Το πρωί της τρίτης και τελευταίας μέρας ξυπνήσαμε από τα τηλέφωνα των συνοδών - καθηγητών που ζητούσαν να μάθουν τι είχε συμβεί. (Πώς μαθεύτηκε το γεγονός μέσα σε ένα ξημέρωμα δεν το κατάλαβα.) Εκτός αυτού όμως, μας ενημέρωσαν πως πρέπει να κάνουμε check out μισή ώρα νωρίτερα από ό,τι προβλεπόταν, στις έντεκα δηλαδή.
Μαζέψαμε νωπά παπούτσια, μπλούζες με αίματα και ό,τι άλλο θα μας θυμίζει το Παρίσι και κατεβήκαμε στο “lobby”. Εκεί μας επιστράφηκαν τα 15 ευρώ που ζήτησε το ξενοδοχείο ως εγγύηση από τον καθένα μας (!) σε περίπτωση που καταστρέφαμε κάτι. Τότε σκέφτηκα πως αυτό το ταξίδι ήταν η πενταήμερη που δεν πήγα στο Λύκειο, σε μια πιο σύντομη και πολιτισμένη μορφή, αφού τίποτα δεν είχε καταστραφεί από το πέρασμά μας!
Αφήσαμε τις βαλίτσες και ακολουθήσαμε την Παντόφλα μέχρι τη Μονμάρτη. Ανεβήκαμε μέχρι το Sacré-Coeur όπου οι Άγγλοι τα έφτυσαν και ξάπλωσαν στα πατώματα. (Είναι πολύ cool για τους Άγγλους να κάθονται κάτω. Και λέγοντας κάτω εννοώ από το υγειές γρασίδι μέχρι το βρώμικο σταθμό μετρό.)
To Sacré-Coeur μπορεί να φαίνεται σαν μια κακοσχηματισμένη κουράδα εξωτερικά, αλλά είναι πολύ εντυπωσιακό και κατανυκτικό εσωτερικά. Βέβαια δεν κάθισα και να προσευχηθώ γιατί είχα μόλις 30 λεπτά για να δω (και να φωτογραφίσω) όλη τη Μονμάρτη. Έτσι ξεχύθηκα στα στενά και τα πλακόστρωτα στα οποία περπατάς και ακούς όλες τις γλώσσες του κόσμου εκτός από Γαλλικά. Είπα σαράντα όχι σε ισάριθμες προσφορές για δημιουργία του πορτρέτου μου από πλανόδιους ζωγράφους, με την αιτιολογία πως αυτό το πορτρέτο θα σήμαινε και το τέλος της καριέρας τους.
Επειδή όμως άρχισα να ξερνάω με όλο το τουριστικό πανηγύρι, απομακρύνθηκα από τις επικίνδυνες περιοχές κατεβαίνοντας προς τους πρόποδες του λόφου με σκοπό να βρω το “Deux Moulins”, το café στο οποίο σέρβιρε βερμούτ η Amelie Poulin. Επειδή όμως το Lonely Planet μου δεν το είχε στους χάρτες του, πήρα τηλέφωνο το Party Animal Planet μου, την Αλίνα, η οποία εκείνη την ώρα βρισκόταν στην Εθνική με κατεύθυνση προς Χαλκούτσι. Ούτε και με τις δικές της οδηγίες έβγαλα άκρη: «Θα κατέβεις ίσια κάτω το δρόμο και στο δεξί σου χέρι θα βρεις το μαγαζί της Madame Νίτσας, της μοδίστρας. Εκεί θα κάνεις δεξιά και στο πρώτο, δεύτερο, τρίτο… τέταρτο στενό πάλι δεξιά. Έξω από μια boutique για παχουλές θα συναντήσεις τον Frere Jacque, τυφλό καλόγερο, και θα του πεις «Frere Jacque, Frere Jacque, dormez-vous?» Εκείνος θα σου δείξει ένα μπακάλικο -έχει λίγο κριθαράκι στο δεξί μάτι, μη φοβηθείς- το οποίο είναι απέναντι από μια brasserie. Ε, εκεί στη brasserie θα ρωτήσεις και θα σου πουν.»
Έτσι ούτε το Deux Moulins βρήκα ούτε το Moulin Rouge και αναγκαστικά επέστρεψα στο Sucker-Coeur όπου οι Άγγλοι άρχισαν να με ρωτούν διάφορα κουφά για την Ελλάδα και εκτός αυτού, προσπαθούσαν να αρθρώσουν το ονοματεπώνυμό μου, το οποίο να φανταστείτε, ούτε οι Έλληνες μπορούν να προφέρουν σωστά. Δεν ξέρω αν σας ανέφερα μέχρι τώρα πως στα πρακτικά της εκδρομής αναφέρομαι ως “Pangalatis”. «Για να είσαι στο κλίμα της Γαλατίας» σχολίασε το γεγονός με μήνυμά της η m.
Λίγο αργότερα πήραμε το μετρό και κατευθυνθήκαμε στο “Porte de Clignancourt”, κωλογειτονιά (την οποία δεν μπορώ να παρομοιάσω ούτε με την πιο κακόφημη Αθηναϊκή περιοχή) όπου γινόταν ένα τεράστιο γιουσουρούμ. Οι Άγγλοι φυσικά έπαθαν πολιτισμικό σοκ, ο Έλληνας πάλι, που στη γειτονιά του γίνονται εφτά λαϊκές την εβδομάδα, λάκισε προς την άλλη άκρη του Παρισιού, το Porte de Versailles που και μόνο από το όνομα μπορείτε να φανταστείτε τη διαφορά. Εκεί λοιπόν γινόταν η Apple Expo την οποία είχα σταμπάρει από το καλοκαίρι και έλεγα πως θα επισκεφθώ.
Στην είσοδο, είχαν βάλει μια σκύλα να κόβει εισιτήρια, η οποία είχε το θράσος να μη μιλάει αγγλικά! Αυτό, σε μια έκθεση με Αμερικανούς εμπόρους και επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Να ‘ναι καλά μια μοντέλα που την είχαν για γλάστρα και που όταν της ζήτησα βοήθεια με πήρε από το χέρι και τα έχωσε στην ξινή. Έτσι μπήκα στην έκθεση.
Η Apple Expo ήταν γενικά μια απογοήτευση, αν εξαιρέσουμε τις καραμέλες (με γεύση μήλου) και το περίπτερο της Levis, η οποία έβγαλε μια σειρά jeans συμβατά με iPod. Ηλίθια αμερικανιά βέβαια που θα μπορούσε να πωλείται ξημερώματα από την Telemarketing, αλλά ήταν το μόνο interactive στην όλη υπόθεση.
Όταν επέστρεψα στην κωλογειτονιά για να συναντήσω τους άλλους, είχα γονατίσει από την πείνα. Έτσι πήγα στο τοπικό Καεφσέ (KFC), γυρνώντας την πλάτη μου σε ένα κολασμένο γυράδικο του οποίου την ποιότητα φοβήθηκα. Όταν στάθηκα στην ουρά συνειδητοποίησα πως ήμουν ο μόνος λευκός, ανάμεσα σε κάτι τεράστιους τύπους με χαρούμενα αξεσουάρ όπως αλυσίδες και λοστούς. Κράτησα την ψυχραιμία μου μέχρι τη στιγμή που το twister είχε καθυστερήσει υπερβολικά και ο τύπος από πίσω μου άρχισε να σπρώχνει και να φωνάζει. Μόλις άρπαξα το twister, την έκανα με ελαφρά για να μη φάω ξύλο αλλά όταν πλησίασα στην πόρτα κατάλαβα πως ένα μπουκέτο θα το έτρωγα, έτσι για το καλό. Και αυτό γιατί δύο συμμορίες "αφρόγαλλων" που κυνηγιόντουσαν, έτρεχαν προς την πόρτα και κατ’επέκταση πάνω μου. Πριν προλάβω να βγω, μπουκάρουν ρίχνοντας τις γυάλινες αυτόματες πόρτες κάτω. Το KFC αρχίζει σύσσωμο να τσιρίζει και να τρέχει πανικόβλητο. Εγώ ευτυχώς σώος μετά το πέρασμα της συμμορίας από πάνω μου, το βάζω στα πόδια και δεν γυρίζω καν το κεφάλι μου να κοιτάξω.
(Βία: Το Παρίσι έχει φοβερή εγκληματικότητα και θα πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό. Τα όσα είδα μέσα σε τρεις μέρες στο εκεί δεν τα έχω δει σε όλη μου τη ζωή. Το περιστατικό με τον Matt και τον Dave, οι gangstas του KFC, τα παράθυρα των αυτοκινήτων που έσπαγαν μέρα μεσημέρι τα κλεφτρόνια, είναι μερικά γεγονότα που με κάνουν να πιστεύω πια πως το Παρίσι είναι πόλη στην οποία δεν μπορείς και κυρίως δεν πρέπει να αισθάνεσαι ασφαλής.)
Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο και από εκεί, πήγαμε με τα πόδια στο Gare du Nord. Το Παρίσι μας αποχαιρετούσε με μια φοβερή λιακάδα που δυστυχώς σπαταλήσαμε μέσα σε αίθουσες αναμονής, περιμένοντας το Eurostar. Φυσικά και αφήσαμε ανοιχτούς λογαριασμούς εκεί, εγώ τουλάχιστον θα επιστρέψω για ένα encore στο διάστημα που θα ζω στην Αγγλία.
