Τον τελευταίο μήνα, με τη δουλειά, παραμέλησα τελείως το blogging. Τόσο την ανανέωση του iblog όσο και τις βόλτες στα γειτονικά ιστολόγια. Έπρεπε να συμβεί κι αυτό για να συνειδητοποιήσω πως το άθλημα απαιτεί πολύ χρόνο και αντοχή, τα δύο πρώτα πράγματα δηλαδή που χάνω δηλαδή δουλεύοντας στο CCS.
Για να επανορθώσω λοιπόν, σας κάνω (παράνομα) δώρο 218 δευτερόλεπτα μουσικής: ένα τραγούδι που ακούω κάθε πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά. Το γιατί με βοηθάει να ξυπνήσω θα το καταλάβετε όταν το ακούσετε. Το γιατί δεν έχω κάψει όχι benches, αλλά όλη την εταιρία ακούγοντάς το είναι πράγματι άξιο απορίας!
(Click στην εικόνα για να το κατεβάσετε.)
Αφιερωμένο εξαιρετικά στην πρώην δασκάλα μου (sic), Ροζάννα, που μόλις μυήθηκε στο iblogging.
11.06.06
(Όταν μεγαλώσω θα γίνω ηλεκτρολόγος.)
Ο Λυκαβηττός είναι το Eye της Αθήνας. Είναι ο ψηλότερος λόφος της πόλης και ο μοναδικός που στην κορυφή του δεν έχει χτισμένο κάτι άξιο προσοχής που να σε αποσπά από τη θέα. Είναι δηλαδή ένα σημείο που προσφέρεται αποκλειστικά για αστικό (και όχι μόνο) μπανιστήρι και θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί ως επίσημος τόπος Αθηναϊκής «υπεροψίας», με την καλή έννοια πάντα.(Όταν μεγαλώσω θα γίνω ηλεκτρολόγος.)
Στο Λυκαβηττό δε γουστάρει να ανεβαίνει κανείς. Χρυσό κάνω όποιον έρχεται στην Αθήνα για μία βόλτα αλλά όλοι κωλώνουν στην ανηφόρα της Πλουτάρχου. Από γηγενείς δεν τολμώ να το ζητήσω διότι με κοιτούν με συμπόνια, σαν να βλέπουν άφραγκο τουρίστα. Έτσι, μία φορά το χρόνο ανεβαίνω μόνος μου. Το έχω καθιερώσει δηλαδή, κάθε άνοιξη. Η ιδανικότερη μέρα είναι η Κυριακή και η καλύτερη ώρα αργά το απόγευμα. Να ανέβεις δηλαδή φορώντας γυαλιά ηλίου και να κατέβεις φορώντας μπουφάν.
Δε μου αρέσει το τελεφερίκ. Το βρίσκω τελείως τουριστικό και cheesy. Προτιμώ να μου βγει η γλώσσα ανηφορίζοντας μέσα στα δέντρα. Βέβαια η πεζοπορία έχει το κακό του ότι το μάτι σου εξοικειώνεται σταδιακά με τη θέα, σε αντίθεση με το τελεφερίκ από το οποίο βγαίνεις και τα βλέπεις όλα. Σε αυτό το οπτικό σοκ νομίζω πως έγκειται και η γοητεία του Λυκαβητού. Διότι όταν η όρασή σου έχει ως maximum την απόσταση μέχρι την οθόνη ή το πολύ μέχρι την απέναντι πολυκατοικία, και ξαφνικά τη θέσεις σε κατάσταση «όπου φτάνει το μάτι σου» ερεθίζεται τόσο πολύ που ακυρώνει τις υπόλοιπες αισθήσεις. Έτσι μόνο βλέπεις. Αισθάνεσαι, δε σκέφτεσαι.
