Η Παρασκεύή είναι η καλύτερη μέρα που φτιάχτηκε ποτέ. Και φτιάχτηκε τόσο έξυπνα ώστε την επομένη να είναι πάντα Σάββατο.
Παρασκευή απόγευμα χτύπησε το κινητό μου. Μόλις ΔΕΝ είδα τον αριθμό, λόγω απόκρυψης, φαντάστηκα ότι αυτό ήταν το τηλεφώνημα που περίμενα από την εταιρία κι έτσι παρά τον ενθουσιασμό μου, προσπάθησα να δώσω σοβαρό και παράλληλα σέξι τόνο στη φωνή μου. «Παρακαλώ;»
Πράγματι, ήταν μια κοπέλα από την εταιρία η οποία μου ανακοίνωσε ότι πέρασα το πρώτο interview-παρτούζα-check-up (αν και κόπηκα στο ουρικό) και ότι τη Δευτέρα, σήμερα δηλαδή, στις 9:30 θα έπρεπε να ξαναπάω στα γραφεία για μία πιο prive, αυτή τη φορά, συνέντευξη.
Το ίδιο βράδυ η Χ με κάλεσε στο σπίτι της όπου η Γ θα έφερνε το γκόμενό της για να μας τον γνωρίσει. Από το τηλέφωνο, μου παρήγγειλε και ταινία βάζοντάς με να σκεφτώ τι θα μπορούσε να ικανοποιήσει τα διαφορετικά γούστα των τριών μας και ενός που δεν γνωρίζαμε ακόμα. Τελικά υπερίσχυσε το γούστο της Χ (στους άντρες) και πήραμε το Alfie για να πάρει μάτι τον Jude Law.
Έφτασα τελευταίος στο σπίτι και η Χ μου άνοιξε με διάφορες γκριμάτσες που προσπαθούσαν να δείξουν την πλήξη της. Προχώρησα μόνος μου προς το δωμάτιό της όπου βρήκα τη Γ και το γκόμενο να βρίσκονται σε στάση ρέκλας, πάνω στο κρεβάτι. Χαιρέτησα και πήγα με την ψύχρα του «μόλις γνωριστήκαμε» προς την κουζίνα. Το ζεύγος ακολούθησε μεταφέροντας την παγομάρα. Μόνο και μόνο για να ασχοληθώ με κάτι, άρχισα να βάζω παγωτό για να φάω, ενώ η Χ έβαζε πιάτα στο πλυντήριο για τον ίδιο λόγο. Οι κουβέντες που ακούγονταν ήταν μετρημένες και μετά από κάθε φράση η Γ έβαζε ένα γέλιο Καλοιμοίρας για να ζεστάνει την αρκτική ατμόσφαιρα. Είμαστε μια ωραία παρέα!
Τις επόμενες ώρες όλο και κάτι έβρισκα να κάνω για να ξεφεύγω από την αμηχανία που είχε πλημμυρίσει το σπίτι. Άλλαζα δωμάτια, έβλεπα τηλεόραση και αυτοί μαγείρευαν. Θεωρητικά θα μας έκανε το τραπέζι ο γκόμενος αλλά όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα στους πάγκους και τα μαχαίρια. Το φαγητό ετοιμάστηκε κι αφού – θεωρητικά πάντα- τρωγόταν καθίσαμε στο τραπέζι. Με τα τηγανιτά ρύζια και με τόσο μπαχαρικό κάπως ζεστάθηκε το κλίμα αλλά οι συζητήσεις διεκόπησαν όταν οι υπόλοιποι, με τα πιάτα ακόμη μπροστά τους, άρχισαν να βλέπουν το Fear Factor, ριάλιτι με αηδιαστικές προκλήσεις του τύπου "πιείτε 5 ποτήρια με φρεσκοαλεσμένα σκουλήκια πέντε ειδών για να κερδίσετε $50.000."
Το επίπεδο ανέβηκε ελάχιστα όταν είπαμε να δοκιμάσουμε τις σχέσεις του νεοσύστατου μέλους της παρέας με την Έβδομη Τέχνη. Με το που σβήσαμε τα φώτα όμως, το ζευγάρι άρχισε να ζουζουνίζει πάνω στο κρεβάτι ενώ η Χ είχε οργασμικούς σπασμούς σε κάθε γκρο-πλαν του Jude. Η κατάσταση δε βοηθούσε, κι έτσι αποφασίσαμε να κλείσουμε την ταινία και να κάνουμε κάτι πιο interactive αν και οι ερωτευμένοι είχαν αρχίσει τα διαδραστικά από πιο νωρίς. Το παλιό, καλό Taboo μας έδωσε τη λύση και χωριστήκαμε για να παίξουμε: Εγώ με τη Χ εναντίον του ζεύγους. Θες η γκαβομάρα της Γ που την έκανε να περιγράφει άσχετες λέξεις, θες η έλλειψη επικοινωνίας στις σημερινές σχέσεις, τελικά το ζεύγος ηττήθηκε και μάλιστα με διαφορά. Μετά το παιχνίδι χαζέψαμε λίγο δορυφορική μέχρι που το ζευγάρι τα ‘παιξε από τη νύστα και αποφάσισε να μας καληνυχτίσει.
Γύρω στις 6:00 κι ενώ βλέπαμε μαστουρωμένοι για 8η φορά το “40 Celebrity Weddings And A Funeral” επέστρεψε και ο Ξάδελφος από ξέφρενο clubbing. Χωρίς ουλές, κακώσεις και μώλωπες, αυτή τη φορά. Έτσι καταλήξαμε να βλέπουμε όλοι μαζί Cartoon Network μέχρι τις 7:00 οπότε την κάναμε αμφότεροι.
Το Άγιον Σάββατο: Το Σάββατο είναι η πιο ωραία μέρα (μέχρι να θυμηθείς ότι ακολουθεί η Κυριακή.)
Όπως ήταν φυσικό, ξύπνησα μεσημέρι. Ντύθηκα όπως-όπως και βγαίνοντας συνάντησα τα σόγια που θα τραπεζώναμε. Χαιρέτησα πασχίζοντας να μη φανώ αγουροξυπνημένος. Η πρησμένη μου μούρη όμως άλλα έλεγε και τελικά δεν απέφυγα τα σχόλια για τα ξενύχτια.
Το video project πάλι μου έφαγε όλη τη μέρα χωρίς να το καταλάβω. Η Χ με πήρε τηλέφωνο για να μου πει ότι θα ακολουθούσε ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΓΥΡΟΣ με το ζεύγος, Και μάλιστα εκείνη τη μέρα είχαν σχέδια για ποτά και ξενύχτια. Έφτασα τελευταίος στο σπίτι της Χ που γινόταν η μάζωξη. Εκεί, στο τραπέζι της κουζίνας γινόταν συμβούλιο για τον προορισμό μας. Μόνος μου, με μια Χ άβουλη και σπαστικά απαθέστατη, με μια Γ ξεσηκωμένη για clubbing και τον γκόμενό της αδιάφορο, κατάφερα να στρέψω τα σχέδια προς κάτι πιο χαλαρό, ήτοι φαγητό.
Και στο τραπέζι, το ζευγάρι άρχισε τα δικά του. Η Γ ξέφυγε από τα όρια και του έκανε συνεχείς χαριτωμένες σκηνές μπροστά μας. Η περισσότερη ώρα πέρασε με τον ήχο τον μαχαιροπίρουνων να σκοτώνει τη σιωπή εκτός από τις φάσεις που η Χ και η Γ ήταν έτοιμες να πιαστούν μαλλί με βυζί.
Δυσκολευτήκαμε πολύ να βρούμε ταξί. Όση ώρα ψάχναμε, το ζεύγος έπαιζε στην Κηφισίας «τζουμ τζουμ η μέλισσα», κρυφτό, μακριά γαϊδούρα και αναπαριστούσε σκηνές από το Matrix, με τη Γ ως άλλη Carrie-Ann Moss να χουφτώνει τον γκόμενο της σε bullet time.
Το ταξί αυτό θα το αναφέρω ως εμπειρία πρωτόγνωρη: Η τελευταία επιθυμία του ζεύγους, πριν το πυροβολήσουμε και στη συνέχεια αυτοκτονήσουμε, ήταν να καθίσει μαζί στην επιστροφή. Έτσι η Χ κάθισε μπροστά κι εγώ πίσω όπου τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με κατάμαυρα προστατευτικά για τον ήλιο. Ένα φωτάκι ήταν συνεχώς αναμμένο για να μπορείς να διαβάζεις τα (γυναικεία) περιοδικά που παρείχε το ταξί ακριβώς μπροστά στα πόδια σου, ενώ παράλληλα φώτιζε τις αμαρτίες του ζεύγους το οποίο καθόλου δεν πτοήθηκε από το φωτισμό και άρχισε να γλείφεται και να τραγουδά αγκαλιασμένο «Και θέλω να ‘ρθω να σ’αρπάξω από την άλλη…» Σε λίγο καταλάβαμε ότι ο ταξιτζής το είχε δει πιλότος γι αυτό και όλες οι σαμπάνιες και οι ανέσεις. Η Χ παραλίγο να προσδεθεί γιατί νόμιζε πως θα απογειωνόμασταν στη Βασιλίσσης Σοφίας.
Σε χρόνο dt φτάσαμε κοντά στο σπίτι της Χ. Το ζεύγος μας καληνύχτισε αρκετά ξινισμένο ώστε να μας δηλώσει ότι δεν πέρασε καλά μαζί μας. Εγώ με τη Χ το τραβήξαμε μέχρι τις 6:00 αναλύοντας αρχικά αυτά που προηγήθηκαν και στη συνέχεια βλέποντας VCD με πλαστικές επεμβάσεις προσφορά του Ανδρέα Φουστάνου..
Κυριακή γιορτή και σχόλη - SBS* το έχουμ' όλοι.
*SBS: (Sunday Boredom Syndrome.) Δικής μου εφεύρεσης αρκτικόλεξο που επινοήθηκε να περιγράψει τη μοναδική βαρεμάρα που ταυτίστηκε με μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα.
Τρία ξυπνητήρια χτύπησαν ταυτόχρονα στις 10:30. Αν και είχα κοιμηθεί ελάχιστα, κατάφερα να συρθώ μέχρι το τηλέφωνο για να ξυπνήσω τη Χ που θα ξυπνούσε με τη σειρά της τον Ξάδελφο. Σε μία ώρα βρεθήκαμε σε ταξί που θα μας πήγαινε μέχρι τον Άγιο Κοσμά για να δούμε το Flugtag.
Το σημερινό ταξί ήταν μια νέα, διαφορετική εμπειρία. Ο ταξιτζής, μερακλωμένος συμπλήρωνε τις καταλήξεις όλων των τραγουδιών που έπαιζαν στο ραδιόφωνο όσο ήμασταν κολλημένοι στην κίνηση της Παραλιακής. Είχαμε ξεχάσει ότι πλέον η μισή Αθήνα κατεβαίνει τις Κυριακές για μπάνιο και κάναμε λάθος στην επιλογή μέσου. Στο ταξί, ο κλιματισμός είτε υπολειτουργούσε, είτε δεν υπήρχε καθόλου. Ο ταρίφας έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να το δροσίσει αλλά τίποτα. Στο τέλος βγήκαμε άρον-άρον έξω, καταϊδρωμένοι.
