Το πρωί της τρίτης και τελευταίας μέρας ξυπνήσαμε από τα τηλέφωνα των συνοδών - καθηγητών που ζητούσαν να μάθουν τι είχε συμβεί. (Πώς μαθεύτηκε το γεγονός μέσα σε ένα ξημέρωμα δεν το κατάλαβα.) Εκτός αυτού όμως, μας ενημέρωσαν πως πρέπει να κάνουμε check out μισή ώρα νωρίτερα από ό,τι προβλεπόταν, στις έντεκα δηλαδή.
Μαζέψαμε νωπά παπούτσια, μπλούζες με αίματα και ό,τι άλλο θα μας θυμίζει το Παρίσι και κατεβήκαμε στο “lobby”. Εκεί μας επιστράφηκαν τα 15 ευρώ που ζήτησε το ξενοδοχείο ως εγγύηση από τον καθένα μας (!) σε περίπτωση που καταστρέφαμε κάτι. Τότε σκέφτηκα πως αυτό το ταξίδι ήταν η πενταήμερη που δεν πήγα στο Λύκειο, σε μια πιο σύντομη και πολιτισμένη μορφή, αφού τίποτα δεν είχε καταστραφεί από το πέρασμά μας!
Αφήσαμε τις βαλίτσες και ακολουθήσαμε την Παντόφλα μέχρι τη Μονμάρτη. Ανεβήκαμε μέχρι το Sacré-Coeur όπου οι Άγγλοι τα έφτυσαν και ξάπλωσαν στα πατώματα. (Είναι πολύ cool για τους Άγγλους να κάθονται κάτω. Και λέγοντας κάτω εννοώ από το υγειές γρασίδι μέχρι το βρώμικο σταθμό μετρό.)
To Sacré-Coeur μπορεί να φαίνεται σαν μια κακοσχηματισμένη κουράδα εξωτερικά, αλλά είναι πολύ εντυπωσιακό και κατανυκτικό εσωτερικά. Βέβαια δεν κάθισα και να προσευχηθώ γιατί είχα μόλις 30 λεπτά για να δω (και να φωτογραφίσω) όλη τη Μονμάρτη. Έτσι ξεχύθηκα στα στενά και τα πλακόστρωτα στα οποία περπατάς και ακούς όλες τις γλώσσες του κόσμου εκτός από Γαλλικά. Είπα σαράντα όχι σε ισάριθμες προσφορές για δημιουργία του πορτρέτου μου από πλανόδιους ζωγράφους, με την αιτιολογία πως αυτό το πορτρέτο θα σήμαινε και το τέλος της καριέρας τους.
Επειδή όμως άρχισα να ξερνάω με όλο το τουριστικό πανηγύρι, απομακρύνθηκα από τις επικίνδυνες περιοχές κατεβαίνοντας προς τους πρόποδες του λόφου με σκοπό να βρω το “Deux Moulins”, το café στο οποίο σέρβιρε βερμούτ η Amelie Poulin. Επειδή όμως το Lonely Planet μου δεν το είχε στους χάρτες του, πήρα τηλέφωνο το Party Animal Planet μου, την Αλίνα, η οποία εκείνη την ώρα βρισκόταν στην Εθνική με κατεύθυνση προς Χαλκούτσι. Ούτε και με τις δικές της οδηγίες έβγαλα άκρη: «Θα κατέβεις ίσια κάτω το δρόμο και στο δεξί σου χέρι θα βρεις το μαγαζί της Madame Νίτσας, της μοδίστρας. Εκεί θα κάνεις δεξιά και στο πρώτο, δεύτερο, τρίτο… τέταρτο στενό πάλι δεξιά. Έξω από μια boutique για παχουλές θα συναντήσεις τον Frere Jacque, τυφλό καλόγερο, και θα του πεις «Frere Jacque, Frere Jacque, dormez-vous?» Εκείνος θα σου δείξει ένα μπακάλικο -έχει λίγο κριθαράκι στο δεξί μάτι, μη φοβηθείς- το οποίο είναι απέναντι από μια brasserie. Ε, εκεί στη brasserie θα ρωτήσεις και θα σου πουν.»