Φέτος άργησα να ανέβω. Και για αυτό το λόγο δεν το ευχαριστήθηκα όσο παλιότερα. Παντού τουρίστες που έβγαζαν συνεχώς φωτογραφίες το καμπαναριό του Άη-Γιώργη. Μα είναι δυνατόν; Το καμπαναριό; Τώρα βέβαια σκέφτομαι πως το ίδιο παράξενος θα τους φαινόμουν κι εγώ που φωτογράφιζα κεραίες και καλώδια.
Κι ενώ κοιτάζοντας τη θάλασσα πολυκατοικιων θα έπρεπε να κάνω σκέψεις του τύπου «πόσοι άνθρωποι άραγε αυτή τι στιγμή…», σκεφτόμουν πόσο θα μου λείψει η Αθήνα. Θα μου πείτε «τόσο καιρό μας τα ‘χεις πρήξει με τη φυγή σου και τώρα λες πως θα σου λείψει;» Θα σας πω «μα κανένας αποχωρισμός δεν είναι εύκολος». Ακόμα και από μια πόλη που κατοικείται από απολίτιστους ανθρώπους, που χτίζεται από κακόγουστους αρχιτέκτονες και που ρυπαίνεται από ασυνείδητους πολίτες… αλλά που έχει κάτι τόσο παράξενο στο άζωτό της που τελικά την κάνει όμορφη.
Η προσγείωση από το Λυκαβηττό είναι κάθε χρόνο ανώμαλη. Οι κόρες των ματιών σου κλείνουν και τα αυτιά σου γεμίζουν ξανά με τους ήχους της πόλης. Ο ζωτικός σου χώρος υποδεκαπλασιάζεται και το γαλάζιο φόντο του γίνεται γκρι. Αισθάνεσαι ξανά τη βαρύτητα στα πόδια σου και συνειδητοποιείς πως τότε πια είσαι και πάλι θνητός.
Ποιοι είμαστε:
Είμαστε αυτοί που με ένα headset στο κεφάλι απαντούν 24 ώρες το 24ωρο στους διάφορους αριθμούς που ξεκινούν από 800 και 801. [BTW: Μη νομίζετε πως όταν καλείτε διαφορετικούς αριθμούς εξυπηρέτησης μιας εταιρίας ή όταν πληκτρολογείτε αριθμούς στο ηχογραφημένο μενού «προσγειώνεστε» και σε διαφορετικά τμήματα. Το μόνο που επιτυγχάνετε είναι η αστραπιαία ψυχολογική προετοιμασία του εκπροσώπου, ο οποίος λίγα δευτερόλεπτα πριν σας απαντήσει, βλέπει αν η κλήση σας είναι εμπορική, τεχνική ή αφορά στην υποστήριξη συγκεκριμένου προϊόντος.] Στο τμήμα εργαζόμαστε αρκετά άτομα, άνδρες και γυναίκες, από 20 ως 35 ετών, οι περισσότεροι από τους οποίους είμαστε άσχημοι, λίγοι χαζοί και μερικά ψώνια. Αρκετοί είναι επίσης απόφοιτοι πανεπιστημίων που αναγκάζονται να κάνουν δουλειές του ποδαριού λόγω ανεργίας. Άλλοι έχουν ακόμα και οικογένειες (!) με τις οποίες βλέπονται μια φορά στις δεκαπέντε. Όλοι αυτοί, είμαστε στριμωγμένοι σε σειρές γραφείων τα οποία διαχωρίζονται με ένα μαλακό υλικό στο οποίο πρόσφατα ανακάλυψα πως μπορείς να παίζεις βελάκια. Καθόμαστε σε απίστευτα αναπαυτικές καρέκλες στα κελιά μας και έχουμε στη διάθεσή μας έναν υπολογιστή με καταθλιπτικά Windows 2000 καθώς και ένα τηλέφωνο.