Προχωρήσαμε με τα πόδια παράλληλα με τα κολλημένα στην κίνηση αυτοκίνητα, σκεφτόμενοι τι είναι καλύτερο: Να είσαι στάσιμος στη σκιά και τη δροσιά του αυτοκινήτου σου ή να προχωράς στους 30κάτι βαθμούς με τον ήλιο ντάλα, χωρίς καπέλο και αντηλιακό. Χρειάστηκε να περπατήσουμε αρκετά, να πηδήξουμε βράχια και συρματοπλέγματα για να φτάσουμε στο Flugtag. Εκεί, ψάχναμε συνεχώς ένα τετραγωνικό μέτρο σκιάς για να μην πάθουμε θερμοπληξία γιατί την ηλίαση την είχαμε ήδη χτυπήσει. Μετά από αρκετή ώρα και κόπο χωθήκαμε κάτω από μια τέντα. Όσο αστείο κι αν ήταν το θέαμα, δεν αντέξαμε για πολύ και σύντομα σύραμε τα πόδια μας μέχρι την πλησιέστερη στάση του τραμ. Ο κλιματισμός του καταραμένου αυτού μέσου ήταν η μόνη σκέψη που έκανα όσο το περιμέναμε. Και πράγματι ήταν τόσο δυνατός όσο τον φανταζόμουν. Μετά από 5 μέρες κατεβήκαμε από το τραμ και κάναμε transit με λεωφορείο. Τότε είπα στα παιδιά ότι νιώθω σαν να με έχουν δείρει. «…και γαμήσει.» συμπλήρωσε η Χ.
Μετά το παγωμένο ντους με πήρε τηλέφωνο η Μαίρη, η οποία μόλις είχε φτάσει στην Αθήνα για δουλειές. Κανονίσαμε να βρεθούμε στο σπίτι της κοινής μας ξαδέλφης, Μαρίας, για καφέ. Χάρηκα πολύ που είδα και τις δύο τόσο χαρούμενες. Ιδιαίτερα τη Μαρία, την οποία έχω δει ευτυχισμένη και ήρεμη τέσσερις φορές στη ζωή μου. Η Μαρία ήταν αυτή που είχε την ιδέα να δούμε το Mr&Mrs Smith σε θερινό. Δέχτηκα με επιφύλαξη, αφού η ταινία δε μου έλεγε πολλά. Τελικά, εκτός από το μπανιστηρτζίδικο της υπόθεσης, ήταν η σωστή ταινία στο σωστό timing. Αρκετά χαζή ώστε να μη μπούμε σε διαδικασία σκέψης και αρκετά ευχάριστη ώστε να μη μας πάρει ο ύπνος (άυπνοι γαρ).
Ο ύπνος όμως δε με πήρε ούτε όταν έπρεπε να κοιμηθώ και τελικά ψόφησα στις 4:00 με το δεύτερο interview της εταιρίας να είναι προγραμματισμένο πεντέμισι ώρες αργότερα.
Παρασκευή απόγευμα χτύπησε το κινητό μου. Μόλις ΔΕΝ είδα τον αριθμό, λόγω απόκρυψης, φαντάστηκα ότι αυτό ήταν το τηλεφώνημα που περίμενα από την εταιρία κι έτσι παρά τον ενθουσιασμό μου, προσπάθησα να δώσω σοβαρό και παράλληλα σέξι τόνο στη φωνή μου. «Παρακαλώ;»
Πράγματι, ήταν μια κοπέλα από την εταιρία η οποία μου ανακοίνωσε ότι πέρασα το πρώτο interview-παρτούζα-check-up (αν και κόπηκα στο ουρικό) και ότι τη Δευτέρα, σήμερα δηλαδή, στις 9:30 θα έπρεπε να ξαναπάω στα γραφεία για μία πιο prive, αυτή τη φορά, συνέντευξη.
Το ίδιο βράδυ η Χ με κάλεσε στο σπίτι της όπου η Γ θα έφερνε το γκόμενό της για να μας τον γνωρίσει. Από το τηλέφωνο, μου παρήγγειλε και ταινία βάζοντάς με να σκεφτώ τι θα μπορούσε να ικανοποιήσει τα διαφορετικά γούστα των τριών μας και ενός που δεν γνωρίζαμε ακόμα. Τελικά υπερίσχυσε το γούστο της Χ (στους άντρες) και πήραμε το Alfie για να πάρει μάτι τον Jude Law.
Έφτασα τελευταίος στο σπίτι και η Χ μου άνοιξε με διάφορες γκριμάτσες που προσπαθούσαν να δείξουν την πλήξη της. Προχώρησα μόνος μου προς το δωμάτιό της όπου βρήκα τη Γ και το γκόμενο να βρίσκονται σε στάση ρέκλας, πάνω στο κρεβάτι. Χαιρέτησα και πήγα με την ψύχρα του «μόλις γνωριστήκαμε» προς την κουζίνα. Το ζεύγος ακολούθησε μεταφέροντας την παγομάρα. Μόνο και μόνο για να ασχοληθώ με κάτι, άρχισα να βάζω παγωτό για να φάω, ενώ η Χ έβαζε πιάτα στο πλυντήριο για τον ίδιο λόγο. Οι κουβέντες που ακούγονταν ήταν μετρημένες και μετά από κάθε φράση η Γ έβαζε ένα γέλιο Καλοιμοίρας για να ζεστάνει την αρκτική ατμόσφαιρα. Είμαστε μια ωραία παρέα!
Τις επόμενες ώρες όλο και κάτι έβρισκα να κάνω για να ξεφεύγω από την αμηχανία που είχε πλημμυρίσει το σπίτι. Άλλαζα δωμάτια, έβλεπα τηλεόραση και αυτοί μαγείρευαν. Θεωρητικά θα μας έκανε το τραπέζι ο γκόμενος αλλά όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα στους πάγκους και τα μαχαίρια. Το φαγητό ετοιμάστηκε κι αφού – θεωρητικά πάντα- τρωγόταν καθίσαμε στο τραπέζι. Με τα τηγανιτά ρύζια και με τόσο μπαχαρικό κάπως ζεστάθηκε το κλίμα αλλά οι συζητήσεις διεκόπησαν όταν οι υπόλοιποι, με τα πιάτα ακόμη μπροστά τους, άρχισαν να βλέπουν το Fear Factor, ριάλιτι με αηδιαστικές προκλήσεις του τύπου "πιείτε 5 ποτήρια με φρεσκοαλεσμένα σκουλήκια πέντε ειδών για να κερδίσετε $50.000."
Το επίπεδο ανέβηκε ελάχιστα όταν είπαμε να δοκιμάσουμε τις σχέσεις του νεοσύστατου μέλους της παρέας με την Έβδομη Τέχνη. Με το που σβήσαμε τα φώτα όμως, το ζευγάρι άρχισε να ζουζουνίζει πάνω στο κρεβάτι ενώ η Χ είχε οργασμικούς σπασμούς σε κάθε γκρο-πλαν του Jude. Η κατάσταση δε βοηθούσε, κι έτσι αποφασίσαμε να κλείσουμε την ταινία και να κάνουμε κάτι πιο interactive αν και οι ερωτευμένοι είχαν αρχίσει τα διαδραστικά από πιο νωρίς. Το παλιό, καλό Taboo μας έδωσε τη λύση και χωριστήκαμε για να παίξουμε: Εγώ με τη Χ εναντίον του ζεύγους. Θες η γκαβομάρα της Γ που την έκανε να περιγράφει άσχετες λέξεις, θες η έλλειψη επικοινωνίας στις σημερινές σχέσεις, τελικά το ζεύγος ηττήθηκε και μάλιστα με διαφορά. Μετά το παιχνίδι χαζέψαμε λίγο δορυφορική μέχρι που το ζευγάρι τα ‘παιξε από τη νύστα και αποφάσισε να μας καληνυχτίσει.
Γύρω στις 6:00 κι ενώ βλέπαμε μαστουρωμένοι για 8η φορά το “40 Celebrity Weddings And A Funeral” επέστρεψε και ο Ξάδελφος από ξέφρενο clubbing. Χωρίς ουλές, κακώσεις και μώλωπες, αυτή τη φορά. Έτσι καταλήξαμε να βλέπουμε όλοι μαζί Cartoon Network μέχρι τις 7:00 οπότε την κάναμε αμφότεροι.
Το Άγιον Σάββατο: Το Σάββατο είναι η πιο ωραία μέρα (μέχρι να θυμηθείς ότι ακολουθεί η Κυριακή.)
Όπως ήταν φυσικό, ξύπνησα μεσημέρι. Ντύθηκα όπως-όπως και βγαίνοντας συνάντησα τα σόγια που θα τραπεζώναμε. Χαιρέτησα πασχίζοντας να μη φανώ αγουροξυπνημένος. Η πρησμένη μου μούρη όμως άλλα έλεγε και τελικά δεν απέφυγα τα σχόλια για τα ξενύχτια.
Το video project πάλι μου έφαγε όλη τη μέρα χωρίς να το καταλάβω. Η Χ με πήρε τηλέφωνο για να μου πει ότι θα ακολουθούσε ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΓΥΡΟΣ με το ζεύγος, Και μάλιστα εκείνη τη μέρα είχαν σχέδια για ποτά και ξενύχτια. Έφτασα τελευταίος στο σπίτι της Χ που γινόταν η μάζωξη. Εκεί, στο τραπέζι της κουζίνας γινόταν συμβούλιο για τον προορισμό μας. Μόνος μου, με μια Χ άβουλη και σπαστικά απαθέστατη, με μια Γ ξεσηκωμένη για clubbing και τον γκόμενό της αδιάφορο, κατάφερα να στρέψω τα σχέδια προς κάτι πιο χαλαρό, ήτοι φαγητό.
Και στο τραπέζι, το ζευγάρι άρχισε τα δικά του. Η Γ ξέφυγε από τα όρια και του έκανε συνεχείς χαριτωμένες σκηνές μπροστά μας. Η περισσότερη ώρα πέρασε με τον ήχο τον μαχαιροπίρουνων να σκοτώνει τη σιωπή εκτός από τις φάσεις που η Χ και η Γ ήταν έτοιμες να πιαστούν μαλλί με βυζί.
Δυσκολευτήκαμε πολύ να βρούμε ταξί. Όση ώρα ψάχναμε, το ζεύγος έπαιζε στην Κηφισίας «τζουμ τζουμ η μέλισσα», κρυφτό, μακριά γαϊδούρα και αναπαριστούσε σκηνές από το Matrix, με τη Γ ως άλλη Carrie-Ann Moss να χουφτώνει τον γκόμενο της σε bullet time.
Το ταξί αυτό θα το αναφέρω ως εμπειρία πρωτόγνωρη: Η τελευταία επιθυμία του ζεύγους, πριν το πυροβολήσουμε και στη συνέχεια αυτοκτονήσουμε, ήταν να καθίσει μαζί στην επιστροφή. Έτσι η Χ κάθισε μπροστά κι εγώ πίσω όπου τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με κατάμαυρα προστατευτικά για τον ήλιο. Ένα φωτάκι ήταν συνεχώς αναμμένο για να μπορείς να διαβάζεις τα (γυναικεία) περιοδικά που παρείχε το ταξί ακριβώς μπροστά στα πόδια σου, ενώ παράλληλα φώτιζε τις αμαρτίες του ζεύγους το οποίο καθόλου δεν πτοήθηκε από το φωτισμό και άρχισε να γλείφεται και να τραγουδά αγκαλιασμένο «Και θέλω να ‘ρθω να σ’αρπάξω από την άλλη…» Σε λίγο καταλάβαμε ότι ο ταξιτζής το είχε δει πιλότος γι αυτό και όλες οι σαμπάνιες και οι ανέσεις. Η Χ παραλίγο να προσδεθεί γιατί νόμιζε πως θα απογειωνόμασταν στη Βασιλίσσης Σοφίας.
Σε χρόνο dt φτάσαμε κοντά στο σπίτι της Χ. Το ζεύγος μας καληνύχτισε αρκετά ξινισμένο ώστε να μας δηλώσει ότι δεν πέρασε καλά μαζί μας. Εγώ με τη Χ το τραβήξαμε μέχρι τις 6:00 αναλύοντας αρχικά αυτά που προηγήθηκαν και στη συνέχεια βλέποντας VCD με πλαστικές επεμβάσεις προσφορά του Ανδρέα Φουστάνου..