Έτσι ούτε το Deux Moulins βρήκα ούτε το Moulin Rouge και αναγκαστικά επέστρεψα στο Sucker-Coeur όπου οι Άγγλοι άρχισαν να με ρωτούν διάφορα κουφά για την Ελλάδα και εκτός αυτού, προσπαθούσαν να αρθρώσουν το ονοματεπώνυμό μου, το οποίο να φανταστείτε, ούτε οι Έλληνες μπορούν να προφέρουν σωστά. Δεν ξέρω αν σας ανέφερα μέχρι τώρα πως στα πρακτικά της εκδρομής αναφέρομαι ως “Pangalatis”. «Για να είσαι στο κλίμα της Γαλατίας» σχολίασε το γεγονός με μήνυμά της η m.
Λίγο αργότερα πήραμε το μετρό και κατευθυνθήκαμε στο “Porte de Clignancourt”, κωλογειτονιά (την οποία δεν μπορώ να παρομοιάσω ούτε με την πιο κακόφημη Αθηναϊκή περιοχή) όπου γινόταν ένα τεράστιο γιουσουρούμ. Οι Άγγλοι φυσικά έπαθαν πολιτισμικό σοκ, ο Έλληνας πάλι, που στη γειτονιά του γίνονται εφτά λαϊκές την εβδομάδα, λάκισε προς την άλλη άκρη του Παρισιού, το Porte de Versailles που και μόνο από το όνομα μπορείτε να φανταστείτε τη διαφορά. Εκεί λοιπόν γινόταν η Apple Expo την οποία είχα σταμπάρει από το καλοκαίρι και έλεγα πως θα επισκεφθώ.
Στην είσοδο, είχαν βάλει μια σκύλα να κόβει εισιτήρια, η οποία είχε το θράσος να μη μιλάει αγγλικά! Αυτό, σε μια έκθεση με Αμερικανούς εμπόρους και επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Να ‘ναι καλά μια μοντέλα που την είχαν για γλάστρα και που όταν της ζήτησα βοήθεια με πήρε από το χέρι και τα έχωσε στην ξινή. Έτσι μπήκα στην έκθεση.
Η Apple Expo ήταν γενικά μια απογοήτευση, αν εξαιρέσουμε τις καραμέλες (με γεύση μήλου) και το περίπτερο της Levis, η οποία έβγαλε μια σειρά jeans συμβατά με iPod. Ηλίθια αμερικανιά βέβαια που θα μπορούσε να πωλείται ξημερώματα από την Telemarketing, αλλά ήταν το μόνο interactive στην όλη υπόθεση.
Όταν επέστρεψα στην κωλογειτονιά για να συναντήσω τους άλλους, είχα γονατίσει από την πείνα. Έτσι πήγα στο τοπικό Καεφσέ (KFC), γυρνώντας την πλάτη μου σε ένα κολασμένο γυράδικο του οποίου την ποιότητα φοβήθηκα. Όταν στάθηκα στην ουρά συνειδητοποίησα πως ήμουν ο μόνος λευκός, ανάμεσα σε κάτι τεράστιους τύπους με χαρούμενα αξεσουάρ όπως αλυσίδες και λοστούς. Κράτησα την ψυχραιμία μου μέχρι τη στιγμή που το twister είχε καθυστερήσει υπερβολικά και ο τύπος από πίσω μου άρχισε να σπρώχνει και να φωνάζει. Μόλις άρπαξα το twister, την έκανα με ελαφρά για να μη φάω ξύλο αλλά όταν πλησίασα στην πόρτα κατάλαβα πως ένα μπουκέτο θα το έτρωγα, έτσι για το καλό. Και αυτό γιατί δύο συμμορίες "αφρόγαλλων" που κυνηγιόντουσαν, έτρεχαν προς την πόρτα και κατ’επέκταση πάνω μου. Πριν προλάβω να βγω, μπουκάρουν ρίχνοντας τις γυάλινες αυτόματες πόρτες κάτω. Το KFC αρχίζει σύσσωμο να τσιρίζει και να τρέχει πανικόβλητο. Εγώ ευτυχώς σώος μετά το πέρασμα της συμμορίας από πάνω μου, το βάζω στα πόδια και δεν γυρίζω καν το κεφάλι μου να κοιτάξω.
(Βία: Το Παρίσι έχει φοβερή εγκληματικότητα και θα πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό. Τα όσα είδα μέσα σε τρεις μέρες στο εκεί δεν τα έχω δει σε όλη μου τη ζωή. Το περιστατικό με τον Matt και τον Dave, οι gangstas του KFC, τα παράθυρα των αυτοκινήτων που έσπαγαν μέρα μεσημέρι τα κλεφτρόνια, είναι μερικά γεγονότα που με κάνουν να πιστεύω πια πως το Παρίσι είναι πόλη στην οποία δεν μπορείς και κυρίως δεν πρέπει να αισθάνεσαι ασφαλής.)
Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο και από εκεί, πήγαμε με τα πόδια στο Gare du Nord. Το Παρίσι μας αποχαιρετούσε με μια φοβερή λιακάδα που δυστυχώς σπαταλήσαμε μέσα σε αίθουσες αναμονής, περιμένοντας το Eurostar. Φυσικά και αφήσαμε ανοιχτούς λογαριασμούς εκεί, εγώ τουλάχιστον θα επιστρέψω για ένα encore στο διάστημα που θα ζω στην Αγγλία.
Το πιο πρωτόγνωρο και αλλόκοτο συναίσθημα ήταν αυτό που ένιωσα στο Waterloo: Όταν επιστρέφεις από ένα ταξίδι, το χάπι για την μελαγχολία του γυρισμού είναι αυτά και αυτοί που σου έληψαν. Τα δώρα που τους φέρνεις, οι φωτογραφίες που τους δείχνεις, τα χιλιάδες πράγματα που θέλεις να τους πεις (ξενυχτώντας) το πρώτο βράδι για να μην τα ξεχάσεις την επομένη. Για μένα το χάπι ήταν αυτά τα τρία post, τα οποία μπορεί να σας κούρασαν, αλλά έκαναν εμένα να πιστέψω πως επέστρεψα κάπου.
Ποιά είναι η επόμενη εκδρομή; Ή τώρα με τα μούτρα στο διάβασμα;
Σαν να την ακούω την Αλίνα! Χοχοχοχο! Άψογη περιγραφή! :-)
Αχαχαχαχαχαχαχα, και μονο οταν σε σκεφτομαι αναμεσα στους θηριωδεις "αφρογαλλους" να περιμενεις στην ουρα, πεφτω κατω απο τα γελια, μηπως επρεπε να βαλεις κι εσυ καμια αλυσιδιτσα για ξεκαρφωμα;;;
Υ.Γ. τζην συμβατα με i-pod;;;;;; εχω χασει κατι;;;;
Λοιπόν νομίζω ότι έκανες Και Γαμώ Τα Ταξιδάκια (try translating that!)
Καλά, θα σε χάναμε δηλαδή, θα σε θάβαν δίπλα στον Μόρισον στο 17ο διαμέρισμα του Παρισιού ένα πράγμα!!
Εκπληκτικό ταξίδι μικρέ μου, αλλά κυρίως επειδή κάθε μέρα έπαιρνες των ομματιών σου και έτρεχες σ'όλα αυτά που ήθελες να δεις και που σιγά μην τα είχαν κανονίσει οι Άγγλοι. Συγχαίρω πάνω από όλα το ταξιδιωτικό σου δαιμόνιο, και την υπομονή σου με τις οδηγίες της Αλίνας (τελείως δικές της μιλάμε, ξεράθηκα στα γέλια)!
Να σε δω στο Μάντσεστερ με τα μανξάκια (αλλιώς λοκάλια) τι θα κάνεις!!!
Θέλω να μάθω για τα κουφά που σε ρωτούσαν οι Άγγλοι! Ο_Ο Είμαι περίεργος! (για άλλη μια φορά)
Όσο για την περιγραφή της Αλίνας, απίστευτη! Ακόμη πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια!
Λοιπόν ακόμα και η κ.Μαίρη αναγκάστηκε να μάθει πως να χρησιμοποιεί τον υπολογιστή για να διαβάσει τα συγκεκριμένα post όπως πληροφορήθηκα από τον αδερφό σου. Προσεχε τι γράφεις λοιπόν. Επίσης της έδειξα το κελί σου από την παρουσίαση γιατί του αδερφού σου 'το μηχάνημα δεν έπιανε' για να το δούνε. Πρέπει να σου γράψω αναλυτικό mail της επίσκεψης στο σπίτι μας. Σε κάποιες φάσεις γέλασα πολύ.
Μήπως να ξανασκεφτείς το επαγγελματικό σου μέλλον;;;;;; Και φωτογράφος θα σου πήγαινε!!!! Έχω Παρίσι, το έχω λατρέψει αλλά μέσα απο τις φωτό σου βλέπω οτι τελικά είναι πολύ ωραιότερο....!!!
Φιλιά!