Εταιρικό ανφάς:
Η εταιρία -πολυεθνική- στεγάζεται σε ένα τεράστιο κτίριο που χρειάζεται να εξερευνήσεις με πυξίδα και φακό κάθε φορά που πρέπει να υπογράψεις σύμβαση ή άλλο έγγραφο, εκτός τμήματος. Οι περισσότεροι εργαζόμενοί της είναι νέοι, ανειδίκευτοι ή φοιτητές που δουλεύουν ευκαιριακά για μικρά χρονικά διαστήματα. Η ************* παίζει να είναι η πιο υστερική -με τα ωράρια- εταιρία που υπάρχει! «Το logout θα πρέπει να γίνεται ακριβώς οχτώ ώρες και ένα λεπτό μετά το login γιατί αλλιώς δεν έχει μία» λένε οι supervisors. Ευτυχώς όμως είναι το ίδιο υστερική και άψογη με τις πληρωμές, οι οποίες γίνονται μέχρι την τελευταία δεκάρα υπερωρίας.
Τι κάνουμε:
Απαντάμε κλήσεις. Μιλάμε με εκατοντάδες άτομα καθημερινά και
προσπαθούμε να λύσουμε κάθε απορία, να διορθώσουμε κάθε πρόβλημα, να
ακούσουμε κάθε παράπονο και κάθε μπινελίκι. Η εξυπηρέτηση υποτίθεται πως πρέπει να είναι γρήγορη και αποτελεσματική. Μέσα σε δέκα λεπτά θα πρέπει να λύσουμε από το πιο εύκολο μέχρι το πιο δύσκολο πρόβλημα, να κρατήσουμε τα στοιχεία του πελάτη, να γράψουμε ένα συνοπτικό report της κλήσης και να το κατατάξουμε σε μία από τις προτεινόμενες κατηγορίες και υποκατηγορίες προβλημάτων. Όταν μια κλήση ξεπεράσει σε διάρκεια τα δέκα λεπτά το καταλαβαίνουμε πολύ εύκολα, βλέποντας έξαλλο τον supervisor να μπαίνει μέσα και να μας πατοχέζει μπροστά σε όλους, ακόμη και στον πελάτη, χωρίς φυσικά να μπορεί να φανταστεί πως στην άλλη άκρη της γραμμής έχουμε γιαγιά 102 ετών που προσπαθεί να κάνει ρυθμίσεις στο wireless router της. Ειδικά στις ώρες αιχμής (και καταστροφής) οι πελάτες μπορούν άνετα να ακούν τους supervisors που τσιρίζουν από μέσα: «32, ΓΡΗΓΟΡΑ!» ή «26 ΤΕΛΕΙΩΝΕΤΕ!». Αυτοί είναι οι αριθμοί των κλήσεων που βρίσκονται σε αναμονή (κανονικά θα πρέπει να είναι 0) τους οποίους μεν μπορούμε να βλέπουμε στις οθόνες μας αλλά ως γνωστών οι s/v γουστάρουν να μας πριζώνουν. Εκείνα τα λεπτά δεν υπάρχει κανένα περιθώριο χρόνου! Πρέπει να ακούμε τον πελάτη, όσο προσπαθούμε να θυμηθούμε τι είπε ο προηγούμενος για να γράψουμε το report, να βλέπουμε αν έπεσαν καθόλου οι αναμονές και ταυτόχρονα να προσπαθούμε να καθησυχάσουμε τον κύριο που την ώρα που καιγόμαστε, αυτός ρωτάει επίμονα πότε θα συνδεθεί με DSL. (Σημείωση: τυγχάνει όλοι οι πελάτες της εταιρίας να χρειάζονται το DSL για δουλειά και κανείς για διασκέδαση.)