Το πιο πρωτόγνωρο και αλλόκοτο συναίσθημα ήταν αυτό που ένιωσα στο Waterloo: Όταν επιστρέφεις από ένα ταξίδι, το χάπι για την μελαγχολία του γυρισμού είναι αυτά και αυτοί που σου έληψαν. Τα δώρα που τους φέρνεις, οι φωτογραφίες που τους δείχνεις, τα χιλιάδες πράγματα που θέλεις να τους πεις (ξενυχτώντας) το πρώτο βράδι για να μην τα ξεχάσεις την επομένη. Για μένα το χάπι ήταν αυτά τα τρία post, τα οποία μπορεί να σας κούρασαν, αλλά έκαναν εμένα να πιστέψω πως επέστρεψα κάπου.
Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε νωρίς και αφού φάγαμε τα κρουασάν μας, πήραμε το δρόμο για το Centre Pompidou όπου χωριστήκαμε σε δύο ομάδες: Οι μεν μπήκαν μέσα, οι δε ξεκινήσαμε μια περιήγηση με την Παντόφλα στις γκαλερί της γύρω περιοχής. Ονόματα καλλιτεχνών δε συγκράτησα, αλλά εκείνη τη μέρα πραγματικά χόρτασα τέχνη.
Φυσικά υπήρχαν και μεγάλες πατάτες...
Μετά από τέσσερις γκαλερές καθίσαμε σε ένα καφέ όπου παρήγγειλα και πλήρωσα αποκλειστικά στα γαλλικά! (Χειροκρότημα.) Έπρεπε να βλέπατε τους Άγγλους σε γαλλικά café. Εκτός ότι δεν έκαναν καμία προσπάθεια να μιλήσουν τη γλώσσα, νόμιζαν πως είναι self service (όπως τα πάντα στη χώρα τους) και έκαναν queuing στις μπάρες για να παραγγείλουν! Από εκείνο το καφέ έστειλα και στην Αλίνα τα μηνύματα που αναφέρθηκαν σε προηγούμενο post, ζητώντας της απλώς το όνομα και τη διεύθυνση (ε καλά και τις τιμές) του εστιατορίου που έφαγε η Carrie Bradsaw με την πρώην του Ρώσσου στην πρώτη σεκάνς του τελευταίου επεισοδίου του Sex And The City. Άλλο αν εκείνη έπαθε νοσταλγικό σοκ και μου έστελνε δέκα δέκα τις απαντήσεις...
Επιστρέψαμε στο Pompidou για να κάνουμε αλλαγή ομάδων. Εκεί μας άφησαν κάποια λεπτά για φαγητό στα οποία εγώ σκαρφάλωσα μέχρι την κορυφή του κτιρίου και έβγαλα φωτογραφίες το Παρίσι όπως πραγματικά πρέπει να είναι: συννεφιασμένο και ομιχλώδες.
Μετά τσίμπησα κι εγώ ένα κομμάτι πίτσα στο lobby το οποίο –για να ακούτε οι Αθηναίοι και να μην γκρινιάζετε- κόστιζε 10 ευρώ!
(Λεφτά: Το ότι πληρώνεις με Ευρώ στο Παρίσι δε σε κάνει να νιώθεις περισσότερο σπίτι σου, όπως με έκαναν τα αυτοκίνητα που κινούνται στα δεξιά και οι ευρωπαϊκές πρίζες. Πολύ απλά γιατί εκεί το Ευρώ μοιάζει διαφορετικό νόμισμα από το δικό μας και πιστέψτε με, είναι πολύ πιο ξεφτυλισμένο από ότι στην Ελλάδα (GTP). Αρκεί μόνο να σας πω πως στο Παρίσι δεν έβγαλα ποτέ από το πορτοφόλι μου κέρμα του ενός Ευρώ. Όλα ξεκινούσαν από την τιμή των δύο, όπως αυτό το χαριτωμένο “junior” μπουκαλάκι νερό (250ml) το οποίο πλήρωσα €2 (στην πραγματικότητα €4 γιατί μου έφαγε το πρώτο δίευρω το μηχάνημα που υπήρχε στη reception) ένα βράδυ που ξύπνησα διψασμένος στις 3 το πρωί. To Παρίσι σε πολλές περιπτώσεις είναι ακριβότερο του Λονδίνου.)
Το Pompidou ήταν απίθανο και φυσικά δε μας έφτασε ο χρόνος να το γυρίσουμε όλο. Αυτή την περίοδο έχει και μία έκθεση με video art στο τέταρτο επίπεδο η οποία ήταν συγκλονιστική. Γενικά ήταν μία από τις καλύτερες στιγμές του ταξιδιού.
Πολυαγαπημένο έργο αυτό, το οποίο φωτογράφησα διεξοδικά και το αφιερώνω στη Γουρούνα γιατί αυτή σκεφτόμουν και χαμογελούσα όση ώρα ήμουν μέσα στην αίθουσα. Όπως και το Stravinsky Fountain, το οποίο αν και πιο κατεστραμμένο και πιο πράσινο από ό,τι το ήξερα, ήταν τελείως βγαλμένο από παραμύθι ή... καρναβάλι.
Το υπόλοιπο απόγευμα ήταν ελεύθερο κι έτσι καθείς πήρε το δρόμο του. Ο Matt και ο Dave ήθελαν να επιστρέψουν στο La Defence όπου ξέχασαν τα σουβενίρ τους στο κινέζικο, από την προηγουμένη κι εγώ ήθελα να περπατήσω στο Champs Elysees. Έτσι χωριστήκαμε σε Ηλίθια και Ηλύσια Παιδία και ξεκινήσαμε την περιήγηση.
Περπατούσα από την Place de la Concorde μέχρι το Etoile μόνος, με τα φύλλα από τα δέντρα να πέφτουν, σε ένα απίστευτα συννεφιασμένο, φθινοπωρινό σκηνικό και τσιμπιώμουν κάθε δεύτερο βήμα για να δω αν είμαι ζωντανός. Για πρώτη φορά στη ζωή μου δε χόρταινα εικόνες, ήθελα να τα δω όλα, να φωτογραφίσω τα πάντα γιατί νομίζω πως οι στιγμές που μπορείς να ζήσεις τόση ομορφιά στη ζωή σου είναι μετρημένες στα δάχτυλα. Αξέχαστη εμπειρία, ασύλληπτη ομορφιά, μοναδικά συναισθήματα. Όποιος το έχει περπατήσει με καταλαβαίνει.
Όσο έφτανα προς το Etoile το ρομάντζο έσβηνε από τη φασαρία και την κίνηση των καταστημάτων. Αν και βιαζόμουν να δω όσο περισσότερο Παρίσι μπορούσα, δεν αντιστάθηκα και μπήκα σε μερικά, όπως σε αυτό της PEUGEOT το οποίο μοιάζει περισσότερο με fashion event παρά με «αντιπροσωπία αυτοκινήτων».
Στην απέναντι πλευρά, ουρές έξω από τη Luis-Vuitton-Land, το λάβαρο της οποίας φωτογράφισα για τις προσκυνήτριες του Οίκου, Νικόλ και Acid K.
Από την Αψίδα του Θριάμβου πήρα το μετρό για το Le Marais όπου πάλι έπαθα πλάκα περπατώντας στα νωπά πλακόστρωτα κάτω από απίστευτα σπίτια, δίπλα σε γραφικά café, έχοντας στο iPod τα άπαντα του Yann Tiersen που αν και τελείως tacky υπόκρουση για Παρίσι, ολοκλήρωναν το σκηνικό.
Περπάτησα όλη τη Boulevard Des Filles Du Calvaire (άκου όνομα) και την Boulevard Beaumarchais καταλήγοντας στην Place de la Bastille όπου με έπιασε το σκοτάδι. Συνέχισα τον περίπατό μου κατά μήκος του Σικουάνα, χαζεύοντας με γουρλωμένα μάτια τα φωτισμένα με πολυελαίους διαμερίσματα της όχθης, μέχρι που έφτασα στο Ile de la Cite.
Η καλύτερες πλευρές της Notre Dam είναι αυτές που δε φωτίζονται και σε αφήνουν να ζήσεις το dark και gothic της υπόθεσης. Όχι πως δεν εντυπωσιάστηκα από την επιβλητική πρόσοψή της. Απλώς πηγαίνοντας εκεί μου γυάλισε το Hotel de Ville κι έτσι αμέσως μετά κατευθύνθηκα προς τα εκεί.
Ένα από τα ομορφότερα και πιο εντυπωσιακά κτίρια του Παρισιού (είναι το Δημαρχείο ή κάνω λάθος;), καταπληκτικά φωτισμένο, στην πλατεία του οποίου κάθισα για να ξαποστάσω μετά τα χιλιόμετρα πεζοπορίας. Εκεί ήταν που άρχισα να πεινάω και να ζητάω τη βοήθεια της Αλίνας για να μην καταλήξω σε κανά Quick (τοπικό Goody’s) και πεθάνω από γαλλική fast food κουζίνα. Τότε αποφάσισα να βρω το Kong, το προαναφερθέν εστιατόριο στο Pont Neuf που μετά από ένα κύκλο γύρω από το Samaritaine κατάλαβα πως εκτός του ότι έχει αλλάξει όνομα (από τότε που ήταν στις δόξες της η Αλίνα), είναι και κλειστό. Έτσι μετά από δυο – τρεις φωτογραφίες πάνω στο γιοφύρι, η Αλίνα μου πρότεινε το «Φερμουάρ» που βρισκόταν πίσω από το Λούβρο.
