σελίδων κόλωσα. Και η έκπληξη έφερε την απελπισία και η απελπισία το MP3 player στα αυτιά μου. Έβαλα την playlist «του θανατά» να παίζει. Κι εκεί ανάμεσα στον πανικό και την απελπισία παραδέχτηκα ότι ήταν μαλακία η απόφαση να ξαναδώσω Πανελλήνιες και ότι δεν είχε κανένα νόημα πλέον να διαβάζω. Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ να βρω μια αφορμή να πετάξω το βιβλίο. Φυσικά το μετάνιωσα την άλλη μέρα το πρωί βλέποντας τα θέματα. Εύκολα ήταν, θα μπορούσα να τα καταφέρω. Επιστροφή στο σπίτι. «Καλά…»
Soirée inoubliable.
Λόγω της Ιστορίας ξέχασα ότι ήταν Σάββατο. Η Χ με ενημερώνει τηλεφωνικά για τα βραδινά της σχέδια. «Εγώ και ο Ξάδελφος θα βγούμε για φαγητό. Η Ξαδέλφη κάνει δίαιτα και δε θέλει να έρθει. Α, σε αφήνω τώρα να λουστώ» μου λέει και το κλείνει βιαστικά. Σε λίγο ξαναχτυπάει το τηλέφωνό. (Η Ξαδέλφη:) «Πού είσαι εσύ; Τι θα κάνουμε απόψε; Τα παιδιά κάτι λένε για φαγητό αλλά εγώ κάνω διατροφή και δε θέλω να τη χαλάσω.» Δεν προλαβαίνω να της απαντήσω και μου χτυπάει η δεύτερη γραμμή: (Ο Ξάδελφος (αδελφός της), από το ίδιο σπίτι:) «Έλα ξάδελφε, που θα πάμε για φαγητό; Η Μουλάρα δε θα έρθει γιατί κάνει δίαιτα.»
Έγιναν τουλάχιστον 5 τέτοιες κλήσεις καρμπόν για να αποφασίσουμε τελικά μόνο τόπο και ώρα συνάντησης.
Φτάνω με 5’ καθυστέρηση και εκπλήσσομαι που τους βρίσκω όλους εκεί. Η Ξαδέλφη με αέρινο, ψυχεδελικό Galliani και πέδιλο και ο ξάδελφος με το αστραφτερό Prada ετοιμοπόλεμο. Εγώ και η Χ σα γύφτοι με τα αθλητικά.
-Πού θα πάμε Χ;
-Όπου θέλετε εσείς.
-Ξάδελφε;
-Ό,τι αποφασίσετε.
-Εσύ Ξαδέλφη τι θες;
-Δεν ξέρω.
-Ούτε εγώ.
Ακολούθησε η γνωστή σύσκεψη των αναποφάσιστων η οποία παρεμβάλλεται πάντα από άσχετα θέματα που μας κάνουν να ξεχνάμε το κύριο ζήτημα. Η Χ. είπε: «Κάτι μου θυμίζει αυτό.» Και αστραπιαία το μυαλό μου πήγε στο Λονδίνο. Όπου η ίδια πεινασμένη παρέα αποφάσιζε για τριάντα λεπτά στους 0 βαθμούς Κελσίου σε ποιο από τα δύο γειτονικά Κινέζικα θα μπει για να φάει.
Η απόφαση πάρθηκε όπως και το ταξί που θα μας πήγαινε στο Kitchen Bar. Φάγαμε μέχρι σκασμού ανάμεσα σε ξανθά σκυλιά της παραλιακής και τους BMW κοιλαράδες που τα συνόδευαν ενώ συζητούσαμε για τις καλοκαιρινές διακοπές και το πιθανό ταξίδι μας.
Επειδή η Latin μουσική με είχε ξεσηκώσει την ώρα που «τελείωνα» με ένα brownie, πέταξα την ιδέα να πάμε για ποτό και η Ξαδέλφη πέταξε τη (μαγειρική) σκούφια της. Βγαίνοντας το συζητήσαμε εκτενώς μέχρι που φτάσαμε στη στάση του τραμ και αποφασίσαμε να αφήσουμε την κατάληξή μας στη μοίρα: Αν περνούσε πρώτα τραμ για Σύνταγμα θα πηγαίναμε για ποτό ενώ αν περνούσε για Φάληρο θα πίναμε ποτό στο σπίτι της Χ. Το μόνο πράγμα που περνούσε όμως ήταν η ώρα. "Το τραμ φροντίζει να σου κάνει τα νεύρα κρόσσια πριν καν επιβιβαστείς" είπα στην Ξαδέλφη που θα έμπαινε για πρώτη φορά. Τελικά φάνηκε ένα, το οποίο και στη Λαμία να πήγαινε θα το παίρναμε. Κατεβήκαμε μετά από λίγο και πήραμε το πρώτο ταξί που βρήκαμε μπροστά μας.
Ο ταρίφας, έβλεπε τσόντα στην οθόνη του navigator και αρχικά φάνηκε να την έχει ξεχάσει. Ξαφνικά όμως, την έσβησε βιαστικά στο σημείο που θα αρχίζαμε τα σφυρίγματα και τα «γράμματα χασάπη.» Ανεβήκαμε στο σπίτι της Χ και ακολούθησαν γύροι TABOO, όπως τότε στο Λονδίνο, με κορυφαία στιγμή την προσπάθεια της Ξαδέλφης να περιγράψει στη Χ τη λέξη «σουτιέν» με την ερώτηση «Τι φοράμε;»
Αργότερα, θυμηθήκαμε και τα στοιχειώδη Γαλλικά που γνωρίζουμε (προγραμματίζουμε ταξίδι γαρ) με τη βοήθεια των οποίων καληνυχτιστήκαμε στις τρεις.
"Bonne nuit, truie!"
0 Responses to “Φυσική… αποτυχία.”