Τι ακούμε:
Οι περισσότερες κλήσεις που δεχόμαστε είναι για τεχνική υποστήριξη. Και οι περισσότεροι άνθρωποι που χρειάζονται τεχνική υποστήριξη είναι τελείως ανασφαλείς απέναντι στην τεχνολογία. Φοβούνται να κάνουν οτιδήποτε μόνοι τους, «για να μην το χαλάσουν» κι έτσι με την πρώτη υποψία προβλήματος μας καλούν. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα ζώα, οι μεγαλύτεροί μας πελάτες, οι μεσήλικες και οι ηλικιωμένοι που δεν ήξερα πως ασχολούνται τόσο πολύ με το Internet, οι Αγγλίδες και οι Αμερικανίδες τουρίστριες που θέλουν να τηλεφωνήσουν στην πατρίδα και δεν πιάνουν γραμμή, τα παιδιά που θέλουν να παίξουν online games και οι Ασιάτες μέτοικοι με τους οποίους κανείς, ποτέ δεν έχει βγάλει άκρη...
Το πιο σύνηθες πρόβλημα που μας αναφέρουν είναι το «δεν έχω Internet»/ «δεν έχω email». Όταν μας πετάνε αυτή τη φράση, προσπαθούμε να τους βγάλουμε με το τσιγκέλι περισσότερα στοιχεία, τα οποία θα μας οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου. Η οποία κατά 90% είναι απλούστατη, γι’ αυτό και φροντίζουμε να ξεκινάμε από το «έχετε βάλει το καλώδιο του τηλεφώνου στο computer σας;». [«Είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο για να συνδεθώ στο Internet;» με ρώτησε μια κοπέλα την ημέρα που ξεκίνησα να δουλεύω κανονικά...] Αν δεν το έχουν συνδέσει, η φράση «θα πρέπει να βάλετε το τηλεφωνικό καλώδιο στην πρίζα του μόντεμ σας μόλις κλείσουμε τ...» δεν προλαβαίνει ποτέ να ολοκληρωθεί αφού οι πελάτες μας είναι τόσο υπάκουοι και χαζοί που ακολουθούν τις συμβουλές μας πριν καν τις ολοκληρώσουμε!
Μία άλλη περίπτωση πελάτου είναι αυτή κατά την οποία είναι αδύνατον να εκμαιεύσουμε οποιαδήποτε πληροφορία:
-Καλησπέρα σας, πώς μπορώ να εξυπηρετήσω;
-Γεια σας, πάω να πάρω τα email και με πετάει έξω.
-Τι εννοείτε «σας πετάει»; Αποσυνδέεστε από το Internet ή μόνο από το mail server?
-Με πετάει... Έξω.
-Μάλιστα... Τι μόντεμ έχετε;
-Ένα μαύρο/ ένα τετράγωνο/ αυτό το μικρό / δεν ξέρω παιδί μου, δεν είμαι ειδικός εγώ.
Πολλές φορές ο πελάτης ντρέπεται να μιλήσει απευθείας μαζί μας και βάζει κάποιον εκπρόσωπο: Μάνα, πατέρα, γιο, κόρη, ο οποίος είτε προλογίζει μόνο και στη συνέχεια μας συνδέει με τον χρήστη, είτε παίζει το ρόλο του μεσολαβητή καθ’όλη τη διάρκεια της κλήσης. Στη δεύτερη περίπτωση ακούμε στο βάθος την ηχώ της φωνής μας, καθώς και τις απορίες του χρήστη που γράφει στον υπολογιστή:
-Σε αυτό το πεδίο θα γράψετε 123-@ -456-τελεία-τζή-αρ.
-Γράφε: 123@456...
-Να γράψω «παπάκι» μετά το 123;
-Όχι ρε, το σύμβολο!
-Πού είναι;
-Που είναι το παπάκι;
-Είναι πάνω από τον αριθμό 2.
-Πάνω από το 2.
-Το F2?
-To F2?
-Όχι θα πρέπει να πατήσετε shift και τον αριθμό 2 για να μπει.
-C και 2;
-SHIFT.
-Ψ;
-S H I F T !
-Ξ;
-TΟ SHIFT, ΤΟ ΠΛΗΚΤΡΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ CONTROL!
-Πάνω από το κοντρόλ.
-Α να ’το! Shift και;
-To Shift και πιο άλλο είπατε;
-ΤΟ ΔΥΟ!