Επειδή οι δυνάμεις που μου απέμεναν ήταν ελάχιστες, προτίμησα να επιστρέψω στο ξενοδοχείο. Περιμένοντας όμως να ξεκινήσει το μετρό στην αφετηρία της γραμμής, έφαγα ξαφνικά μια φλασιά και αποφάσισα να κατέβω από το συρμό. Κίνηση παρορμητική αλλά μοιραία, αφού με γλίτωσε από μια άσχημη εμπειρία που θα διαβάσετε παρακάτω.
Έτσι βγήκα ξανά στη γη, έξω από το περίφημο bar το οποίο στην πραγματικότητα λέγεται “Fumoir”. Δυστυχώς, επειδή (φαντάζομαι) ήταν Παρασκευή βράδι ήταν τίγκα. Απορώ με τις δυνάμεις μου αφού δεν το έβαλα κάτω και συνέχισα όχθη όχθη κάνοντας το γύρω του Μουσείου του Λούβρου (!) προσπαθώντας να βρω το αναθεματισμένο προαύλιο με τις πυραμίδες.
Δε σας περιγράφω πόσο απίστευτο ήταν το θέαμα εκεί γιατί θα σας κουράσω και θα με πείτε υπερβολικό. Το μόνο που θα αναφέρω είναι το πόσο ήσυχα και ημιφωτισμένα ήταν τα πάντα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που έκανε τους πάντες να ψιθυρίζουν.
Το στομάχι μου όμως ήταν το μόνο που χαλούσε την ατμόσφαιρα αυτή φωνάζοντας απεγνωσμένα κι έτσι μετά από μια στάση στην Pont Des Arts, πήρα το δρόμο του γυρισμού. Πλησίαζαν μεσάνυχτα και αν δεν έτρωγα κάτι, το στομάχι μου θα μεταμορφωνόταν σε κολοκύθα. Έτσι στην Place de la Republique προσπάθησα να βρω ανοιχτό εστιατόριο. Μπήκα σε ένα που λεγόταν "Buffalo Grill" ευχόμενος πως θα μιλάνε Αγγλικά.
-Bonsoir, sil vous plait, parlez-vous Anglais?
-NON.
-(Αι στο διάολο κώλε). Εεεεε... A quelle heur…? (πήγα να ανοίξω λεξικό)
-***** ****** *********
- Pardon?
- We are closed.
-Μας υποχρέωσες.
Πάω δίπλα στα KFC, ημίφως. Θα έκλεισαν σκέφτηκα. Στα McDonalds τα ίδια αλλά είχε τρία άτομα στην ουρά. Θα μπω, λέω, κι αν φάω πόρτα έφαγα. Μπαίνω επιτυχώς και βλέπω δύο ουρές! Μία κάτω από μία ταμπέλα (φυσικά γραμμένη μόνο στα γαλλικά), η οποία δεν είχε κόσμο και άλλη μία, κανονική, με κόσμο. «Τι στον μπ*ύτσο; Έχουν executive class στα φαστφουντάδικα;» σκέφτηκα και κάθισα στην μεγάλη ουρά για να μην το διακινδυνεύσω. Ένα θα σας πω:
Οι Γάλλοι είναι τόσο παπάρες που στα φαστφουντάδικα εξυπηρετούν ένα άτομο τη φορά. Αυτό σημαίνει ότι από τι στιγμή που θα πεις bonjour/bonsoir μέχρι τη στιγμή που θα σου βάλουν τις χαρτοπετσέτες και το καλαμάκι στο δίσκο δεν παραγγέλνει κανείς άλλος! Είναι η μεγαλύτερη μαλακία που έχω δει στον τομέα του «γρήγορου» φαγητού, παγκοσμίως.
Όταν λοιπόν μετά από ώρες ήρθε η σειρά μου να παραγγείλω, προσπάθησα να το κάνω στα Γαλλικά. Του είπα τι θέλω, σε ό,τι με ρώτησε του είπα oui (και σκύλο να έβαζε μέσα στο burger θα το έτρωγα) και όταν μου έβγαλε το δίσκο του είπα, “non, sac sil vous plais”. Τα παίρνει αυτός μου δείχνει την άλλη ουρά και μου λέει **********. Πετάγεται ένας από πίσω και του απαντά «μα δε μιλάει γαλλικά» (αυτό το ‘πιασα) «δεν μπορώ να κάνω κάτι, κούνησε το κεφάλι του αυτός «υπάρχει ειδικό ταμείο». Και αυτό το ‘πιασα και για να του τη σπάσω, του απάντησα σε άπταιστα αγγλικά "It's ok. I'll stay here."
(Τελικά μου τα έδωσε σε πακέτο.)
Προχώρησα με τα πόδια προς το ξενοδοχείο. Σε ένα bistrot πέτυχα τους δύο καθηγητές οι οποίοι με είδαν μόνο και φαντάστηκαν πως είμαι δυστυχισμένος «γιατί δε με παίζουνε τα άλλα παιδάκια». Έτσι επέμεναν να πάρω τηλέφωνο τους υπόλοιπους που είχαν πάει σε ένα club για να γίνουν στουπιά για να πάω κι εγώ. Ευτυχώς είχα ρίξει τόσο περπάτημα εκείνη τη μέρα που δεν το σκέφτηκα καν. Τους καληνύχτισα κι έφαγα τα burger μου στο κρεβάτι προσπαθώντας να δω γαλλική TV.
Ξεράθηκα με ξεκλείδωτη πόρτα γιατί υπήρχε φόβος να μην ακούσω τους Matt&Dave να μου χτυπούν αργότερα. Στις τρεις η ώρα άκουσα θόρυβο και αν και πτώμα ξύπνησα να δω αν αυτοί που μπήκαν στο δωμάτιο ήταν πράγματι το δίδυμο της συμφοράς. Και ήταν.
«Δε θα το πιστέψεις» μου λέει ο Dave «γυρνώντας από το club μας την έπεσαν σε ένα στενό κάτι μαύροι και μας έδειραν». «Γαμώ το Παρίσι» συμπλήρωσε ο Matt δείχνοντάς μου τις πληγές του. Εγώ αγουροξυπνημένος, αδυνατούσα να καταλάβω τι ακριβώς είχε συμβεί. Αυτοί ακόμη έτρεμαν και προσπαθούσαν να μου περιγράψουν τη σκηνή. Τους πλησίασαν –λέει- τρεις τύποι που μιλούσαν γαλλικά και τους ζήτησαν τσιγάρα. Δεν ξέρω τι τους απάντησαν οι Άγγλοι αλλά τότε άρχισαν να τις τρώνε. Ο Dave με εκδορές στο πρόσωπο, ένα βουλωμένο μάτι, ένα πονεμένο σαγόνι και ένα χτύπημα στο κεφάλι από το πέσιμο, ήταν αυτός που έφαγε το περισσότερο ξύλο. Ο Matt είχε μόνο πληγές στα χέρια. Ευτυχώς είχαν σώσει πορτοφόλια, κινητά κλπ. «Θέλω ένα μπλουζάκι που να γράφει “I went to Paris and all I got is a black eye”» σαρκάστηκε βρετανικά ο Dave.
Πώς του ήρθε του Course Leader μας να μας πάει στο Παρίσι στο πλαίσιο της εβδομάδας προσαρμογής του Πανεπιστημίου δεν το κατάλαβα. Αλλά δε μου κακόπεσε κι όλας. Αντιθέτως, ήταν ένα απίθανο τριήμερο γεμάτο φθινοπωρινές εικόνες, μοντέρνα τέχνη και μητροπολιτικό ξεποδάριασμα, πριν την έναρξη των μαθημάτων.
Αξημέρωτα μας πήρε το πούλμαν από τη ραχούλα για το Waterloo. Στη διαδρομή ο Dave καθόταν δίπλα μου γιατί ο κολλητός του (Matt) ήταν ντέφι από την προηγουμένη και απειλούσε πως θα ξεράσει (πρωτότυπο). Μέχρι να φτάσουμε στο Λονδίνο ο Dave είχε μάθει κάθε ελληνική βρισιά καθώς και το «γαμιέσαι στα πάρκα» που ήταν ειδική παραγγελία του αδερφού μου. Εδώ να σημειώσω πως τα skills μου ως καθηγητής ελληνικών είναι υψηλά. Η Hanna (συγκάτοικος) έμαθε να μετράει μέχρι το δέκα: «Ούνα… δύο… τέσσερο…»
Στο Waterloo έσκασαν μύτη και οι καθηγητές, οι οποίοι φυσικά μένουν στον πολιτισμό και όχι στα πουρνάρια, όπως και ο «καλλιτέχνης» που θα μας ξεναγούσε στο Παρίσι. Ο οποίος δεν ήταν Γάλλος αλλά Κροάτης (αντιπαθέστατος τύπος) που είχε τύχει να εκθέσει –λέει- έργα του a Paris. Φέξε μου δηλαδή…
Από εκεί λοιπόν πήραμε το Eurostar το οποίο σου βγάζει την πίστη μέχρι να βγει από το Λονδίνο αλλά από κει και μετά πετάει. Η υποθαλάσσια διαδρομή διαρκεί γύρω στα 20 λεπτά και το μόνο πράγμα που την κάνει αισθητή είναι η φοβερή πίεση που νιώθεις στα αυτιά σου, ισχυρότερη από αυτή του αεροπλάνου, αλλά και το ότι σε αυτό το κομμάτι όλοι ξεραίνονται στον ύπνο.