Κυριακή γιορτή και σχόλη - SBS* το έχουμ' όλοι.
*SBS: (Sunday Boredom Syndrome.) Δικής μου εφεύρεσης αρκτικόλεξο που επινοήθηκε να περιγράψει τη μοναδική βαρεμάρα που ταυτίστηκε με μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα.
Τρία ξυπνητήρια χτύπησαν ταυτόχρονα στις 10:30. Αν και είχα κοιμηθεί ελάχιστα, κατάφερα να συρθώ μέχρι το τηλέφωνο για να ξυπνήσω τη Χ που θα ξυπνούσε με τη σειρά της τον Ξάδελφο. Σε μία ώρα βρεθήκαμε σε ταξί που θα μας πήγαινε μέχρι τον Άγιο Κοσμά για να δούμε το Flugtag.
Το σημερινό ταξί ήταν μια νέα, διαφορετική εμπειρία. Ο ταξιτζής, μερακλωμένος συμπλήρωνε τις καταλήξεις όλων των τραγουδιών που έπαιζαν στο ραδιόφωνο όσο ήμασταν κολλημένοι στην κίνηση της Παραλιακής. Είχαμε ξεχάσει ότι πλέον η μισή Αθήνα κατεβαίνει τις Κυριακές για μπάνιο και κάναμε λάθος στην επιλογή μέσου. Στο ταξί, ο κλιματισμός είτε υπολειτουργούσε, είτε δεν υπήρχε καθόλου. Ο ταρίφας έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να το δροσίσει αλλά τίποτα. Στο τέλος βγήκαμε άρον-άρον έξω, καταϊδρωμένοι.
Προχωρήσαμε με τα πόδια παράλληλα με τα κολλημένα στην κίνηση αυτοκίνητα, σκεφτόμενοι τι είναι καλύτερο: Να είσαι στάσιμος στη σκιά και τη δροσιά του αυτοκινήτου σου ή να προχωράς στους 30κάτι βαθμούς με τον ήλιο ντάλα, χωρίς καπέλο και αντηλιακό. Χρειάστηκε να περπατήσουμε αρκετά, να πηδήξουμε βράχια και συρματοπλέγματα για να φτάσουμε στο Flugtag. Εκεί, ψάχναμε συνεχώς ένα τετραγωνικό μέτρο σκιάς για να μην πάθουμε θερμοπληξία γιατί την ηλίαση την είχαμε ήδη χτυπήσει. Μετά από αρκετή ώρα και κόπο χωθήκαμε κάτω από μια τέντα. Όσο αστείο κι αν ήταν το θέαμα, δεν αντέξαμε για πολύ και σύντομα σύραμε τα πόδια μας μέχρι την πλησιέστερη στάση του τραμ. Ο κλιματισμός του καταραμένου αυτού μέσου ήταν η μόνη σκέψη που έκανα όσο το περιμέναμε. Και πράγματι ήταν τόσο δυνατός όσο τον φανταζόμουν. Μετά από 5 μέρες κατεβήκαμε από το τραμ και κάναμε transit με λεωφορείο. Τότε είπα στα παιδιά ότι νιώθω σαν να με έχουν δείρει. «…και γαμήσει.» συμπλήρωσε η Χ.
Μετά το παγωμένο ντους με πήρε τηλέφωνο η Μαίρη, η οποία μόλις είχε φτάσει στην Αθήνα για δουλειές. Κανονίσαμε να βρεθούμε στο σπίτι της κοινής μας ξαδέλφης, Μαρίας, για καφέ. Χάρηκα πολύ που είδα και τις δύο τόσο χαρούμενες. Ιδιαίτερα τη Μαρία, την οποία έχω δει ευτυχισμένη και ήρεμη τέσσερις φορές στη ζωή μου. Η Μαρία ήταν αυτή που είχε την ιδέα να δούμε το Mr&Mrs Smith σε θερινό. Δέχτηκα με επιφύλαξη, αφού η ταινία δε μου έλεγε πολλά. Τελικά, εκτός από το μπανιστηρτζίδικο της υπόθεσης, ήταν η σωστή ταινία στο σωστό timing. Αρκετά χαζή ώστε να μη μπούμε σε διαδικασία σκέψης και αρκετά ευχάριστη ώστε να μη μας πάρει ο ύπνος (άυπνοι γαρ).
Ο ύπνος όμως δε με πήρε ούτε όταν έπρεπε να κοιμηθώ και τελικά ψόφησα στις 4:00 με το δεύτερο interview της εταιρίας να είναι προγραμματισμένο πεντέμισι ώρες αργότερα.
To interview - παρτούζα ως εταιρικό φαινόμενο.
1 Comments Published by the ibt on Saturday, June 25, 2005 at 2:06 AM.
Την Τρίτη, αφού ξεμπέρδεψα με το τελευταίο (ειδικό) μάθημα, ξεράθηκα στο ύπνο γιατί το βράδυ έπρεπε να συναντήσω τη WD, τη μητριά μου, τον πατέρα μου και πολλούς άλλους «συγγενείς» στη Γιορτή της Μουσικής. Είχα πει πως θα επέστρεφα νωρίς διότι την επομένη το πρωί είχα interview σε μία εταιρία, μπας και βρω κάτι να ασχολούμαι γιατί έχω σαπίσει από την απραξία. Τελικά, μέχρι να βγουν οι Way Out West πήγε 3:00 και μέχρι να ξεραθώ 4:00.
Το ξυπνητήρι χτυπούσε από τις 8:30 και για μισή ώρα το αγνοούσα δίνοντας σφαλιάρες στο snooze. Στις 9 και κάτι θυμάμαι ότι έχω interview σε 40 λεπτά και σηκώνομαι βιαστικά. Οι μισές μου αισθήσεις υπολειτουργούσαν και οι υπόλοιπες δε λειτουργούσαν καθόλου. Μετά βίας ετοιμάστηκα και βγήκα στους δρόμους στις 9:30. Μετά από δέκα λεπτά βρέθηκα να περιμένω λεωφορείο που δεν έλεγε να εμφανιστεί κι έτσι σταμάτησα διστακτικά ένα ταξί. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να καθυστερήσω ούτε λεπτό γιατί φανταζόμουν ότι αυτό θα επηρέαζε αρνητικά την εικόνα του υποψηφίου εργαζομένου.
Η ταξιτζού ήταν σκυλί, αρκετά νέα και φυσικά το μαλλί, το νύχι και το μακιγιάζ, αν και πρωί βρίσκονταν στον υπερθετικό βαθμό. Άκουγε «Σφαίρα» και είχε το air condition στο full. Κοιτούσα συνεχώς το ταξίμετρο ενώ το ετοιμοπόλεμο χέρι μου βρισκόταν στην πόρτα για να την ανοίξει σε περίπτωση που το ποσό θα ξεπερνούσε τα δύο (2) ευρώ που μου είχαν απομείνει απο την προηγουμένη! Η γκόμενα το πήγαινε σαν γκόμενα το ταξί και σαν να μην έφτανε αυτό, πήρε και διπλοκούρσα! Τελικά κατέβηκα στις 9:43.
Μπαίνοντας στο κτήριο που στεγάζεται η εταιρία το σαγόνι μου κρέμασε 2 ίντσες. Γιατί είχα φανταστεί πως θα ήταν μισός όροφος σε κάποια πολυκατοικία του ΄70 ενώ στην πραγματικότητα προχωρούσα σε ένα τεράστιο lobby στρωμένο με μάρμαρο και κόκκινα χαλιά. Καθώς κατευθυνόμουν προς τα ασανσέρ είδα μια γυάλινη πόρτα και μέσα τη reception με το logo της εταιρίας στον τοίχο. Μπήκα και χωρίς να ρωτήσω την υπάλληλο άρχισα να ανεβαίνω βιαστικά τις σκάλες αφού γνώριζα ότι η συνέντευξη θα γινόταν στον 5ο.. «Τι θα θέλατε;», με ρώτησε η κοπέλα ενώ βρισκόμουν μεταξύ του 5ου και του 6ου σκαλοπατιού. «Για ένα interview…» της απάντησα με αμηχανία γυρνώντας το κεφάλι μου. «Πρέπει να βγείτε και να πάτε στα ασανσέρ, απέναντι» μου είπε κι άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες σχεδόν ντροπιασμένος.
Πριν ανοίξουν οι πόρτες του ασανσέρ στον 5ο όροφο κοίταξα για τελευταία φορά με ικανοποίηση το ρολόι μου που έδειχνε 9:45. Όταν άνοιξαν, είδα ξανά μια reception με το ίδιο φωτεινό logo στον τοίχο. Προχώρησα μπροστά χωρίς να κοιτάξω τριγύρω και ακουμπώντας το χέρι μου στη reception είπα χαμηλόφωνα (λόγω ντροπής) ότι έχω ένα interview στις 9:45. «Το όνομά σας;», με ρώτησε. Της είπα και το σημείωσε.. «Καθίστε παρακαλώ.» και μου έδειξε προς τα αριστερά. Τότε γύρισα το κεφάλι μου και είδα ξαφνικά ένα σαλόνι με 10 άτομα να περιμένουν για την ίδια συνεντευξη.. Προχώρησα φοβισμένος με τα μάτια μου να μετράνε πλακάκια και νιώθοντας τα μάτια των υπολοίπων να με σκανάρουν από τα μαλλιά μέχρι τα παπούτσια. Κάθησα ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια κοπέλα χωρίς να τολμήσω να τους κοιτάξω. Κανείς δε μιλούσε. Μερικοί έδειχναν αμήχανοι όσο κι εγώ. Ασυναίσθητα έβγαλα το κινητό από την τσέπη μου κι άρχισα να γράφω μηνύματα προκειμένου να ξεχαστώ. Το ξανάβαλα στην τσέπη, το ξανάβγαλα. Με δυσκολία πέρασαν 15 λεπτά ενώ τα υποψήφια θύματα συνέχιζαν να καταφθάνουν αμίλητα. Κανείς δε χαμογελούσε, κανείς δε έλεγε καλημέρα. Το κεφάλι μου ήταν συνεχώς σκυμμένο και μετρούσε τα παπούτσια των συνυποψήφιων. Η κοπέλα από τη reception σηκώθηκε και κάλεσε όσους ήρθαν για το interview να την ακολουθήσουν. Σηκώθηκα τελευταίος. Δεξιά στους διαδρόμους υπήρχε τζάμι από το οποίο μπορούσες να δεις άλλα κοπάδια σαν εμάς να κάνουν ομαδικά interviews.
Μπήκα τελευταίος σε μία αίθουσα με τρεις σειρές από θρανία, το ένα κολλητά στο άλλο. Ποτέ δε θα σβήσουν οι τραγικές μνήμες του σχολείου, σκέφτηκα. Από τις δύο τελευταίες σειρές μόνο μια θέση ήταν ελεύθερη κι αυτή βρισκόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας. Πήρα βαθιά ανάσα και πέρασα μπροστά από όλους τους υποψηφίους σκυφτός. Κάθισα και άρχισα να παίζω αμήχανα με τα δάχτυλά μου. Μέσα στη νεκρική ησυχία σκεφτόμουν τρόπους με τους οποίους θα μπορούσα να ξεπεράσω την ντροπή μου. Εκείνη τη στιγμή ακούω θόρυβο απ’έξω και ξαφνικά βλέπω δύο φίλες, ντυμένες, βαμμένες και με 12 πόντους τακούνι, έκαστη, έτοιμες για Διογένη, να κάθονται στη μπροστινή σειρά. Ο ήχος από τα ασυγχρόνιστα τακούνια τους που χτυπούσαν στο προκάτ ξύλινο πάτωμα της εταιρίας με έκανε να σκεφτώ πως υπάρχουν πολύ χειρότερα και να σηκώσω ελαφρώς το κεφάλι μου. Οι κοπέλες που ξεχείλιζαν από αυτοπεποίθηση, κάθισαν σταυροπόδι κάνοντας αέρα με φυλλάδια από ένα σουβλατζίδικο! Το θέαμα ήταν κάπως σουρεαλ και όταν η μία άνοιξε το φυλλάδιο και έδειξε στην άλλη με το δάχτυλό της μία μερίδα κεμπάπ, με δυσκολία συγκράτησα τα γέλια μου.