(πάνε τα δέκα λεπτά)
Τέλος, υπάρχει η κατηγορία των πελατών που παίρνουν αποκλειστικά για να βρίσουν. Ξέρετε, αυτοί που τη βρίσκουν να βρίζουν το κράτος, την κενωνία, τις εταιρίες, τα υπουργεία ή ό,τι άλλο νομίζουν πως τους φταίει την παρούσα χρονική στιγμή. Αυτοί οι πελάτες έχουν την πεποίθηση πως εμείς, που σηκώνουμε 8 ώρες τηλέφωνα για πέντε ευρώ, έχουμε τόση εξουσία στην εταιρία που αν μας ξεχέσουν, όλα τους τα προβλήματα θα λυθούν! Η δομή αυτών των τηλεφωνημάτων έχει ως εξής:
Αρχικά μας αποκαλούν με το επίθετό μας, το οποίο δηλώνουμε κατά τον αρχικό χαιρετισμό: «Γεια σας κύριε Παπαδόπουλε.» Ο τόνος της φωνής είναι σοβαρός, μετρημένος και βγάζει αυτό το «είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι... λίγο πριν εκτροχιαστούμε και παίξουμε μπουκέτα». Πολλές φορές οι τσαμπουκάδες συστήνονται και οι ίδιοι, για να μας δείξουν το δήθεν κύρος τους και το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ». Στη συνέχεια παραθέτουν το πρόβλημα τους με μία εσάνς παραπόνου «Τι θα γίνει ρε παιδιά γαμώ...» και όταν δουν πως δεν ιδρώνει το αυτί μας, ανεβάζουν τόνους και πίεση. Ταυτόχρονα, εμείς κατεβάζουμε το volume και ενεργοποιούμε το mute. Όσο εκείνοι βρίζουν τα χρόνια που είναι συνδρομητές και τα λεφτά που μας έχουν πετάξει, εμείς βρίσκουμε ευκαιρία να πιούμε νερό, να τεντωθούμε, να καθαρίσουμε το γραφείο και να σχολιάσουμε τον καιρό με το διπλανό μας... «Τζάμπα πρέπει να μου τις δίνατε τις συνδέσεις!» συνεχίζουν στο ακουστικό, κι από περιέργεια και μόνο κοιτάζουμε το ιστορικό τους, το οποίο το πολύ να έχει άλλο ένα προϊόν της εταιρίας καταγεγραμμένο. Όταν καταλαβαίνουν πως τους έχουμε γειωμένους, κάνουν μια παύση. «Με ακούτε;» «Βεβαίως» λέμε εμείς χαμογελαστά. Στη συνέχεια ζητούν να μιλήσουν με κάποιον ανώτερο μας: «Ποιος είναι διευθυντής εκεί μέσα;» νομίζοντας πώς εμείς γνωρίζουμε ποιος είναι διευθυντής. Όταν τους απαντάμε πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, ζητούν να μάθουν το όνομά μας, το οποίο ξέχασαν μέσα στις χριστοπαναγίες. Τάχα για να μας φοβίσουν πως θα εισηγηθούν τη μετάθεσή μας στο Γκουαντανάμο. Η κλήση τερματίζεται πάντα με μία απειλή: «Θα δείτε τι θα γίνει εκεί μέσα!» / «Θα δείτε που θα πάνε οι πελάτες σας!» / «Θα το μετανιώσετε αυτό που κάνετε!» και δυστυχώς ποτέ δεν προλαβαίνουμε να ολοκληρώσουμε τη φράση «Σας ευχαριστούμε που καλέσατε (και μας χέσατε).»