Δυόμιση ώρες μετά (κι άλλη μία που μας έφαγε η διαφορά ώρας) πατήσαμε Gard du Nord. Από εκεί, με τα πόδια φτάσαμε στο ξενοδοχείο το οποίο βρισκόταν στη Boulevard de Magenta και έλεγε πως είναι τριών αστέρων. Βεβαίως, επειδή αναφερόμαστε σε ξενοδοχείο Παρισίων αφαιρέστε τουλάχιστον δύο (αστέρια). Να μην ξεχάσω να αναφερθώ στην ταμπέλα της εισόδου η οποία ανάμεσα στις υπερ-λουξ (sic) υπηρεσίες του ξενοδοχείου (TV, WC και κρεβάτι) ανέφερε και τη φράση “English spoken”.
(Οι Γάλλοι: Τους Γάλλους τους σιχάθηκα αμέσως. Είναι πιο ξινοί κι από τους Άγγλους. Αγενείς, φωνακλάδες και άξεστοι. Οι Έλληνες είμεθα λόρδοι μπροστά τους. Έχουν τεράστια ιδέα για το έθνος τους και για να μιλήσουν αγγλικά θα πρέπει όχι μόνο να τους πεις “Parlez-vous Anglais?” (εκεί η απάντηση είναι ένα τρανό “NON” με τη μεγαλύτερη ξινίλα που έχετε δει σε ανθρώπινη μούρη) αλλά να σε δουν χωμένο σε ένα γαλλικό λεξικό, έτοιμο να βρίσεις ή να κλάψεις. Στραβοκοιτούν όποιον μιλάει αγγλικά στο δρόμο και νομίζουν πως δεν τους καταλαβαίνεις όταν σε βρίζουν στη γλώσσα τους. Οι Γαλλίδες πάντως είναι ωραίες γκόμενες, και γενικότερα περπατώντας στο Παρίσι καταλαβαίνεις γιατί αυτός ο λαός βγαίνει «ο γαμιάς της ευρωγειτονιάς» στις στατιστικές. Το flirt στο μετρό πάει σύννεφο. Αν εξαιρέσουμε αυτό, το Παρίσι κατοικείται από λάθος ανθρώπους. (Για το θέμα της γαλλικής σεξουαλικότητας θα καλέσω στο βάθρο των σχολίων την Dr Αλίνα για μια αναλυτικότερη τοποθέτηση.))
Στη μικρή βόλτα που πήγαμε με τον Matt και τον Dave (με τους οποίους μοιραζόμουν και το δωμάτιο) μέχρι την Place de Republique, έπαθα το πρώτο ισχυρό σοκ από την ομορφιά της πόλης. Είναι φοβερό πως ακόμη και σε μια κωλογειτονιά σαν αυτή που μέναμε (θα σας πω αργότερα γιατί) όλα γύρω έμοιαζαν κομμάτια από σκηνικό. Γωνιακά καφέ, τραπεζάκια, περβάζια με λουλούδια, μπαλκόνια, πλατείες, κτίρια. Κάθε βήμα σου και μία σκηνή από τον γαλλικό κινηματογράφο.
Λίγα λεπτά αργότερα συναντηθήκαμε με τους υπόλοιπους στο ξενοδοχείο και ξεκινήσαμε για το La Defence. Leader ήταν ο «καλλιτέχνης» ο οποίος τρεις μέρες στο Παρίσι, με κρύα, με βροχές, κυκλοφορούσε με ένα τζιν με γυρισμένα ρεβέρ και πλαστική παντόφλα Adidas. Και όταν λέω παντόφλα δε εννοώ τα μετροσέξουαλ mule των Αθηναίων, αλλά την παντόφλα τη σωστή, την πρόστυχη, τη βαλκανική.
(Το μετρό: Το Παριζιάνικο μετρό είναι το παλιότερο του κόσμου. Και το χειρότερο. Η πρακτικότητα είναι μια λέξη που δεν υπάρχει πουθενά στο υπέδαφος της γαλλικής πρωτεύουσας. Κλειστοφοβικά, βρώμικα τούνελ, με ελλιπή σήμανση και χάρτες που πρέπει να ψάξεις για να βρεις, γραμμές βαφτισμένες με αριθμούς και χρώματα του τύπου γκρενά, αρζάν και κεραμυδοκανελί που μόνο η Μιραράκη μπορεί να συγκρατήσει. Για κυλιόμενες σκάλες ούτε συζήτηση. Στις αποβάθρες κυκλοφορούν πέντε πέντε οι φαντάροι με παραλλαγές και τεράστια αυτόματα στα χέρια. Θέαμα τριτοκοσμικό, απαράδεκτο για μία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Μία άλλη, μεγάλη μαλακία, είναι ότι τις πόρτες των συρμών πρέπει να τις ανοίγεις εσύ… με μπετούγια! Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα τράινα σταματούν για λίγα δευτερόλεπτα και αμέσως κλείνουν τις πόρτες τους. Δεν έχω δει ξαναδεί πιο αγχομένους και βιαστικούς ανθρώπους από τους Παριζιάνους. Και αυτά τα γράφω εγώ, που στις μετακινήσεις μου δεν είμαι καθόλου χαλαρός.)
Με το που βγήκαμε από το σταθμό του μετρό στο La Defence τα σαγόνια μας έπαθαν εξάρθρωση από το θέαμα, το οποίο πολύ θα ήθελα να σας μεταφέρω αλλά στις φωτογραφίες που βλέπετε είναι πολύ μικρότερο από ότι στην πραγματικότητα. Αυτό το θηρίο, η Grande Arche, έχει ύψος 91.5 μέτρα και από ό,τι διάβασα στον οδηγό μου, μέσα στο κενό της μπορεί να χωρέσει άνετα την Notre Dam! Στέκει ακριβώς απέναντι από την Αψίδα του Θριάμβου, λίγα χιλιόμετρα από την πλατεία Charles De Gaulle και η θέα από τον 35ο όροφο είναι απίστευτη!
Στον ίδιο όροφο είδαμε και μία έκθεση –θα σας γελάσω ποιου- με πορτρέτα διασημοτήτων τα οποία λειτουργούν και ως illusions.
Δοκιμάστε αυτό. Κοιτάξτε για τουλάχιστον τριάντα δευτερόλεπτα τη λευκή κουκίδα στη μέση του πίνακα και στη συνέχεια στρέψτε απευθείας το βλέμα σας σε ένα λευκό τοίχο ή ανοιγοκλείστε τα πολλές φορές ώστε να δείτε το πρόσωπο. Καλό ε;
Στη συνέχεια κάναμε μία βόλτα στη αχανή πλατεία με τα θεόρατα κτίρια που κάνει το Canary Wharf να μοιάζει με καταυλισμό προσφύγων. Είχα να νιώσω τόσο ασήμαντο μυρμήγκι από τότε που μας είχαν πάει με το σχολείο στην «Αστρική Οδύσσεια» στο Πλανητάριο. Καταλήξαμε σε ένα κινέζικο εστιατόριο στο οποίο γευτήκαμε τη μαγεία της γαλλικής κουζίνας μέσα από γλυκόξινα κοτόπουλα και chop sticks.
Αφού έγκωσε στο ρύζι ο Κροάτης, ξεκινήσαμε για την επίσκεψη στον Πύργο του Άιφελ. Όταν φτάσαμε στο Trocadero είχε νυχτώσει για τα καλά κι έτσι βγάλαμε τις απαραίτητες cheesy (ομαδικές και μη) φωτογραφίες με τον πύργο φωταγωγημένο. Εκεί αποχαιρετίσαμε τους καθηγητές οι οποίοι μας έβγαλαν εισιτήρια για το τρίτο επίπεδο και την έκαναν για dolce vita. Η ανύψωση μέχρι το δεύτερο επίπεδο ήταν εύκολη πλην τρομακτική για τους υψοφοβικούς. Από το δεύτερο στο τρίτο έπρεπε να περιμένουμε ουρά για το ασανσέρ το οποίο ανέβαινε και τελειωμό δεν είχε.
Όταν φτάσαμε στην κορυφή είχα την εντύπωση πως ο πύργος κουνιόταν κι έτσι πήγαινα κάγκελο κάγκελο. (Υπερευαισθησία στην ταλάντωση απέκτησα μετά τους διάφορους σεισμούς στην Ελλάδα.) Εκτός από την ελαστικότητα του Πύργου, εκείνη την ώρα με χάλασε και η απίστευτη καταιγίδα που δε με άφησε να φωτογραφίσω (σταθερά) την ιλιγγιώδη θέα.
Έτσι μπήκα πάλι μέσα και προσπάθησα παρά το απίστευτο στριμωξίδι να βγάλω φωτογραφίες. Κάποια στιγμή, σηκώνοντας το κεφάλι μου, είδα πως βρισκόμουν 2103 χιλιόμετρα ακριβώς απέναντι από την Αθήνα. Και δε σας κρύβω πώς αν και βρισκόμουν πάνω στο σύμβολο μιας πανέμορφης μητρόπολης, νοστάλγησα λίγο την γοητευτική Αθηναϊκή ασχήμια.