Στις 10:20 μπήκε στην αίθουσα μία γυναίκα, κάτω των 30, αρκετά όμορφη και χαμογελαστή. Συστήθηκε και ζήτησε συγνώμη για την καθυστέρηση. Μας εξήγησε τη διαδικασία της «συνέντευξης» και μας πληροφόρησε πως θα διαρκούσε σχεδόν τρεις ώρες. Ακούγοντας το τελευταίο έβαλα τις φωνές, από μέσα μου και όταν ρώτησε ποιος δε γνώριζε ότι η διαδικασία θα διαρκούσε τόσο, χιλιάδες χέρια σηκώθηκαν, στο μυαλό μου.
Η διαδικασία περιελάμβανε αναλυτική παρουσίαση της εταιρίας από την υπάλληλο-ρομπότ η οποία μηχανικά και με ταχύτητα περιέγραφε το προφίλ της εταιρίας και τις κενές θέσεις εργασίας. Στη συνέχεια, μας μοίρασαν κάποια ερωτηματολόγια τα οποία περιείχαν από πεδία συμπλήρωσης βιογραφικών στοιχείων μέχρι τεστ ευφυΐας και μαθηματικών! Είχαμε στη διάθεσή μας 25 λεπτά να τα συμπληρώσουμε και στη συνέχεια πηγαίναμε στην αίθουσα με τους υπολογιστές για να μας αξιολογήσουν και στην πράξη. Φυσικά, ως απατεώνας, έβγαλα το κινητό για να κάνω τις μαθηματικές πράξεις και με μηνύματα ζήτησα βοήθεια για μία λέξη την οποία αδυνατούσα να θυμηθώ, στο τεστ των Αγγλικών. Στους υπολογιστές τα πήγα περίφημα μέχρι τη στιγμή που ήρθε από πάνω μου η υπεύθυνος του interview με το στυλό της έτοιμο να με αξιολογήσει. Πάντα συμβαίνει αυτό. Την κρίσιμη στιγμή λέω μαλακίες και πατάω λάθος κουμπιά!.
Σειρά είχε η προσωπική συνέντευξη η οποία γινόταν με την ίδια υπεύθυνο. Έτσι 15 περίπου άτομα περιμέναμε όρθιοι τη σειρά μας. Η δική μου ήρθε σε περίπου μισή ώρα. Μέχρι τότε αναγκάστηκα να ακούω τα κακαρίσματα των πανέξυπνων δεσποινίδων οι οποίες είχαν τακιμιάσει και αντάλλασσαν εμπειρίες από τις σύντομες καριέρες τους, ως πωλήτριες. Στη συνέχεια, συνέκριναν τις λύσεις των τεστ που μόλις είχαμε γράψει. Ακούγοντάς τες, πάθαινα απανωτά σοκ από τη βλακεία τους και προσπαθούσα να μη δίνω σημασία.
Τα όσα ειπώθηκαν στο interview είναι νομίζω ανάξια καταγραφής. Εκτός από το γεγονός ότι της μίλησα για το blogging, ως hobby μου. Μου ζήτησε τη διεύθυνση και αρνήθηκα ευγενικά γιατί αν διάβαζε για την Ξαδέλφη και τις περιπέτειές της, θα εξανεμίζονταν και οι ελάχιστες πιθανότητες για πρόσληψη. Με ευχαρίστησε χαμογελώντας και μου είπε να περιμένω τηλεφώνημα.
-Ακόμα περιμένω-
Βγαίνοντας θαύμασα τη μεγαθυμία μου αφού ευχήθηκα στους εναπομείναντες καλή τύχη. Κατέβηκα ανακουφισμένος και μόλις άνοιξα το κινητό μου διάβασα το μήνυμα της WD: «Τι διάολο στο ΜΙΤ θα σας πάρουν και σας κάνουν τόσα τεστ;» Χαμογέλασα, φόρεσα τα ακουστικά μου και ανηφόρισα προς το σπίτι. Che sera sera.
Το ξυπνητήρι χτυπούσε από τις 8:30 και για μισή ώρα το αγνοούσα δίνοντας σφαλιάρες στο snooze. Στις 9 και κάτι θυμάμαι ότι έχω interview σε 40 λεπτά και σηκώνομαι βιαστικά. Οι μισές μου αισθήσεις υπολειτουργούσαν και οι υπόλοιπες δε λειτουργούσαν καθόλου. Μετά βίας ετοιμάστηκα και βγήκα στους δρόμους στις 9:30. Μετά από δέκα λεπτά βρέθηκα να περιμένω λεωφορείο που δεν έλεγε να εμφανιστεί κι έτσι σταμάτησα διστακτικά ένα ταξί. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να καθυστερήσω ούτε λεπτό γιατί φανταζόμουν ότι αυτό θα επηρέαζε αρνητικά την εικόνα του υποψηφίου εργαζομένου.
Η ταξιτζού ήταν σκυλί, αρκετά νέα και φυσικά το μαλλί, το νύχι και το μακιγιάζ, αν και πρωί βρίσκονταν στον υπερθετικό βαθμό. Άκουγε «Σφαίρα» και είχε το air condition στο full. Κοιτούσα συνεχώς το ταξίμετρο ενώ το ετοιμοπόλεμο χέρι μου βρισκόταν στην πόρτα για να την ανοίξει σε περίπτωση που το ποσό θα ξεπερνούσε τα δύο (2) ευρώ που μου είχαν απομείνει απο την προηγουμένη! Η γκόμενα το πήγαινε σαν γκόμενα το ταξί και σαν να μην έφτανε αυτό, πήρε και διπλοκούρσα! Τελικά κατέβηκα στις 9:43.
Μπαίνοντας στο κτήριο που στεγάζεται η εταιρία το σαγόνι μου κρέμασε 2 ίντσες. Γιατί είχα φανταστεί πως θα ήταν μισός όροφος σε κάποια πολυκατοικία του ΄70 ενώ στην πραγματικότητα προχωρούσα σε ένα τεράστιο lobby στρωμένο με μάρμαρο και κόκκινα χαλιά. Καθώς κατευθυνόμουν προς τα ασανσέρ είδα μια γυάλινη πόρτα και μέσα τη reception με το logo της εταιρίας στον τοίχο. Μπήκα και χωρίς να ρωτήσω την υπάλληλο άρχισα να ανεβαίνω βιαστικά τις σκάλες αφού γνώριζα ότι η συνέντευξη θα γινόταν στον 5ο.. «Τι θα θέλατε;», με ρώτησε η κοπέλα ενώ βρισκόμουν μεταξύ του 5ου και του 6ου σκαλοπατιού. «Για ένα interview…» της απάντησα με αμηχανία γυρνώντας το κεφάλι μου. «Πρέπει να βγείτε και να πάτε στα ασανσέρ, απέναντι» μου είπε κι άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες σχεδόν ντροπιασμένος.
Πριν ανοίξουν οι πόρτες του ασανσέρ στον 5ο όροφο κοίταξα για τελευταία φορά με ικανοποίηση το ρολόι μου που έδειχνε 9:45. Όταν άνοιξαν, είδα ξανά μια reception με το ίδιο φωτεινό logo στον τοίχο. Προχώρησα μπροστά χωρίς να κοιτάξω τριγύρω και ακουμπώντας το χέρι μου στη reception είπα χαμηλόφωνα (λόγω ντροπής) ότι έχω ένα interview στις 9:45. «Το όνομά σας;», με ρώτησε. Της είπα και το σημείωσε.. «Καθίστε παρακαλώ.» και μου έδειξε προς τα αριστερά. Τότε γύρισα το κεφάλι μου και είδα ξαφνικά ένα σαλόνι με 10 άτομα να περιμένουν για την ίδια συνεντευξη.. Προχώρησα φοβισμένος με τα μάτια μου να μετράνε πλακάκια και νιώθοντας τα μάτια των υπολοίπων να με σκανάρουν από τα μαλλιά μέχρι τα παπούτσια. Κάθησα ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια κοπέλα χωρίς να τολμήσω να τους κοιτάξω. Κανείς δε μιλούσε. Μερικοί έδειχναν αμήχανοι όσο κι εγώ. Ασυναίσθητα έβγαλα το κινητό από την τσέπη μου κι άρχισα να γράφω μηνύματα προκειμένου να ξεχαστώ. Το ξανάβαλα στην τσέπη, το ξανάβγαλα. Με δυσκολία πέρασαν 15 λεπτά ενώ τα υποψήφια θύματα συνέχιζαν να καταφθάνουν αμίλητα. Κανείς δε χαμογελούσε, κανείς δε έλεγε καλημέρα. Το κεφάλι μου ήταν συνεχώς σκυμμένο και μετρούσε τα παπούτσια των συνυποψήφιων. Η κοπέλα από τη reception σηκώθηκε και κάλεσε όσους ήρθαν για το interview να την ακολουθήσουν. Σηκώθηκα τελευταίος. Δεξιά στους διαδρόμους υπήρχε τζάμι από το οποίο μπορούσες να δεις άλλα κοπάδια σαν εμάς να κάνουν ομαδικά interviews.
Μπήκα τελευταίος σε μία αίθουσα με τρεις σειρές από θρανία, το ένα κολλητά στο άλλο. Ποτέ δε θα σβήσουν οι τραγικές μνήμες του σχολείου, σκέφτηκα. Από τις δύο τελευταίες σειρές μόνο μια θέση ήταν ελεύθερη κι αυτή βρισκόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας. Πήρα βαθιά ανάσα και πέρασα μπροστά από όλους τους υποψηφίους σκυφτός. Κάθισα και άρχισα να παίζω αμήχανα με τα δάχτυλά μου. Μέσα στη νεκρική ησυχία σκεφτόμουν τρόπους με τους οποίους θα μπορούσα να ξεπεράσω την ντροπή μου. Εκείνη τη στιγμή ακούω θόρυβο απ’έξω και ξαφνικά βλέπω δύο φίλες, ντυμένες, βαμμένες και με 12 πόντους τακούνι, έκαστη, έτοιμες για Διογένη, να κάθονται στη μπροστινή σειρά. Ο ήχος από τα ασυγχρόνιστα τακούνια τους που χτυπούσαν στο προκάτ ξύλινο πάτωμα της εταιρίας με έκανε να σκεφτώ πως υπάρχουν πολύ χειρότερα και να σηκώσω ελαφρώς το κεφάλι μου. Οι κοπέλες που ξεχείλιζαν από αυτοπεποίθηση, κάθισαν σταυροπόδι κάνοντας αέρα με φυλλάδια από ένα σουβλατζίδικο! Το θέαμα ήταν κάπως σουρεαλ και όταν η μία άνοιξε το φυλλάδιο και έδειξε στην άλλη με το δάχτυλό της μία μερίδα κεμπάπ, με δυσκολία συγκράτησα τα γέλια μου.
Στις 10:20 μπήκε στην αίθουσα μία γυναίκα, κάτω των 30, αρκετά όμορφη και χαμογελαστή. Συστήθηκε και ζήτησε συγνώμη για την καθυστέρηση. Μας εξήγησε τη διαδικασία της «συνέντευξης» και μας πληροφόρησε πως θα διαρκούσε σχεδόν τρεις ώρες. Ακούγοντας το τελευταίο έβαλα τις φωνές, από μέσα μου και όταν ρώτησε ποιος δε γνώριζε ότι η διαδικασία θα διαρκούσε τόσο, χιλιάδες χέρια σηκώθηκαν, στο μυαλό μου.
Η διαδικασία περιελάμβανε αναλυτική παρουσίαση της εταιρίας από την υπάλληλο-ρομπότ η οποία μηχανικά και με ταχύτητα περιέγραφε το προφίλ της εταιρίας και τις κενές θέσεις εργασίας. Στη συνέχεια, μας μοίρασαν κάποια ερωτηματολόγια τα οποία περιείχαν από πεδία συμπλήρωσης βιογραφικών στοιχείων μέχρι τεστ ευφυΐας και μαθηματικών! Είχαμε στη διάθεσή μας 25 λεπτά να τα συμπληρώσουμε και στη συνέχεια πηγαίναμε στην αίθουσα με τους υπολογιστές για να μας αξιολογήσουν και στην πράξη. Φυσικά, ως απατεώνας, έβγαλα το κινητό για να κάνω τις μαθηματικές πράξεις και με μηνύματα ζήτησα βοήθεια για μία λέξη την οποία αδυνατούσα να θυμηθώ, στο τεστ των Αγγλικών. Στους υπολογιστές τα πήγα περίφημα μέχρι τη στιγμή που ήρθε από πάνω μου η υπεύθυνος του interview με το στυλό της έτοιμο να με αξιολογήσει. Πάντα συμβαίνει αυτό. Την κρίσιμη στιγμή λέω μαλακίες και πατάω λάθος κουμπιά!.
Σειρά είχε η προσωπική συνέντευξη η οποία γινόταν με την ίδια υπεύθυνο. Έτσι 15 περίπου άτομα περιμέναμε όρθιοι τη σειρά μας. Η δική μου ήρθε σε περίπου μισή ώρα. Μέχρι τότε αναγκάστηκα να ακούω τα κακαρίσματα των πανέξυπνων δεσποινίδων οι οποίες είχαν τακιμιάσει και αντάλλασσαν εμπειρίες από τις σύντομες καριέρες τους, ως πωλήτριες. Στη συνέχεια, συνέκριναν τις λύσεις των τεστ που μόλις είχαμε γράψει. Ακούγοντάς τες, πάθαινα απανωτά σοκ από τη βλακεία τους και προσπαθούσα να μη δίνω σημασία.
Τα όσα ειπώθηκαν στο interview είναι νομίζω ανάξια καταγραφής. Εκτός από το γεγονός ότι της μίλησα για το blogging, ως hobby μου. Μου ζήτησε τη διεύθυνση και αρνήθηκα ευγενικά γιατί αν διάβαζε για την Ξαδέλφη και τις περιπέτειές της, θα εξανεμίζονταν και οι ελάχιστες πιθανότητες για πρόσληψη. Με ευχαρίστησε χαμογελώντας και μου είπε να περιμένω τηλεφώνημα.
-Ακόμα περιμένω-
Βγαίνοντας θαύμασα τη μεγαθυμία μου αφού ευχήθηκα στους εναπομείναντες καλή τύχη. Κατέβηκα ανακουφισμένος και μόλις άνοιξα το κινητό μου διάβασα το μήνυμα της WD: «Τι διάολο στο ΜΙΤ θα σας πάρουν και σας κάνουν τόσα τεστ;» Χαμογέλασα, φόρεσα τα ακουστικά μου και ανηφόρισα προς το σπίτι. Che sera sera.
Doing Nothing: Τρόποι για να σκοτώνετε μύγες με στυλ.
0 Comments Published by the ibt on Friday, June 17, 2005 at 10:49 AM.
Παραμελημένο iblog.
Δεν ξέρω πόσες μέρες έχω να γράψω. Δεν έχω διάθεση για τίποτα τελευταία. Ασχολούμαι μόνο με αυτά που δεν απαιτούν καμία απολύτως προσπάθεια σκέψης. (Internet, φτιάχνω avatars για το MSN και το video του Λονδίνου που όλο ανέβαλλα μέχρι τώρα.)
Τελείωσαν οι εξετάσεις! Ναι, ακούγεται μαγικό και επιτέλους είναι αληθινό. Έχασα όμως το πρόγραμμά μου και έχω αρχίσει να τρελαίνομαι. Πρέπει οπωσδήποτε να βρω κάτι να κάνω αυτό το καλοκαίρι. Από πέρσι διαπίστωσα πως με τρελαίνει το να μην ξέρω τι μέρα είναι και τι θα κάνω αύριο..
Το Σάββατο, αμέσως μετά το οριστικό τέλος των εξετάσεων βγήκαμε με τη Χ βόλτα στα μαγαζιά για να βρούμε τι θα φορέσω στο γάμο, τον Αύγουστο. Γυρνούσαμε 6 ώρες στο κέντρο και τελικά επιστρέψαμε με άδεια χέρια. Όχι ότι περιμέναμε να ψωνίσουμε και τίποτα. Ήταν απλώς «η βόλτα» του θριάμβου. Το βράδυ έπεσα ξερός από την κούραση ακυρώνοντας έτσι τα μεγαλειώδη σχέδια για εορτασμούς και πανηγύρεις.
Την επομένη, οι Αραζμήες (συνθηματικό όνομα για τις δύο ξαδέλφες των παιδιών) έριξαν την ιδέα να πάμε για καφέ στο Λυκαβηττό. Εγώ συμφώνησα αμέσως αφού οι λόφοι της Αθήνας είναι σημεία που μου δημιουργούν παράξενα συναισθήματα και γουστάρω πολύ να τα επισκέπτομαι, ιδιαίτερα μόνος μου. (Η Χ βέβαια με κοροϊδεύει γι’ αυτό.) Και πράγματι, αυτή τη φορά δεν το απήλαυσα τόσο. Αν και γελάσαμε βγάζοντας τελείως «τουριστικές» φωτογραφίες.
Δευτέρα πρωί χτύπησα το κουδούνι της Ζ. Η Ζ είναι η πρώτη μου ξαδέλφη με την οποία κολλήσαμε πολύ τα τελευταία χρόνια. Εργένισσα, στην αναζήτηση του Mr. perfect (πρωτότυπο), άλλαξε πρόσφατα σπίτι και με κάλεσε να εκδράμουμε στο IKEA για να βρούμε προς το παρόν το Mr. perfect τραπεζάκι σαλονιού. Μου άνοιξε με τις πυτζάμες. Ξεκινήσαμε μετά από μιάμιση ώρα. Η Ζ είχε μεγάλα σχέδια για αγορές. Εγώ πάλι είχα μικρά αποθέματα ενέργειας επειδή είχα κοιμηθεί μόλις τρεις ώρες με αποτέλεσμα να δοκιμάζω σχολαστικά όλα τα σουηδικά κρεβάτια και τις πολυθρόνες. Τελικά φύγαμε με την απογοήτευση και τα ψιλοπράγματα που αναγκαστικά παίρνεις πάντα μαζί σου από το IKEA.
Το απόγευμα αποφάσισα να απαλλαγώ από όλα τα σχολικά κατάλοιπα. Πέταξα τουλάχιστον 10 κιλά σημειώσεων και φωτοτυπιών κι ακόμη δεν τελείωσα. Το συναίσθημα του να πετάς, ιδιαιτέρως πράγματα που αντιπαθείς, είναι ηδονικό. Ξεφύλλισα όλα τα τετράδια και τα βιβλία κι έσκισα τις σελίδες που ήθελα να σώσω. Το τι αριστουργήματα της δημιουργήθηκαν τις διδακτικές ώρες πλήξης δε λέγεται! Αποφάσισα να φτιάξω άλμπουμ με όλα τα έργα βαρεμάρας. Τη λέξη «βαριέμαι» συνάντησα τουλάχιστον 300 φορές, γραμμένη με διαφορετικούς τρόπους!
Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ τι έγινε χτες. Γι’ αυτό δε μου αρέσει η απραξία. Οι μέρες περνούν χωρίς να το καταλάβω και έχω την αίσθηση ότι σπαταλώ άδικα τη ζωή μου. Αγχώνομαι.
Α ναι, χθες έγινα εθελοντής και με τη βούλα. Αμέ, υπέγραψα στα γραφεία του ΟΝΑ για άλλο ένα καλοκαίρι. Καιρό είχα να πάω σε interview και είχα ξεχάσει να προετοιμάσω καμία κλισέ απάντηση. Τουλάχιστον φάνηκα πιο αληθινός, ίσως βέβαια και πιο μαλάκας. Η διαδικασία ήταν σύντομη και αμέσως βρέθηκα στο μετρό της Ομόνοιας να ψάχνω τη Χ η οποία δε φημίζεται για τις γεωγραφικές της γνώσεις και ο προσανατολισμός της δε θεωρείται advantage. Με πήρε τηλέφωνο για να τις δίνω οδηγίες για το πως θα βγει στην επιφάνεια. Στο τέλος βρέθηκε να στέκεται ακριβώς μπροστά μου και να συνεχίζει να μου μιλάει από το κινητό.
Δευτερόλεπτα αργότερα συναντήσαμε και την Ξαδέλφη η οποία έδειχνε σοκαρισμένη (ήταν αυτόπτης μάρτυρας λιντσαρίσματος) και φρεσκοξυρισμένη (μόλις είχε τελειώσει συνεδρία laser μουστάκι – γάμπα – μπικίνι.) Ξέρατε ότι υπάρχει «Ιστορία της Μαγειρικής Τέχνης»; Εγώ το έμαθα όταν καθίσαμε για καφέ και η Ξαδέλφη άνοιξε το συγκεκριμένο βιβλίο για να επαληθεύσει τις απαντήσεις της στο test που είχε γράψει. Μετά ένιωσε ξαφνική αδιαθεσία και πήρε τον πούλο.
Μαλακίες γράφω. Τελευταία δεν έχω καμία έμπνευση. Άσε που το κεφάλι μου βουίζει από τις πολλές ώρες μπροστά στο pc και θολώνει από τις ακόμη περισσότερες ώρες αϋπνίας. Γαμημένη ζέστη. Γαμημένο καλοκαίρι.
Δεν ξέρω πόσες μέρες έχω να γράψω. Δεν έχω διάθεση για τίποτα τελευταία. Ασχολούμαι μόνο με αυτά που δεν απαιτούν καμία απολύτως προσπάθεια σκέψης. (Internet, φτιάχνω avatars για το MSN και το video του Λονδίνου που όλο ανέβαλλα μέχρι τώρα.)
Τελείωσαν οι εξετάσεις! Ναι, ακούγεται μαγικό και επιτέλους είναι αληθινό. Έχασα όμως το πρόγραμμά μου και έχω αρχίσει να τρελαίνομαι. Πρέπει οπωσδήποτε να βρω κάτι να κάνω αυτό το καλοκαίρι. Από πέρσι διαπίστωσα πως με τρελαίνει το να μην ξέρω τι μέρα είναι και τι θα κάνω αύριο..
Το Σάββατο, αμέσως μετά το οριστικό τέλος των εξετάσεων βγήκαμε με τη Χ βόλτα στα μαγαζιά για να βρούμε τι θα φορέσω στο γάμο, τον Αύγουστο. Γυρνούσαμε 6 ώρες στο κέντρο και τελικά επιστρέψαμε με άδεια χέρια. Όχι ότι περιμέναμε να ψωνίσουμε και τίποτα. Ήταν απλώς «η βόλτα» του θριάμβου. Το βράδυ έπεσα ξερός από την κούραση ακυρώνοντας έτσι τα μεγαλειώδη σχέδια για εορτασμούς και πανηγύρεις.
Την επομένη, οι Αραζμήες (συνθηματικό όνομα για τις δύο ξαδέλφες των παιδιών) έριξαν την ιδέα να πάμε για καφέ στο Λυκαβηττό. Εγώ συμφώνησα αμέσως αφού οι λόφοι της Αθήνας είναι σημεία που μου δημιουργούν παράξενα συναισθήματα και γουστάρω πολύ να τα επισκέπτομαι, ιδιαίτερα μόνος μου. (Η Χ βέβαια με κοροϊδεύει γι’ αυτό.) Και πράγματι, αυτή τη φορά δεν το απήλαυσα τόσο. Αν και γελάσαμε βγάζοντας τελείως «τουριστικές» φωτογραφίες.