Η επιστροφή στη γη ήταν τελείως επεισοδιακή και ο Πύργος πολύ τρύπιος για να μας προφυλάξει από το τουλούμι. Βγαίνοντας στο δρόμο, ο Will και η φίλη του αγόρασαν στη μαύρη αγορά ομπρέλες που έγραφαν “Paris” μπας και κρατήσουν ένα εκατοστό του σώματός τους στεγνό, ενώ Matt και Dave παζάρευαν kitsch ομοιώματα του Πύργου με μπλε ambient φωτισμό. Αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελοί μέσα στο χαλασμό για να βρούμε ένα σταθμό του μετρό. Κι επειδή ούτε σταθμό βρίσκαμε, ούτε και υπόστεγο για ανοίξουμε χάρτη, ανεβήκαμε και πάλι προς το Trocadero που ξέραμε και εμπιστευόμασταν. Τα ρούχα και τα μαλλιά μας είχαν πλέον παπαριάσει, τα πόδια μας χώνονταν μέχρι τον αστράγαλο στα νερά και η Αγγλίδα που φορούσε σαντάλια (με d) έκανε ποδόλουτρο στα σκατά. Απίστευτη στιγμή, θα τη θυμάμαι για πάντα. Μέσα σε όλα αυτά, άρχισε και αυτό το αστραφτερό εφέ που έχουν βάλει οι Γάλλοι στον Πύργο, το οποίο παίζει δέκα λεπτά κάθε ώρα. Κι επειδή την προηγούμενη ώρα ήμασταν επάνω και δεν είχαμε δει τίποτα παρά πέντε φλασιές στα μούτρα μας, καθίσαμε στη μπόρα και βγάζαμε φωτογραφίες!
Όταν βγήκαμε από το μετρό η βροχή είχε σταματήσει. Φυσικά μετά από όλα αυτά κανείς από την παρέα μας δεν είχε κουράγιο να βγει κι έτσι η πρώτη μας ημέρα στο Παρίσι τελείωσε με προβολή των περίπου τετρακοσίων φωτογραφιών που είχαμε τραβήξει στο “MattBook”, το laptop του Matt.
Αξημέρωτα μας πήρε το πούλμαν από τη ραχούλα για το Waterloo. Στη διαδρομή ο Dave καθόταν δίπλα μου γιατί ο κολλητός του (Matt) ήταν ντέφι από την προηγουμένη και απειλούσε πως θα ξεράσει (πρωτότυπο). Μέχρι να φτάσουμε στο Λονδίνο ο Dave είχε μάθει κάθε ελληνική βρισιά καθώς και το «γαμιέσαι στα πάρκα» που ήταν ειδική παραγγελία του αδερφού μου. Εδώ να σημειώσω πως τα skills μου ως καθηγητής ελληνικών είναι υψηλά. Η Hanna (συγκάτοικος) έμαθε να μετράει μέχρι το δέκα: «Ούνα… δύο… τέσσερο…»
Στο Waterloo έσκασαν μύτη και οι καθηγητές, οι οποίοι φυσικά μένουν στον πολιτισμό και όχι στα πουρνάρια, όπως και ο «καλλιτέχνης» που θα μας ξεναγούσε στο Παρίσι. Ο οποίος δεν ήταν Γάλλος αλλά Κροάτης (αντιπαθέστατος τύπος) που είχε τύχει να εκθέσει –λέει- έργα του a Paris. Φέξε μου δηλαδή…
Από εκεί λοιπόν πήραμε το Eurostar το οποίο σου βγάζει την πίστη μέχρι να βγει από το Λονδίνο αλλά από κει και μετά πετάει. Η υποθαλάσσια διαδρομή διαρκεί γύρω στα 20 λεπτά και το μόνο πράγμα που την κάνει αισθητή είναι η φοβερή πίεση που νιώθεις στα αυτιά σου, ισχυρότερη από αυτή του αεροπλάνου, αλλά και το ότι σε αυτό το κομμάτι όλοι ξεραίνονται στον ύπνο.
Δυόμιση ώρες μετά (κι άλλη μία που μας έφαγε η διαφορά ώρας) πατήσαμε Gard du Nord. Από εκεί, με τα πόδια φτάσαμε στο ξενοδοχείο το οποίο βρισκόταν στη Boulevard de Magenta και έλεγε πως είναι τριών αστέρων. Βεβαίως, επειδή αναφερόμαστε σε ξενοδοχείο Παρισίων αφαιρέστε τουλάχιστον δύο (αστέρια). Να μην ξεχάσω να αναφερθώ στην ταμπέλα της εισόδου η οποία ανάμεσα στις υπερ-λουξ (sic) υπηρεσίες του ξενοδοχείου (TV, WC και κρεβάτι) ανέφερε και τη φράση “English spoken”.
(Οι Γάλλοι: Τους Γάλλους τους σιχάθηκα αμέσως. Είναι πιο ξινοί κι από τους Άγγλους. Αγενείς, φωνακλάδες και άξεστοι. Οι Έλληνες είμεθα λόρδοι μπροστά τους. Έχουν τεράστια ιδέα για το έθνος τους και για να μιλήσουν αγγλικά θα πρέπει όχι μόνο να τους πεις “Parlez-vous Anglais?” (εκεί η απάντηση είναι ένα τρανό “NON” με τη μεγαλύτερη ξινίλα που έχετε δει σε ανθρώπινη μούρη) αλλά να σε δουν χωμένο σε ένα γαλλικό λεξικό, έτοιμο να βρίσεις ή να κλάψεις. Στραβοκοιτούν όποιον μιλάει αγγλικά στο δρόμο και νομίζουν πως δεν τους καταλαβαίνεις όταν σε βρίζουν στη γλώσσα τους. Οι Γαλλίδες πάντως είναι ωραίες γκόμενες, και γενικότερα περπατώντας στο Παρίσι καταλαβαίνεις γιατί αυτός ο λαός βγαίνει «ο γαμιάς της ευρωγειτονιάς» στις στατιστικές. Το flirt στο μετρό πάει σύννεφο. Αν εξαιρέσουμε αυτό, το Παρίσι κατοικείται από λάθος ανθρώπους. (Για το θέμα της γαλλικής σεξουαλικότητας θα καλέσω στο βάθρο των σχολίων την Dr Αλίνα για μια αναλυτικότερη τοποθέτηση.))
Στη μικρή βόλτα που πήγαμε με τον Matt και τον Dave (με τους οποίους μοιραζόμουν και το δωμάτιο) μέχρι την Place de Republique, έπαθα το πρώτο ισχυρό σοκ από την ομορφιά της πόλης. Είναι φοβερό πως ακόμη και σε μια κωλογειτονιά σαν αυτή που μέναμε (θα σας πω αργότερα γιατί) όλα γύρω έμοιαζαν κομμάτια από σκηνικό. Γωνιακά καφέ, τραπεζάκια, περβάζια με λουλούδια, μπαλκόνια, πλατείες, κτίρια. Κάθε βήμα σου και μία σκηνή από τον γαλλικό κινηματογράφο.
Λίγα λεπτά αργότερα συναντηθήκαμε με τους υπόλοιπους στο ξενοδοχείο και ξεκινήσαμε για το La Defence. Leader ήταν ο «καλλιτέχνης» ο οποίος τρεις μέρες στο Παρίσι, με κρύα, με βροχές, κυκλοφορούσε με ένα τζιν με γυρισμένα ρεβέρ και πλαστική παντόφλα Adidas. Και όταν λέω παντόφλα δε εννοώ τα μετροσέξουαλ mule των Αθηναίων, αλλά την παντόφλα τη σωστή, την πρόστυχη, τη βαλκανική.
(Το μετρό: Το Παριζιάνικο μετρό είναι το παλιότερο του κόσμου. Και το χειρότερο. Η πρακτικότητα είναι μια λέξη που δεν υπάρχει πουθενά στο υπέδαφος της γαλλικής πρωτεύουσας. Κλειστοφοβικά, βρώμικα τούνελ, με ελλιπή σήμανση και χάρτες που πρέπει να ψάξεις για να βρεις, γραμμές βαφτισμένες με αριθμούς και χρώματα του τύπου γκρενά, αρζάν και κεραμυδοκανελί που μόνο η Μιραράκη μπορεί να συγκρατήσει. Για κυλιόμενες σκάλες ούτε συζήτηση. Στις αποβάθρες κυκλοφορούν πέντε πέντε οι φαντάροι με παραλλαγές και τεράστια αυτόματα στα χέρια. Θέαμα τριτοκοσμικό, απαράδεκτο για μία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Μία άλλη, μεγάλη μαλακία, είναι ότι τις πόρτες των συρμών πρέπει να τις ανοίγεις εσύ… με μπετούγια! Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα τράινα σταματούν για λίγα δευτερόλεπτα και αμέσως κλείνουν τις πόρτες τους. Δεν έχω δει ξαναδεί πιο αγχομένους και βιαστικούς ανθρώπους από τους Παριζιάνους. Και αυτά τα γράφω εγώ, που στις μετακινήσεις μου δεν είμαι καθόλου χαλαρός.)
Με το που βγήκαμε από το σταθμό του μετρό στο La Defence τα σαγόνια μας έπαθαν εξάρθρωση από το θέαμα, το οποίο πολύ θα ήθελα να σας μεταφέρω αλλά στις φωτογραφίες που βλέπετε είναι πολύ μικρότερο από ότι στην πραγματικότητα. Αυτό το θηρίο, η Grande Arche, έχει ύψος 91.5 μέτρα και από ό,τι διάβασα στον οδηγό μου, μέσα στο κενό της μπορεί να χωρέσει άνετα την Notre Dam! Στέκει ακριβώς απέναντι από την Αψίδα του Θριάμβου, λίγα χιλιόμετρα από την πλατεία Charles De Gaulle και η θέα από τον 35ο όροφο είναι απίστευτη!
Στον ίδιο όροφο είδαμε και μία έκθεση –θα σας γελάσω ποιου- με πορτρέτα διασημοτήτων τα οποία λειτουργούν και ως illusions.