Δευτέρα πρωί χτύπησα το κουδούνι της Ζ. Η Ζ είναι η πρώτη μου ξαδέλφη με την οποία κολλήσαμε πολύ τα τελευταία χρόνια. Εργένισσα, στην αναζήτηση του Mr. perfect (πρωτότυπο), άλλαξε πρόσφατα σπίτι και με κάλεσε να εκδράμουμε στο IKEA για να βρούμε προς το παρόν το Mr. perfect τραπεζάκι σαλονιού. Μου άνοιξε με τις πυτζάμες. Ξεκινήσαμε μετά από μιάμιση ώρα. Η Ζ είχε μεγάλα σχέδια για αγορές. Εγώ πάλι είχα μικρά αποθέματα ενέργειας επειδή είχα κοιμηθεί μόλις τρεις ώρες με αποτέλεσμα να δοκιμάζω σχολαστικά όλα τα σουηδικά κρεβάτια και τις πολυθρόνες. Τελικά φύγαμε με την απογοήτευση και τα ψιλοπράγματα που αναγκαστικά παίρνεις πάντα μαζί σου από το IKEA.
Το απόγευμα αποφάσισα να απαλλαγώ από όλα τα σχολικά κατάλοιπα. Πέταξα τουλάχιστον 10 κιλά σημειώσεων και φωτοτυπιών κι ακόμη δεν τελείωσα. Το συναίσθημα του να πετάς, ιδιαιτέρως πράγματα που αντιπαθείς, είναι ηδονικό. Ξεφύλλισα όλα τα τετράδια και τα βιβλία κι έσκισα τις σελίδες που ήθελα να σώσω. Το τι αριστουργήματα της δημιουργήθηκαν τις διδακτικές ώρες πλήξης δε λέγεται! Αποφάσισα να φτιάξω άλμπουμ με όλα τα έργα βαρεμάρας. Τη λέξη «βαριέμαι» συνάντησα τουλάχιστον 300 φορές, γραμμένη με διαφορετικούς τρόπους!
Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ τι έγινε χτες. Γι’ αυτό δε μου αρέσει η απραξία. Οι μέρες περνούν χωρίς να το καταλάβω και έχω την αίσθηση ότι σπαταλώ άδικα τη ζωή μου. Αγχώνομαι.
Α ναι, χθες έγινα εθελοντής και με τη βούλα. Αμέ, υπέγραψα στα γραφεία του ΟΝΑ για άλλο ένα καλοκαίρι. Καιρό είχα να πάω σε interview και είχα ξεχάσει να προετοιμάσω καμία κλισέ απάντηση. Τουλάχιστον φάνηκα πιο αληθινός, ίσως βέβαια και πιο μαλάκας. Η διαδικασία ήταν σύντομη και αμέσως βρέθηκα στο μετρό της Ομόνοιας να ψάχνω τη Χ η οποία δε φημίζεται για τις γεωγραφικές της γνώσεις και ο προσανατολισμός της δε θεωρείται advantage. Με πήρε τηλέφωνο για να τις δίνω οδηγίες για το πως θα βγει στην επιφάνεια. Στο τέλος βρέθηκε να στέκεται ακριβώς μπροστά μου και να συνεχίζει να μου μιλάει από το κινητό.
Δευτερόλεπτα αργότερα συναντήσαμε και την Ξαδέλφη η οποία έδειχνε σοκαρισμένη (ήταν αυτόπτης μάρτυρας λιντσαρίσματος) και φρεσκοξυρισμένη (μόλις είχε τελειώσει συνεδρία laser μουστάκι – γάμπα – μπικίνι.) Ξέρατε ότι υπάρχει «Ιστορία της Μαγειρικής Τέχνης»; Εγώ το έμαθα όταν καθίσαμε για καφέ και η Ξαδέλφη άνοιξε το συγκεκριμένο βιβλίο για να επαληθεύσει τις απαντήσεις της στο test που είχε γράψει. Μετά ένιωσε ξαφνική αδιαθεσία και πήρε τον πούλο.
Μαλακίες γράφω. Τελευταία δεν έχω καμία έμπνευση. Άσε που το κεφάλι μου βουίζει από τις πολλές ώρες μπροστά στο pc και θολώνει από τις ακόμη περισσότερες ώρες αϋπνίας. Γαμημένη ζέστη. Γαμημένο καλοκαίρι.
Λατινικά. Για μένα προτελευταίο μάθημα (για πολλούς τελευταίο) αλλά έχω αρχίσει τους πανηγυρισμούς και τα σουβλίσματα από χθες.
Οι εκδηλώσεις για την απελευθέρωση ξεκίνησαν νωρίς το πρωί κι ενώ ακόμα δεν είχα ανοίξει μάτι. Όταν τυχαία ακούστηκε το σημαδιακό “Holiday” από το ραδιόφωνο, πέταξα παπλώματα και μαξιλάρια και άρχισα να χορεύω με τα σώβρακα πάνω σε σωρούς σημειώσεων.
Οι επιτηρητές σήμερα:
Αυτός: Ο άντρας ο σωστός, ο πρόστυχος, με το μισό Λαλαούνη, (pure gold) να εκτίθεται σε λαιμούς και χέρια με το απαραίτητο ντεκόρ γορουνότριχας ξεχυλίζουσας από το υποκάμισο. Βέρα στο αριστερό την οποία φρόντιζε να καλύπτει με ένα δαχτυλίδι – οικόσημο για να κωλοτρίβεται στις αηδιασμένες μαθήτριες. Μαύρο στενό παντελόνι με ρίγα και μαύρο πουκάμισο με το προβλέψιμο άνοιγμα των τριών πρώτων κουμπιών. Γυαλιά στο κεφάλι και attitude γαμιά. Υποφέρει από τη νόσο των Υπερκινητικών Όρχεων και κάθε δέκα λεπτά πραγματοποιεί την χαρακτηριστική κίνηση επανατοποθέτησης και προσδιορισμού των σχετικών οργάνων.
Αυτή: Βουλγάρα σαραντάρα, στοιχειωμένη στα 80’s, με μαλλί κοντοκουρεμένο και φράντζα «γαρούφαλο» μπροστά. Δύο μάτια μαυρισμένα και θαμμένα μέσα στο πρόσωπό της. Δικηγορικό ταγιέρ και mule το οποίο συμπλήρωνε η φτέρνα – σόλα από καουτσούκ.
Για να τα παρατηρώ όλα αυτά σημαίνει ότι δεν έγραφα τίποτα. Οπότε μην μπείτε στον κόπο να με ρωτήσετε πώς τα πήγα.
Οι περισσότεροι τελειώσαμε από τις 9:30, μία ώρα πριν τη δυνατή αποχώρηση δηλαδή και ήταν αδύνατο από τους επιτηρητές να μας συγκρατήσουν. Εγώ να θέλω να κοιμηθώ και να μην μπορώ από τη φασαρία! Παραλίγο να ανάψουν και τσιγάρα.
Βγαίνοντας έκανα πρόβα generale για την ηρωική έξοδο του Σαββάτου. Σκέφτηκα πως τότε πρέπει να είμαι εφοδιασμένος με χάρτινο υλικό το οποίο θα πετάω ψηλά ξοπίσω μου και θα κάνει περισσότερο εντυπωσιακή τη σκηνή της αποχώρησης. Στο δρόμο προς το σπίτι έτυχε να πέσει στο iPod το επίσης συμβολικό “Freedom” κάνοντάς με να χαμογελάω ηλίθια ενώ οι γύρω κουνούσαν τα κεφάλια τους. Να δείτε που το Σάββατο δε θα κολώσω να χορέψω!
Η μέρα πλησιάζει!
Οι εκδηλώσεις για την απελευθέρωση ξεκίνησαν νωρίς το πρωί κι ενώ ακόμα δεν είχα ανοίξει μάτι. Όταν τυχαία ακούστηκε το σημαδιακό “Holiday” από το ραδιόφωνο, πέταξα παπλώματα και μαξιλάρια και άρχισα να χορεύω με τα σώβρακα πάνω σε σωρούς σημειώσεων.
Οι επιτηρητές σήμερα:
Αυτός: Ο άντρας ο σωστός, ο πρόστυχος, με το μισό Λαλαούνη, (pure gold) να εκτίθεται σε λαιμούς και χέρια με το απαραίτητο ντεκόρ γορουνότριχας ξεχυλίζουσας από το υποκάμισο. Βέρα στο αριστερό την οποία φρόντιζε να καλύπτει με ένα δαχτυλίδι – οικόσημο για να κωλοτρίβεται στις αηδιασμένες μαθήτριες. Μαύρο στενό παντελόνι με ρίγα και μαύρο πουκάμισο με το προβλέψιμο άνοιγμα των τριών πρώτων κουμπιών. Γυαλιά στο κεφάλι και attitude γαμιά. Υποφέρει από τη νόσο των Υπερκινητικών Όρχεων και κάθε δέκα λεπτά πραγματοποιεί την χαρακτηριστική κίνηση επανατοποθέτησης και προσδιορισμού των σχετικών οργάνων.
Αυτή: Βουλγάρα σαραντάρα, στοιχειωμένη στα 80’s, με μαλλί κοντοκουρεμένο και φράντζα «γαρούφαλο» μπροστά. Δύο μάτια μαυρισμένα και θαμμένα μέσα στο πρόσωπό της. Δικηγορικό ταγιέρ και mule το οποίο συμπλήρωνε η φτέρνα – σόλα από καουτσούκ.
Για να τα παρατηρώ όλα αυτά σημαίνει ότι δεν έγραφα τίποτα. Οπότε μην μπείτε στον κόπο να με ρωτήσετε πώς τα πήγα.
Οι περισσότεροι τελειώσαμε από τις 9:30, μία ώρα πριν τη δυνατή αποχώρηση δηλαδή και ήταν αδύνατο από τους επιτηρητές να μας συγκρατήσουν. Εγώ να θέλω να κοιμηθώ και να μην μπορώ από τη φασαρία! Παραλίγο να ανάψουν και τσιγάρα.
Βγαίνοντας έκανα πρόβα generale για την ηρωική έξοδο του Σαββάτου. Σκέφτηκα πως τότε πρέπει να είμαι εφοδιασμένος με χάρτινο υλικό το οποίο θα πετάω ψηλά ξοπίσω μου και θα κάνει περισσότερο εντυπωσιακή τη σκηνή της αποχώρησης. Στο δρόμο προς το σπίτι έτυχε να πέσει στο iPod το επίσης συμβολικό “Freedom” κάνοντάς με να χαμογελάω ηλίθια ενώ οι γύρω κουνούσαν τα κεφάλια τους. Να δείτε που το Σάββατο δε θα κολώσω να χορέψω!
Η μέρα πλησιάζει!
Πού είχαμε μείνει; Με τις Πανελλήνιες που με έχουν σχεδόν διαμελίσει πλέον, έχω χάσει μέρες και χρονολογίες.
Λογοτεχνία – Φυσική – Ιστορία. Μεθαύριο Αρχαία και κάπου εκεί ανάμεσα η κρίση: Το Ξέσπασμα των Πανελληνίων που από ό,τι ακούω κάνει την εμφάνισή του στους περισσότερους υποψηφίους κατά τη 2η – 3η εβδομάδα εξετάσεων. (Ασχέτως επιδόσεων.)
Στη Φυσική δεν κατάφερα να γράψω καλά αλλά ούτε καν να αντιγράψω καλά. Κάθομαι στο πρώτο θρανίο ενώ η Γ, πιο δίπλα παλεύει σχεδόν ιδρωμένη με το Τέταρτο Θέμα. Μπροστά μου, μια κόλα που με τυφλώνει από τη λευκότητα του Ariel (αυτό θα πει ΛΕΥΚΟ) και ζητά απεγνωσμένα επαφή με το στυλό μου. Η Γ φαίνεται ακόμα πολύ απορροφημένη. Του πούστη, σκέφτομαι, όταν τελειώσει θα μου σφυρίξει τα «Σωστό – Λάθος» όπως στα Μαθηματικά.
ΛΑΘΟΣ. Διότι βλέπω τη Γ με μια έκφραση «τα σκάτωσα» να κλείνει το τετράδιο απαντήσεων και να ετοιμάζεται να το παραδώσει. Μου κόβονται τα πόδια. Αρχίζω να ψιθυρίζω απεγνωσμένα το όνομά της. Γ… Γ… Τίποτα! Σηκώθηκε από το θρανίο και πήγε στην έδρα. Άρχιζα να φωνάζω μέσα μου. ΠΟΥ ΠΑΑΑΑΑΣ; Ενώ τα μάτια μου κόντευαν να πέσουν στο θρανίο. Τι νοήματα έκανα, τι σήματα καπνού, η Γ δε γύρισε καν να με κοιτάξει. Παρά μόνο όταν πήρε την τσάντα της από το θρανίο-βεστιάριο μπροστά μου. Την κοίταξα σαν Χριστιανός λίγο πριν την αρένα με τα λιοντάρια ικετεύοντας την με το βλέμμα μου για τη σωτηρία. Με μια απαθή έκφραση που στιγμιαία μετέφρασα ως «Να μάθεις άλλη φορά να ανοίγεις κανά βιβλίο, μαλάκα» με αποχαιρέτισε. Κι εγώ, έτοιμος να ουρλιάξω από την απελπισία μου, άρχισα να παίζω ΠΡΟΠΟ τις απαντήσεις πολλαπλής επιλογής.
Βγαίνοντας της φώναξα. Και μαζί με αυτή, με άκουσε και όλο το σχολείο. Ακόμα κι αυτοί που δεν είχαν βγει ακόμα. Άρχισα ένα θεατρινίστικο κλαυσίγελο τραβώντας τα μαλλιά μου. «Γιατί ρε Γ; ΓΙΑΤΙ;»
Γύρισα σπίτι και προσπάθησα να το παίξω χαρούμενος, όπως κάνω συνήθως μετά από τις πανωλεθρίες, μουρμουρίζοντας ελάχιστες πληροφορίες για την επίδοσή μου.
Η «Ιστορική» Κρίση
Αφού σάπισα στον ύπνο έπεισα τον εαυτό μου να ανοίξει την –κυριολεκτικά- θαμμένη Ιστορία (Κατεύθυνσής) Μετά από ανασκαφές βρήκα το άθικτο βιβλίο μου και το ξεφύλλισα. Στη θέα τόσων σελίδων κόλωσα. Και η έκπληξη έφερε την απελπισία και η απελπισία το MP3 player στα αυτιά μου. Έβαλα την playlist «του θανατά» να παίζει. Κι εκεί ανάμεσα στον πανικό και την απελπισία παραδέχτηκα ότι ήταν μαλακία η απόφαση να ξαναδώσω Πανελλήνιες και ότι δεν είχε κανένα νόημα πλέον να διαβάζω. Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ να βρω μια αφορμή να πετάξω το βιβλίο. Φυσικά το μετάνιωσα την άλλη μέρα το πρωί βλέποντας τα θέματα. Εύκολα ήταν, θα μπορούσα να τα καταφέρω. Επιστροφή στο σπίτι. «Καλά…»
Soirée inoubliable.
Λόγω της Ιστορίας ξέχασα ότι ήταν Σάββατο. Η Χ με ενημερώνει τηλεφωνικά για τα βραδινά της σχέδια. «Εγώ και ο Ξάδελφος θα βγούμε για φαγητό. Η Ξαδέλφη κάνει δίαιτα και δε θέλει να έρθει. Α, σε αφήνω τώρα να λουστώ» μου λέει και το κλείνει βιαστικά. Σε λίγο ξαναχτυπάει το τηλέφωνό. (Η Ξαδέλφη:) «Πού είσαι εσύ; Τι θα κάνουμε απόψε; Τα παιδιά κάτι λένε για φαγητό αλλά εγώ κάνω διατροφή και δε θέλω να τη χαλάσω.» Δεν προλαβαίνω να της απαντήσω και μου χτυπάει η δεύτερη γραμμή: (Ο Ξάδελφος (αδελφός της), από το ίδιο σπίτι:) «Έλα ξάδελφε, που θα πάμε για φαγητό; Η Μουλάρα δε θα έρθει γιατί κάνει δίαιτα.»
Έγιναν τουλάχιστον 5 τέτοιες κλήσεις καρμπόν για να αποφασίσουμε τελικά μόνο τόπο και ώρα συνάντησης.
Φτάνω με 5’ καθυστέρηση και εκπλήσσομαι που τους βρίσκω όλους εκεί. Η Ξαδέλφη με αέρινο, ψυχεδελικό Galliani και πέδιλο και ο ξάδελφος με το αστραφτερό Prada ετοιμοπόλεμο. Εγώ και η Χ σα γύφτοι με τα αθλητικά.
-Πού θα πάμε Χ;
-Όπου θέλετε εσείς.
-Ξάδελφε;
-Ό,τι αποφασίσετε.
-Εσύ Ξαδέλφη τι θες;
-Δεν ξέρω.
-Ούτε εγώ.
Ακολούθησε η γνωστή σύσκεψη των αναποφάσιστων η οποία παρεμβάλλεται πάντα από άσχετα θέματα που μας κάνουν να ξεχνάμε το κύριο ζήτημα. Η Χ. είπε: «Κάτι μου θυμίζει αυτό.» Και αστραπιαία το μυαλό μου πήγε στο Λονδίνο. Όπου η ίδια πεινασμένη παρέα αποφάσιζε για τριάντα λεπτά στους 0 βαθμούς Κελσίου σε ποιο από τα δύο γειτονικά Κινέζικα θα μπει για να φάει.
Η απόφαση πάρθηκε όπως και το ταξί που θα μας πήγαινε στο Kitchen Bar. Φάγαμε μέχρι σκασμού ανάμεσα σε ξανθά σκυλιά της παραλιακής και τους BMW κοιλαράδες που τα συνόδευαν ενώ συζητούσαμε για τις καλοκαιρινές διακοπές και το πιθανό ταξίδι μας.
Επειδή η Latin μουσική με είχε ξεσηκώσει την ώρα που «τελείωνα» με ένα brownie, πέταξα την ιδέα να πάμε για ποτό και η Ξαδέλφη πέταξε τη (μαγειρική) σκούφια της. Βγαίνοντας το συζητήσαμε εκτενώς μέχρι που φτάσαμε στη στάση του τραμ και αποφασίσαμε να αφήσουμε την κατάληξή μας στη μοίρα: Αν περνούσε πρώτα τραμ για Σύνταγμα θα πηγαίναμε για ποτό ενώ αν περνούσε για Φάληρο θα πίναμε ποτό στο σπίτι της Χ. Το μόνο πράγμα που περνούσε όμως ήταν η ώρα. "Το τραμ φροντίζει να σου κάνει τα νεύρα κρόσσια πριν καν επιβιβαστείς" είπα στην Ξαδέλφη που θα έμπαινε για πρώτη φορά. Τελικά φάνηκε ένα, το οποίο και στη Λαμία να πήγαινε θα το παίρναμε. Κατεβήκαμε μετά από λίγο και πήραμε το πρώτο ταξί που βρήκαμε μπροστά μας.
Ο ταρίφας, έβλεπε τσόντα στην οθόνη του navigator και αρχικά φάνηκε να την έχει ξεχάσει. Ξαφνικά όμως, την έσβησε βιαστικά στο σημείο που θα αρχίζαμε τα σφυρίγματα και τα «γράμματα χασάπη.» Ανεβήκαμε στο σπίτι της Χ και ακολούθησαν γύροι TABOO, όπως τότε στο Λονδίνο, με κορυφαία στιγμή την προσπάθεια της Ξαδέλφης να περιγράψει στη Χ τη λέξη «σουτιέν» με την ερώτηση «Τι φοράμε;»
Αργότερα, θυμηθήκαμε και τα στοιχειώδη Γαλλικά που γνωρίζουμε (προγραμματίζουμε ταξίδι γαρ) με τη βοήθεια των οποίων καληνυχτιστήκαμε στις τρεις.
"Bonne nuit, truie!"
Λογοτεχνία – Φυσική – Ιστορία. Μεθαύριο Αρχαία και κάπου εκεί ανάμεσα η κρίση: Το Ξέσπασμα των Πανελληνίων που από ό,τι ακούω κάνει την εμφάνισή του στους περισσότερους υποψηφίους κατά τη 2η – 3η εβδομάδα εξετάσεων. (Ασχέτως επιδόσεων.)
Στη Φυσική δεν κατάφερα να γράψω καλά αλλά ούτε καν να αντιγράψω καλά. Κάθομαι στο πρώτο θρανίο ενώ η Γ, πιο δίπλα παλεύει σχεδόν ιδρωμένη με το Τέταρτο Θέμα. Μπροστά μου, μια κόλα που με τυφλώνει από τη λευκότητα του Ariel (αυτό θα πει ΛΕΥΚΟ) και ζητά απεγνωσμένα επαφή με το στυλό μου. Η Γ φαίνεται ακόμα πολύ απορροφημένη. Του πούστη, σκέφτομαι, όταν τελειώσει θα μου σφυρίξει τα «Σωστό – Λάθος» όπως στα Μαθηματικά.
ΛΑΘΟΣ. Διότι βλέπω τη Γ με μια έκφραση «τα σκάτωσα» να κλείνει το τετράδιο απαντήσεων και να ετοιμάζεται να το παραδώσει. Μου κόβονται τα πόδια. Αρχίζω να ψιθυρίζω απεγνωσμένα το όνομά της. Γ… Γ… Τίποτα! Σηκώθηκε από το θρανίο και πήγε στην έδρα. Άρχιζα να φωνάζω μέσα μου. ΠΟΥ ΠΑΑΑΑΑΣ; Ενώ τα μάτια μου κόντευαν να πέσουν στο θρανίο. Τι νοήματα έκανα, τι σήματα καπνού, η Γ δε γύρισε καν να με κοιτάξει. Παρά μόνο όταν πήρε την τσάντα της από το θρανίο-βεστιάριο μπροστά μου. Την κοίταξα σαν Χριστιανός λίγο πριν την αρένα με τα λιοντάρια ικετεύοντας την με το βλέμμα μου για τη σωτηρία. Με μια απαθή έκφραση που στιγμιαία μετέφρασα ως «Να μάθεις άλλη φορά να ανοίγεις κανά βιβλίο, μαλάκα» με αποχαιρέτισε. Κι εγώ, έτοιμος να ουρλιάξω από την απελπισία μου, άρχισα να παίζω ΠΡΟΠΟ τις απαντήσεις πολλαπλής επιλογής.
Βγαίνοντας της φώναξα. Και μαζί με αυτή, με άκουσε και όλο το σχολείο. Ακόμα κι αυτοί που δεν είχαν βγει ακόμα. Άρχισα ένα θεατρινίστικο κλαυσίγελο τραβώντας τα μαλλιά μου. «Γιατί ρε Γ; ΓΙΑΤΙ;»
Γύρισα σπίτι και προσπάθησα να το παίξω χαρούμενος, όπως κάνω συνήθως μετά από τις πανωλεθρίες, μουρμουρίζοντας ελάχιστες πληροφορίες για την επίδοσή μου.