Δοκιμάστε αυτό. Κοιτάξτε για τουλάχιστον τριάντα δευτερόλεπτα τη λευκή κουκίδα στη μέση του πίνακα και στη συνέχεια στρέψτε απευθείας το βλέμα σας σε ένα λευκό τοίχο ή ανοιγοκλείστε τα πολλές φορές ώστε να δείτε το πρόσωπο. Καλό ε;
Στη συνέχεια κάναμε μία βόλτα στη αχανή πλατεία με τα θεόρατα κτίρια που κάνει το Canary Wharf να μοιάζει με καταυλισμό προσφύγων. Είχα να νιώσω τόσο ασήμαντο μυρμήγκι από τότε που μας είχαν πάει με το σχολείο στην «Αστρική Οδύσσεια» στο Πλανητάριο. Καταλήξαμε σε ένα κινέζικο εστιατόριο στο οποίο γευτήκαμε τη μαγεία της γαλλικής κουζίνας μέσα από γλυκόξινα κοτόπουλα και chop sticks.
Αφού έγκωσε στο ρύζι ο Κροάτης, ξεκινήσαμε για την επίσκεψη στον Πύργο του Άιφελ. Όταν φτάσαμε στο Trocadero είχε νυχτώσει για τα καλά κι έτσι βγάλαμε τις απαραίτητες cheesy (ομαδικές και μη) φωτογραφίες με τον πύργο φωταγωγημένο. Εκεί αποχαιρετίσαμε τους καθηγητές οι οποίοι μας έβγαλαν εισιτήρια για το τρίτο επίπεδο και την έκαναν για dolce vita. Η ανύψωση μέχρι το δεύτερο επίπεδο ήταν εύκολη πλην τρομακτική για τους υψοφοβικούς. Από το δεύτερο στο τρίτο έπρεπε να περιμένουμε ουρά για το ασανσέρ το οποίο ανέβαινε και τελειωμό δεν είχε.
Όταν φτάσαμε στην κορυφή είχα την εντύπωση πως ο πύργος κουνιόταν κι έτσι πήγαινα κάγκελο κάγκελο. (Υπερευαισθησία στην ταλάντωση απέκτησα μετά τους διάφορους σεισμούς στην Ελλάδα.) Εκτός από την ελαστικότητα του Πύργου, εκείνη την ώρα με χάλασε και η απίστευτη καταιγίδα που δε με άφησε να φωτογραφίσω (σταθερά) την ιλιγγιώδη θέα.
Έτσι μπήκα πάλι μέσα και προσπάθησα παρά το απίστευτο στριμωξίδι να βγάλω φωτογραφίες. Κάποια στιγμή, σηκώνοντας το κεφάλι μου, είδα πως βρισκόμουν 2103 χιλιόμετρα ακριβώς απέναντι από την Αθήνα. Και δε σας κρύβω πώς αν και βρισκόμουν πάνω στο σύμβολο μιας πανέμορφης μητρόπολης, νοστάλγησα λίγο την γοητευτική Αθηναϊκή ασχήμια.
Η επιστροφή στη γη ήταν τελείως επεισοδιακή και ο Πύργος πολύ τρύπιος για να μας προφυλάξει από το τουλούμι. Βγαίνοντας στο δρόμο, ο Will και η φίλη του αγόρασαν στη μαύρη αγορά ομπρέλες που έγραφαν “Paris” μπας και κρατήσουν ένα εκατοστό του σώματός τους στεγνό, ενώ Matt και Dave παζάρευαν kitsch ομοιώματα του Πύργου με μπλε ambient φωτισμό. Αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελοί μέσα στο χαλασμό για να βρούμε ένα σταθμό του μετρό. Κι επειδή ούτε σταθμό βρίσκαμε, ούτε και υπόστεγο για ανοίξουμε χάρτη, ανεβήκαμε και πάλι προς το Trocadero που ξέραμε και εμπιστευόμασταν. Τα ρούχα και τα μαλλιά μας είχαν πλέον παπαριάσει, τα πόδια μας χώνονταν μέχρι τον αστράγαλο στα νερά και η Αγγλίδα που φορούσε σαντάλια (με d) έκανε ποδόλουτρο στα σκατά. Απίστευτη στιγμή, θα τη θυμάμαι για πάντα. Μέσα σε όλα αυτά, άρχισε και αυτό το αστραφτερό εφέ που έχουν βάλει οι Γάλλοι στον Πύργο, το οποίο παίζει δέκα λεπτά κάθε ώρα. Κι επειδή την προηγούμενη ώρα ήμασταν επάνω και δεν είχαμε δει τίποτα παρά πέντε φλασιές στα μούτρα μας, καθίσαμε στη μπόρα και βγάζαμε φωτογραφίες!
Όταν βγήκαμε από το μετρό η βροχή είχε σταματήσει. Φυσικά μετά από όλα αυτά κανείς από την παρέα μας δεν είχε κουράγιο να βγει κι έτσι η πρώτη μας ημέρα στο Παρίσι τελείωσε με προβολή των περίπου τετρακοσίων φωτογραφιών που είχαμε τραβήξει στο “MattBook”, το laptop του Matt.
(Οι φωτογραφίες του post είναι δια χειρός ibt και όλα τα rights είναι reserved.)
Πώς έκαψα το Πανεπιστήμιο μου.
394 Comments Published by the ibt on Monday, September 18, 2006 at 2:29 PM.Δεν είχα σκοπό να γράψω post αυτή τη στιγμή. Αυτό όμως που συνέβη πριν από λίγα λεπτά είναι τόσο κωμικοτραγικό που θέλω να το μοιραστώ με κάποιον, έστω και με το πληκτρολόγιό μου.
Ένα από τα πράγματα που τρέμουν οι Άγγλοι είναι η φωτιά. Θες κατάλοιπο από την πυρκαγιά του 1666 που έκαψε το Λονδίνο, θες το γεγονός ότι δεν απειλούνται από φυσικές καταστροφές όπως σεισμούς και τυφώνες, θες ότι το ξύλο χρησιμοποιείται ευρέως ως δομικό υλικό εδώ…το γεγονός είναι ότι οι Άγγλοι έχουν ψύχωση με την πυρόσβεση, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει φωτιά.
Έτσι από την πρώτη μέρα που φτάσαμε στις εστίες, πριν ακόμη ξεκινήσει επίσημα το ακαδημαϊκό έτος, μας μάζεψαν όλους για να μας ενημερώσουν για τη φωτιά. Ανέλυσαν όλο το σύστημα πυρασφάλειας, μας έδειξαν πώς να χρησιμοποιούμε πυροσβεστήρες και fire blankets, μας είπαν που θα πηγαίνουμε σε περίπτωση συναγερμού όταν βρισκόμαστε στο σπίτι, στο μάθημα, στη βιβλιοθήκη στο IT, στην τουαλέτα κοκ.
Πριν από λίγες ώρες ήμουν έξω από τη βιβλιοθήκη προσπαθώντας να κλέψω λίγο wireless σήμα για να σας γράψω τα του ταξιδιού στο Παρίσι. (Ναι, ναι, μισείστε με, δέκα μέρες είμαι στην Αγγλία και μου έκατσε και ταξίδι.) Τελικά ούτε στο Internet κατάφερα να μπω και εκτός αυτού κρύωσα γιατί ο ήλιος έπεσε κι εγώ ήμουν με το μακό. Έτσι, όταν επέστρεψα στο δωμάτιο, μου φάνηκε κάπως κρύο και είπα να ανάψω τη θέρμανση, πιο πολύ από περιέργεια όμως παρά από πραγματική ανάγκη.
Σε λίγη ώρα το δωμάτιο είχε ζεσταθεί αλλά παράλληλα μύριζε κάτι. Είχε αυτή τη μυρωδιά που έχει κάθε συσκευή θέρμανσης όταν πρωτοανάβει. Σκέφτηκα λοιπόν πως υπήρχει περίπτωση να ανάψει ο συναγερμός λόγω της μυρωδιάς κι έτσι το έκλεισα για να μη βγει έξω όλο το σπίτι με τα σώβρακα εξαιτίας μου.
Μετά από λίγα λεπτά κι ενώ έβλεπα South Park στον υπολογιστή, άκουσα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα του δωματίου μου. “Yeeees?” Καμία απάντηση. Πιο δυνατά χτυπήματα. “YEEEEEEES? COME IN” φώναξα σκεπτόμενος ότι πρόκειται για κάποιο συγκάτοικο. “Security! Please open the door!” Ποιος πούστης μου κάνει πλάκα βραδιάτικα, αναρωτήθηκα..
Πάτάω pause λοιπόν, ανοίγω την πόρτα και βλέπω ένα σεκιουριτά με ασύρματο στο χέρι και δύο wardens (εκ των οποίων η μία η Κάλλια) να βάζουν το κεφάλι τους από το πλάι της πόρτας προσπαθώντας να δουν μέσα στο δωμάτιό μου. Ευτυχώς που δεν ήμουν νεγκλιζέ (sic) και ευτυχώς που σήμερα όλη μέρα καθάριζα και τακτοποιούσα το Κελί. Χέστηκα πάνω μου, δεν πήγε το μυαλό μου στο καλοριφέρ Θα πρέπει να έχω κάνει μεγάλη μαλακία για να εισβάλουν δύο γκόμενες κι ένας ένστολος στον προσωπικό μου χώρο, σκέφτηκα. Μήπως ήταν έλεγχος για TV license (που ούτε τηλεόραση έχω ούτε πρίζα για κεραία) , μήπως ήταν αιφνίδιος έλεγχος του Πανεπιστημίου για την κατάσταση των δωματίων; Όλες αυτές οι σκέψεις σε κλάσματα δευτερολέπτου.