Η «Ιστορική» Κρίση
Αφού σάπισα στον ύπνο έπεισα τον εαυτό μου να ανοίξει την –κυριολεκτικά- θαμμένη Ιστορία (Κατεύθυνσής) Μετά από ανασκαφές βρήκα το άθικτο βιβλίο μου και το ξεφύλλισα. Στη θέα τόσων σελίδων κόλωσα. Και η έκπληξη έφερε την απελπισία και η απελπισία το MP3 player στα αυτιά μου. Έβαλα την playlist «του θανατά» να παίζει. Κι εκεί ανάμεσα στον πανικό και την απελπισία παραδέχτηκα ότι ήταν μαλακία η απόφαση να ξαναδώσω Πανελλήνιες και ότι δεν είχε κανένα νόημα πλέον να διαβάζω. Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ να βρω μια αφορμή να πετάξω το βιβλίο. Φυσικά το μετάνιωσα την άλλη μέρα το πρωί βλέποντας τα θέματα. Εύκολα ήταν, θα μπορούσα να τα καταφέρω. Επιστροφή στο σπίτι. «Καλά…»
Soirée inoubliable.
Λόγω της Ιστορίας ξέχασα ότι ήταν Σάββατο. Η Χ με ενημερώνει τηλεφωνικά για τα βραδινά της σχέδια. «Εγώ και ο Ξάδελφος θα βγούμε για φαγητό. Η Ξαδέλφη κάνει δίαιτα και δε θέλει να έρθει. Α, σε αφήνω τώρα να λουστώ» μου λέει και το κλείνει βιαστικά. Σε λίγο ξαναχτυπάει το τηλέφωνό. (Η Ξαδέλφη:) «Πού είσαι εσύ; Τι θα κάνουμε απόψε; Τα παιδιά κάτι λένε για φαγητό αλλά εγώ κάνω διατροφή και δε θέλω να τη χαλάσω.» Δεν προλαβαίνω να της απαντήσω και μου χτυπάει η δεύτερη γραμμή: (Ο Ξάδελφος (αδελφός της), από το ίδιο σπίτι:) «Έλα ξάδελφε, που θα πάμε για φαγητό; Η Μουλάρα δε θα έρθει γιατί κάνει δίαιτα.»
Έγιναν τουλάχιστον 5 τέτοιες κλήσεις καρμπόν για να αποφασίσουμε τελικά μόνο τόπο και ώρα συνάντησης.
Φτάνω με 5’ καθυστέρηση και εκπλήσσομαι που τους βρίσκω όλους εκεί. Η Ξαδέλφη με αέρινο, ψυχεδελικό Galliani και πέδιλο και ο ξάδελφος με το αστραφτερό Prada ετοιμοπόλεμο. Εγώ και η Χ σα γύφτοι με τα αθλητικά.
-Πού θα πάμε Χ;
-Όπου θέλετε εσείς.
-Ξάδελφε;
-Ό,τι αποφασίσετε.
-Εσύ Ξαδέλφη τι θες;
-Δεν ξέρω.
-Ούτε εγώ.
Ακολούθησε η γνωστή σύσκεψη των αναποφάσιστων η οποία παρεμβάλλεται πάντα από άσχετα θέματα που μας κάνουν να ξεχνάμε το κύριο ζήτημα. Η Χ. είπε: «Κάτι μου θυμίζει αυτό.» Και αστραπιαία το μυαλό μου πήγε στο Λονδίνο. Όπου η ίδια πεινασμένη παρέα αποφάσιζε για τριάντα λεπτά στους 0 βαθμούς Κελσίου σε ποιο από τα δύο γειτονικά Κινέζικα θα μπει για να φάει.
Η απόφαση πάρθηκε όπως και το ταξί που θα μας πήγαινε στο Kitchen Bar. Φάγαμε μέχρι σκασμού ανάμεσα σε ξανθά σκυλιά της παραλιακής και τους BMW κοιλαράδες που τα συνόδευαν ενώ συζητούσαμε για τις καλοκαιρινές διακοπές και το πιθανό ταξίδι μας.
Επειδή η Latin μουσική με είχε ξεσηκώσει την ώρα που «τελείωνα» με ένα brownie, πέταξα την ιδέα να πάμε για ποτό και η Ξαδέλφη πέταξε τη (μαγειρική) σκούφια της. Βγαίνοντας το συζητήσαμε εκτενώς μέχρι που φτάσαμε στη στάση του τραμ και αποφασίσαμε να αφήσουμε την κατάληξή μας στη μοίρα: Αν περνούσε πρώτα τραμ για Σύνταγμα θα πηγαίναμε για ποτό ενώ αν περνούσε για Φάληρο θα πίναμε ποτό στο σπίτι της Χ. Το μόνο πράγμα που περνούσε όμως ήταν η ώρα. "Το τραμ φροντίζει να σου κάνει τα νεύρα κρόσσια πριν καν επιβιβαστείς" είπα στην Ξαδέλφη που θα έμπαινε για πρώτη φορά. Τελικά φάνηκε ένα, το οποίο και στη Λαμία να πήγαινε θα το παίρναμε. Κατεβήκαμε μετά από λίγο και πήραμε το πρώτο ταξί που βρήκαμε μπροστά μας.
Ο ταρίφας, έβλεπε τσόντα στην οθόνη του navigator και αρχικά φάνηκε να την έχει ξεχάσει. Ξαφνικά όμως, την έσβησε βιαστικά στο σημείο που θα αρχίζαμε τα σφυρίγματα και τα «γράμματα χασάπη.» Ανεβήκαμε στο σπίτι της Χ και ακολούθησαν γύροι TABOO, όπως τότε στο Λονδίνο, με κορυφαία στιγμή την προσπάθεια της Ξαδέλφης να περιγράψει στη Χ τη λέξη «σουτιέν» με την ερώτηση «Τι φοράμε;»
Αργότερα, θυμηθήκαμε και τα στοιχειώδη Γαλλικά που γνωρίζουμε (προγραμματίζουμε ταξίδι γαρ) με τη βοήθεια των οποίων καληνυχτιστήκαμε στις τρεις.
"Bonne nuit, truie!"
Εχθές καθόμουν και έβλεπα τον Ταμπάκη, καλεσμένο στο Όλα. Και την ώρα που μιλούσε με καμάρι για τις ανά την Ελλάδα εμφανίσεις του, πέρασε από το μυαλό μου μια σκέψη χειρότερη κι από τη φωνή του:
Μήπως είμαι κι εγώ ένα είδος Ταμπάκη;
Γιατί ναι, θα μπορούσα να έχω ένα τεράστιο κέρατο στο κεφάλι μου, δύο καμπούρες στην πλάτη μου και μία ουρά, θα μπορούσα να περπατάω σαν συγκαμένος ή να μιλάω σαν τη Φωτεινή Πιπιλή. Θα μπορούσε να με χαρακτηρίζει κάτι με το οποίο θα λάτρευαν να γελούν οι γύρω μου και κανείς δε θα τολμούσε να μου το αποκαλύψει. Γιατί φαντάζομαι, πολλά ελαττώματα του εαυτού δεν μπορώ να τα διακρίνω, γιατί τα έχω φάει στη μάπα από την πρώτη μέρα της ζωής μου. Και δε με ανησυχούν τόσο τα εξωτερικά ψεγάδια, όσο τα στοιχεία του χαρακτήρα μου τα οποία μπορεί να κάνουν τους άλλους να γελούν ή στη χειρότερη περίπτωση να τρομάζουν.
Και μετά, εφιαλτικές σκέψεις πλημμυρίζουν το μυαλό μου. Στο super market βγάζουν όλοι κρυφά φωτογραφία με τα κινητά τους τα αυτιά γαϊδάρου που έχω στο κεφάλι μου.... Στο λεωφορείο γελούν με τον τρόπο που χτυπάω το εισιτήριο… Κι εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα, παίζω στη μεγαλύτερη κωμωδία που υπάρχει και το απολαμβάνω. Όπως ο Ταμπάκης.
Ίσως κανείς, τελικά, να μην ξέρει ποιος ακριβώς είναι. Και μάλλον δε θα καταλάβει ποτέ πως τον βλέπουν οι γύρω του. Η φωνή μου ακούγεται διαφορετική στην πραγματικότητα, υπάρχουν 180 μοίρες που αδυνατώ να έχω στο οπτικό μου πεδίο. Υπάρχουν επίσης 180 μοίρες που δε βλέπω στον καθρέφτη. Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει πίσω μου τη στιγμή που περπατάω. Δε θα μάθω τι εντύπωση προκαλώ στους άλλους όταν με γνωρίζουν, όταν χαίρομαι, όταν κάνω λάθη, όταν τους λέω αυτά που πιστεύω.
Μετά όμως σκέφτομαι πως αν είχα κάτι τόσο ξεχωριστό πάνω μου, αυτή τη στιγμή θα πρωταγωνιστούσα σε μεταμεσονύκτιες εκπομπές και θα έπαιρνα μεγάλα ποσά σε κάθε εμφάνισή μου.
Παρ'όλα αυτά, αν κάποιος γνωρίζει έστω και ένα στοιχείο που να με καθιστά φρικιό ας γράψει το μήνυμά του παρακάτω.
Μήπως είμαι κι εγώ ένα είδος Ταμπάκη;
Γιατί ναι, θα μπορούσα να έχω ένα τεράστιο κέρατο στο κεφάλι μου, δύο καμπούρες στην πλάτη μου και μία ουρά, θα μπορούσα να περπατάω σαν συγκαμένος ή να μιλάω σαν τη Φωτεινή Πιπιλή. Θα μπορούσε να με χαρακτηρίζει κάτι με το οποίο θα λάτρευαν να γελούν οι γύρω μου και κανείς δε θα τολμούσε να μου το αποκαλύψει. Γιατί φαντάζομαι, πολλά ελαττώματα του εαυτού δεν μπορώ να τα διακρίνω, γιατί τα έχω φάει στη μάπα από την πρώτη μέρα της ζωής μου. Και δε με ανησυχούν τόσο τα εξωτερικά ψεγάδια, όσο τα στοιχεία του χαρακτήρα μου τα οποία μπορεί να κάνουν τους άλλους να γελούν ή στη χειρότερη περίπτωση να τρομάζουν.
Και μετά, εφιαλτικές σκέψεις πλημμυρίζουν το μυαλό μου. Στο super market βγάζουν όλοι κρυφά φωτογραφία με τα κινητά τους τα αυτιά γαϊδάρου που έχω στο κεφάλι μου.... Στο λεωφορείο γελούν με τον τρόπο που χτυπάω το εισιτήριο… Κι εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα, παίζω στη μεγαλύτερη κωμωδία που υπάρχει και το απολαμβάνω. Όπως ο Ταμπάκης.
Ίσως κανείς, τελικά, να μην ξέρει ποιος ακριβώς είναι. Και μάλλον δε θα καταλάβει ποτέ πως τον βλέπουν οι γύρω του. Η φωνή μου ακούγεται διαφορετική στην πραγματικότητα, υπάρχουν 180 μοίρες που αδυνατώ να έχω στο οπτικό μου πεδίο. Υπάρχουν επίσης 180 μοίρες που δε βλέπω στον καθρέφτη. Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει πίσω μου τη στιγμή που περπατάω. Δε θα μάθω τι εντύπωση προκαλώ στους άλλους όταν με γνωρίζουν, όταν χαίρομαι, όταν κάνω λάθη, όταν τους λέω αυτά που πιστεύω.
Μετά όμως σκέφτομαι πως αν είχα κάτι τόσο ξεχωριστό πάνω μου, αυτή τη στιγμή θα πρωταγωνιστούσα σε μεταμεσονύκτιες εκπομπές και θα έπαιρνα μεγάλα ποσά σε κάθε εμφάνισή μου.
Παρ'όλα αυτά, αν κάποιος γνωρίζει έστω και ένα στοιχείο που να με καθιστά φρικιό ας γράψει το μήνυμά του παρακάτω.