“We came hear to check if you’re all right” μου λέει καθησυχαστικά αυτός, που προφανώς είδε την απορία μου.
-Είδαμε φωτιά στο δωμάτιό σου και ήρθαμε να… (σνιφ σνιφ) υπάρχει μια μυρωδιά εδώ μέσα.
-Εεε… Κρύωνα λίγο και άναψα το καλοριφέρ… λίγο, απάντησα με απολογητικό ύφος.
Κάλλια (ντυμένη, έτοιμη για τα μπουζούκια) και ανώνυμη warden με κοιτούσαν σοβαρά στα μάτια. Εγώ να ανοίξει η γη να με καταπιεί γιατί σκεφτόμουν τι θα σκέφτονται αυτοί για κάποιον που άναψε καλοριφέρ το Σεπτέμβριο με 20 βαθμούς.
-Ναι αλλά ο ανιχνευτής καπνού έδωσε συναγερμό, μάλλον επειδή τα καλοριφέρ έχουν να λειτουργήσουν από πέρσι, κι εμείς έπρεπε να σιγουρευτούμε πως όλα είναι καλά.
Τότε σκέφτηκα πόσο γρήγορα ο σεκιουριτάς είδε το συναγερμό, φώναξε την Κάλλια η οποία κατεβαίνοντας από σωλήνα (επιφυλακής και στριπτιτζάδικου) έβαλε αμέσως γόβα και αϊλάινερ, φώναξε την ανώνυμη warden, ήρθαν στο σπίτι, άνοιξαν τις δύο πόρτες μέχρι το δωμάτιό μου και μου χτύπησαν την πόρτα.
Στο τέλος, αφού τους ρώτησα αν θα μπορώ να χρησιμοποιώ τη θέρμανση στο μέλλον ή αν είναι να μετακομίσω σε igloo (που είναι πιο cozy και δεν έχουν πρόσβαση οι πάντες), μου ζήτησαν όλοι συγνώμη και έφυγαν. Σοκαρισμένος πήγα στην κουζίνα και ρώτησα αν είδε κανείς τη σκηνή. Οι Άγγλοι δεν είχαν πάρει χαμπάρι τίποτα, τσιγάριζαν κρεμμύδια. Και που τους το είπα δηλαδή δεν έδειξαν να παραξενεύονται.
Επιστρέφοντας στο δωμάτιο θυμήθηκα αυτό που μου είπε μία Κύπρια που γνώρισα στις εγγραφές. Μια μέρα -λέει- έκανε πιστολάκι αλλά το παράκανε και της άρπαξε το μαλλί στην άκρη, βγάζοντας τη γνωστή μυρωδιά. Έτσι άρχισε να χτυπάει ο συναγερμός του σπιτιού –σε αντίθεση με την περίπτωσή μου που άναψε μόνο το προειδοποιητικό λαμπάκι- και αυτή έτρεχε πανικόβλητη! Όχι για να βγει στο σημείο συγκέντρωσης αλλά για να συμμαζέψει το δωμάτιό πριν έρθουν οι πυροσβέστες.
Δε λέω, καλή η πρόληψη, καλή η πυρασφάλεια αλλά εδώ το έχουν παραχέσει νομίζω. Δεν μπορεί να μπουκάρει έτσι ο κάθε άγνωστος στο σπίτι σου. (Στην περίπτωσή μου βέβαια χτύπησαν την πόρτα αλλά έχουν δικαίωμα να μην το κάνουν.) Μετά από αυτό το γεγονός νιώθω πως προσβλήθηκε η ατομική μου ελευθερία και το άσυλο μου. Και αυτό που λέω δε νομίζω να είναι πιο υπερβολικό από τα μέτρα προστασία τους.
Και εκτός αυτού, τώρα είμαι εκνευρισμένος επειδή αναγκάστηκα να ανοίξω την πόρτα και το δωμάτιό μου μυρίζει πλέον φαγητό. Και σήμερα δεν πήγα σούπερ μάρκετ. Και στο κωλοχώρι δεν υπάρχει τίποτα εδώδιμο εκτός από μπύρα. Και έχω να φάω από το Παρίσι!
(Σας υπόσχομαι αναλυτικό φωτοpost Παρισίων.)
*Το post αυτό γράφτηκε εχθές το βράδυ.
Η δεύτερη ουρά που στάθηκα ήταν για τα Αγγλικά “ΚΤΕΛ” τα οποία φυσικά δεν έχουν καμία σχέση με τα ελληνικά, τόσο σε συνέπεια όσο και σε ρεπερτόριο. Εκεί, χρειάστηκε να φάω 15 λεπτά αναμονή για να μου πει η υπάλληλος πως στεκόμουν σε λάθος ουρά. Ήταν το πρώτο σοκ που με έκανε να καταλάβω πως στην αρχή τα πράγματα σε επίπεδο συνεννόησης και γενικότερης αντίληψης θα είναι κάπως περιορισμένα και πως εδώ θα μοιάζω λίγο πιο χαζός από ότι στην Ελλάδα.
Με δύο κυλιόμενα μπαούλα στα χέρια και δύο τσάντες περασμένες χιαστί στους ώμους μου έφτασα με το λεωφορείο στο σιδηροδρομικό σταθμό του Woking. Μία από τις τοπικές «πρωτεύουσες». Από εκεί, πήρα το τραίνο προς Farnham. Τι ωραία τραίνα που έχουν οι Άγγλοι! Καινούρια, καθαρά, αθόρυβα, σταθερά, ακριβή και φυσικά ακριβά! Η διαδρομή ήταν σύντομη και πολύ πράσινη, τόσο που χόρτασε το μάτι μου βουνό και λαγκάδι. Κοντεύοντας στο Farnham, ένας Άγγλος που φώναζε στο κινητό του βρίζοντας τη NatWest και την εταιρία φοιτητικών δανείων, με ρώτησε αν είμαι φοιτητής και προσφέρθηκε να με βοηθήσει με τα μπαούλα. Δεν υπήρχε περίπτωση να περπατούσα μέχρι το Πανεπιστήμιο μετά από όλα αυτά κι έτσι πήρα ταξί.
Το Farnham είναι μία μικρή “market town” όπως είπε ο συγκάτοικός μου, Pat. Έχει ένα αρκετά «ανήσυχο» κέντρο με μικρά (ηλίθια) μαγαζιά και πολλά αυτοκίνητα. Δεν έχει κανένα μέρος για να φας φτηνά, έχει όμως πολλά για να ψωνίσεις ακριβά. Γενικά, όλοι οι φοιτητές εδώ λένε πως το Farnham είναι πολύ ακριβό. Εγώ δεν ξέρω, δεν έχω καταλάβει ακόμα τι θεωρείται φτηνό και ακριβό στην Αγγλία.
Έφτασα στο Πανεπιστήμιο πτώμα από το κουβάλημα και την αϋπνία, περπάτησα σε διαδρόμους, αυλές και μονοπάτια, ανέβηκα σκάλες, ανηφόρες και τελικά έφτασα στο Accommodation Office στο οποίο μου έδωσαν τα κλειδιά του σπιτιού μέσα ένα φάκελο με οδηγίες, κανόνες, περιορισμούς κλπ. Με προειδοποίησαν δε πως αν χάσω τα κλειδιά μου θα πληρώσω 100 λίρες (!) και καλό θα ήταν –λέει- να τα ασφαλίσω με 20 λίρες στην κυρία που την είχε στήσει έξω από το γραφείο. (Πανεπιστημιακές business.) Εγώ φυσικά και τους αγνόησα. Με τέτοιο μπρελόκ που μου χάρισε η Loucretia, πιο πιθανό είναι να χαθώ εγώ παρά τα κλειδιά μου.
Από εκεί με παρέλαβε μία κοπέλα (ήταν ΙΔΙΑ η Κάλλια, όχι εσύ Έρωτα, μια άλλη.) που είναι “warden”, δευτεροετής φοιτήτρια δηλαδή που «μας προσέχει». Με βοήθησε να ανεβάσω τα πράγματά μου στον πρώτο όροφο του σπιτιού και μου άνοιγε τις πόρτες. Μέχρι που μου άνοιξε την πόρτα του δωματίου και τα είδα όλα. Τι κελί ήταν αυτό! Λίγο καλύτερο από Κορυδαλλού, λίγο χειρότερο από Αγίου Όρους. Οι τοίχοι να είναι από τσιμεντόλιθο και όλες οι εγκαταστάσεις (ηλεκτρικές και υδραυλικές) να φαίνονται πάνω τους. Μάστορες σε αυτά οι Άγγλοι! Για Internet ούτε λόγος φυσικά.
Μόλις έφυγε η warden Κάλλια, ένιωσα για πρώτη φορά τόσο ξεκρέμαστος και χαμένος στο κενό! Σε ένα δωμάτιο που σιχαινόμουν να ακουμπήσω οτιδήποτε, με δύο βαλίτσες που ήταν έτοιμες να σκάσουν αλλά δεν μπορούσα να τις αδειάσω, με ένα στομάχι που φώναζε, με ένα συγκάτοικο να μου συστήνεται και να μην καταλαβαίνω τίποτα… Τότε ακριβώς ήταν που αναρωτήθηκα: «Πού ήρθα ρε μαλάκα;»
Αφού κουτσομίλησα λίγο με τον Pat, πήρα τους δρόμους του Farnham για να βρω φαγητό και κατά λάθος έπεσα πάνω σε ένα Sainsbury’s (σούπερ μάρκετ). Τι ήθελα και μπήκα μέσα; Χειρότερα έγινα. Ήμουν σαν ψάρι που έβγαινε για σκουλίκια στη στεριά. Γυρνούσα στους διαδρόμους με μάτια ορθάνοιχτα και κάθε τόσο γελούσα δυνατά γιατί δεν καταλάβαινα τίποτα. Ευτυχώς όμως η παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει universal αξίες όπως το Detol και τη Χλωρίνη, προϊόντα που μαζί με μία κόκα κόλα και ένα απίστευτα άνοστο sandwich έβαλα στις σακούλες μου.
Έφαγα με τον Pat και τη Natalie να μετράνε τις μπουκιές και τα ψίχουλά μου. Εδώ να σημειώσω πως πέντε μέρες τώρα στο Πανεπιστήμιο δεν έχω μιλήσει με άνθρωπο που δεν είναι Άγγλος. Πράγμα που έχει αρχίσει να μου τη σπάει γιατί οι Άγγλοι δεν λένε να καταλάβουν το πακέτο που τρώω τόσο με τη γλώσσα όσο και με τις υπόλοιπες συνήθειές τους (ποτό). Αφήστε που η επικοινωνία μου μαζί τους ήταν αρχικά τόσο περιορισμένη που σίγουρα με πέρασαν για ηλίθιο. Το χειρότερο όμως είναι πως όταν με βλέπουν να κολλάω σε μία λέξη που δεν μπορώ να θυμηθώ, κρέμονται από το στόμα μου και δεν προσφέρονται να βοηθήσουν. Οι Άγγλοι έχουν ταλέντο να σε φέρνουν σε δύσκολη θέση.
Το ίδιο βράδυ ο Pat κανόνισε να βγούμε με τους γείτονές μας: Τον Matt, τον Dave, την Lindsay και τον Craig με τους οποίους συναντηθήκαμε στον κήπο μας. Όταν λοιπόν έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, ξεχαστήκαμε συζητώντας. Τότε ο Matt είπε τη φράση που με έβαλε για τα καλά στο Αγγλικό lifestyle: “Come on people, we’re wasting precious drinking time”.
Πήγαμε σε μία από τις pub του «χωριού» όπου πίνοντας το ένα “pint” μετά το άλλο, οι Άγγλοι προσπάθησαν να μου εξηγήσουν γιατί πίνουν όλη την ημέρα κι εγώ γιατί δεν πίνω γενικώς. Τότε ο Dave με ρώτησε “So what do you do for fun?” Πολύ θα ήθελα να του αναλύσω τους μεταμεσονύκτιους μαραθώνιους φαγητού και κρεπάλης από το Green μέχρι την κρεαταογορά της Αθήνας...
Αχ Αθήνα…
Γυρίσαμε στο σπίτι του Matt και του Dave με τους δύο από μας να είναι ντέφι. Τότε, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα τους ήρθε να παραγγείλουν pizza από το κωλοχώρι (στο οποίο να σημειωθεί πως τα πάντα κλείνουν στις 4μμ.) Φυσικά και όλα τα delivery ήταν κλειστά. Ο Craig όμως αν και τύφλα δεν το έβαλε κάτω. Πήρε τηλέφωνο τις πληροφορίες καταλόγου και ζήτησε όλες τις πιτσαρίες του Guildford, το οποίο πρέπει να ‘ναι κανα μισάωρο από εδώ. Άρχισε να παίρνει τηλέφωνο και να κάνει τσαμπουκά στις τηλεφωνήτριες οι οποίες του έλεγαν πως ήταν αδύνατον να στείλουν φαγητό τέτοια ώρα από το Guildford. Και αφού μίλησε με υπευθύνους και στελέχη, ζήτησε τελικά συγνώμη λέγοντας «ήπια μια vodka παραπάνω κι εγώ σαν άνθρωπος»
Ήταν δύσκολη η πρώτη μέρα στο Farnham. Γι’ αυτό ακριβώς και αναζήτησα κάτι πιο οικείο την αμέσως επόμενη. Πήρα το τραίνο για Λονδίνο όπου θα έκανα τα απαραίτητα ψώνια για το σπίτι.
Μόλις βγήκα στο χαμό του Waterloo ένιωσα πως ήμουν σπίτι μου. Βαβούρα, κόσμος, βιασύνη και ήλιος. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στη Λονδρέζικη λιακάδα κι έτσι αντί να πάρω κατευθείαν το μετρό για Wembley, περπάτησα από το σταθμό μέχρι την Oxford Street.
Όταν κατέβηκα στο σταθμό του Neasden για να πάω στο IKEA, έπρεπε να διαλέξω αν θα κατευθυνθώ δεξιά ή αριστερά. Ο μόνος χάρτης που είχα στη διάθεσή μου ήταν αυτός που ήταν τυπωμένος στο μυαλό μου από το site του ΙΚΕΑ που είχα δει στο Applestore μισή ώρα πριν. Φυσικά πήρα λάθος δρόμο και χάθηκα σε μία εντελώς ουγκ περιοχή, χωρίς τετράγωνα και τέτοιες πολιτισμένες μαλακίες, με έγχρωμους κατοίκους οι οποίοι –αυτό να μη ληφθεί ως ρατσιστικό- δεν ήταν καθόλου φιλικοί όταν ρωτώντας τους πήγαινα στην πόλη. Τελικά, μετά από πολύ περπάτημα έφτασα σε ένα ύψωμα, από όπου μπόρεσα να διακρίνω ένα κίτρινο κουτί. «Εδώ είμαστε» σκέφτηκα.
Όταν μπήκα στο ΙΚΕΑ ήμουν ήδη πτώμα. Κανονικό φαγητό είχα να φάω από την προηγουμένη του ταξιδιού μου κι έτσι προσπέρασα τους σουηδικούς καναπέδες και έφτασα κατευθείαν σε σουηδικούς κεφτέδες. Θα ακουγόμουν πολύ Έλενα Παπαρίζου αν σας έλεγα πως το φαγητό του IKEA ήταν κάτι σαν χριστουγεννιάτικο τραπέζι για μένα; Έφαγα του σκασμού προκειμένου να χορτάσω με μια αξιοπρεπή γεύση.
Αφού σήκωσα όλα τα κατσαρολικά και τα είδη προικός (sic), πήγα στο ταμείο όπου διαπίστωσα πως είχα ψωνίσει πάρα πολλά για να τα μεταφέρω με τα χέρια από το Βορειοδυτικό Λονδίνο στην Κωλοπετινίτσα. Δεν είχα όμως άλλη επιλογή, αφού έφαγα όλες μου τις λίρες σε πούπουλα χήνας και αντικολλητικές επιφάνειες. Έτσι φορτώθηκα δύο τεράστιους μπλε μουσαμάδες οι οποίοι όντας γεμάτοι με κατσαρολικά, κουδούνιζαν σε κάθε μου βήμα. Το κουλό είναι πως οι Άγγλοι έχουν μια περίεργη σχέση με το χαρτί. Όπως δε σου δίνουν πουθενά χαρτοπετσέτες με το φαγητό, έτσι κι εκεί δεν έδιναν χαρτί για να τυλίξεις τα εύθραυστα με αποτέλεσμα να φτάσω σπίτι με ένα τραυματισμένο πιάτο.
Βγαίνοντας είδα τα σκούρα. Ήμουν και πάλι χαμένος στο Wembley, αυτή τη φορά με 20 κιλά απόβαρο και τον καιρό να χαλάει. Αποφάσισα να μην κάνω τον κύκλο που έκανα την προηγούμενη φορά κι έτσι με μεγάλο δισταγμό πήρα άλλο δρόμο, αυτή τη φορά εθνική οδό. Παραδόξως ξεκίνησα σωστά και όταν σε κάποια στιγμή ρώτησα μια κοπέλα για το σταθμό, προσφέρθηκε να με οδηγήσει αφού πήγαινε κι αυτή προς τα εκεί. Να ‘ναι καλά γιατί αν δεν ήταν κι αυτή τώρα θα μαγείρευα σκίουρους με τα αντικολλητικά σε κάποιο αγγλικό χωράφι.
Περπατώντας, υμνήσαμε για μία ακόμη φορά τα σουηδικά κεφτεδάκια (Σουηδέζα γαρ) και μοιραστήκαμε τον καημό του μετανάστη σε μία χώρα που δε χρησιμοποιεί χαρτί περιτυλίγματος. Ο σταθμός τελικά ήταν δέκα λεπτά περπάτημα.
Δε θέλω να σας περιγράψω πως πέρασα τον έλεγχο εισιτηρίων (δις) με τα μπακίρια στα χέρια. Δε θέλω επίσης να σας περιγράψω πόσο λαγκάδι είδα στο όρθιο μέχρι να φτάσω στο Farnham γιατί δεν υπήρχε θέση ούτε για αστείο σε ένα τραίνο γεμάτο γραβάτες και ταγιέρ.
Τελικά έφτασα σπίτι αργά το απόγευμα όπου κατέρρευσα. Οι Άγγλοι έπιναν ακόμη μπύρες.
Το post αυτό προσπαθούσε να γραφτεί εδώ και μέρες στο δωμάτιό μου. Αφού κατάφερε να ολοκληρωθεί (σήμερα τα ξημερώματα) "ανέβηκε" μέσω του Wireless δικτύου της (κλειστής αυτή την ώρα) βιβλιοθήκης μας, έξω από την οποία στέκομαι αυτή τη στιγμή και τουρτουρίζω από το κρύο. Ελπίζω το σήμα να είναι αρκετά δυνατό ώστε να καταφέρω να ανεβάσω το post πριν πέσει η μπαταρία μου.