Τι δεν ακούτε:
Όταν μιλάτε με κάποιον εκπρόσωπο τμήματος εξυπηρέτησης πελατών στο τηλέφωνο, δεν έχετε ιδέα για το τι μπορεί να συμβαίνει στην άλλη άκρη της γραμμής. Ο άνθρωπος που σας έχει συνεπάρει με τη σοβαρή φωνή και το politically correct λεξιλόγιο μπορεί ταυτόχρονα να έχει σηκωθεί όρθιος και να κάνει κωλοδάχτυλα στον από πίσω του, που του πετάει στυλό. Ο τεχνικός με την απίστευτη γνώση της ορολογίας μπορεί να είναι ένα εικοσάχρονο μαλακισμένο (καλή ώρα) που διαβάζει με ιδαίτερο χρωματισμό στη φωνή το flowchart από τον υπολογιστή. Η χαμογελαστή κοπέλα με την γλυκιά φωνή μπορεί να κουνάει το κεφάλι και την κλειστή χούφτα της μετά από κάθε σας φράση. Νομίζετε πως κάθε φορά που σας ζητούν να περιμένετε «μισό λεπτάκι» και σας βάζουν πάλι στην αναμονή, πως σας συνδέουν με αρμόδιο τμήμα; Nah-ah! Mε Άρη σας συνδέουν και εκείνη την ώρα πληρώνουν το σάντουιτς που μόλις έφερε το παιδί από την καφετέρια, ζητούν απεγνωσμένα ένα διάλειμμα από τους supervisors ή ρωτούν τους διπλανούς για την περίπτωσή σας διότι οι ίδιοι δεν ξέρουν τι να σας απαντήσουν. Το mute πάει σύννεφο στις περιπτώσεις που θέλουμε να χασμουρηθούμε, να πιούμε μια γουλιά νερό ή καφέ, να βρίσουμε όταν μας φέρνει κάποιος στα όρια ή να γελάσουμε με αυτά που ακούμε.
Όπως προχθές –για παράδειγμα- που είχα στη γραμμή έναν Κύπριο, ο οποίος μου έλεγε «Ενώ ενώνομαι στο Inttttternet, εν μπορώ να βλέπω σελιδες. Και πήγαν και στο Tttttools και έσβησαν τα Ccccookies και εν έγινε τίποτα.»
Τι παθαίνουμε:
Λόγω της συνεχούς επανάληψης των κλισέ τηλεφωνικών φράσεων, έχουν παρατηρηθεί κρούσματα σύγχυσης της τηλεφωνικής με την ζωντανή επικοινωνία. Όπως πριν λίγες μέρες, στο περίπτερο, που απάντησα «κι εμείς που μας καλ...» στο «ευχαριστώ» του περιπτερά! Παρόμοια γκάφα έκανα και όταν πήρα τηλέφωνο το γαμωσέρβις του γαμωλάπτοπ: Ευχαρίστησα τον υπεύθυνο «που μας καλέσατε». Πλέον, κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο του σπιτιού σκέφτομαι καλά τι θα πω σηκώνοντας το!
Ευτυχώς το πρόβλημα που είχα τις πρώτες μέρες και δεν ήταν και τόσο αστείο (πεταγόμουν κάθε πέντε λεπτά από τον ύπνο για να δω αν «έχω γραμμή») ξεπεράστηκε!
Γιατί τόση ώρα μιλάμε στον πληθυντικό:
Γιατί έτσι δεν κάνουμε στις εταιρικές παρουσιάσεις;
Ακολουθεί Q&A στα comments.
Η πολλή δουλειά τρώει τον blogger.
15 Comments Published by the ibt on Saturday, June 17, 2006 at 2:16 PM.Από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω:
1. Γυρίζω σπίτι και δεν έχω κουράγιο να κάνω τίποτα άλλο. Παρόλα αυτά το συναίσθημα του «έκανα κάτι σήμερα, έστω και κάτι ηλίθιο» με αποζημιώνει κάθε φορά που ξαπλώνω στο κρεβάτι μου.
2. Δεν έχω χρόνο να επινοώ και να σκέφτομαι μαλακιές που μου χαλάνε τη διάθεση, σαν αυτές που με βασάνιζαν όσο βρισκόμουν σε πλήρη αδράνεια.
3. Συνειδητοποίησα πως ακόμη κι ένα οχτάωρο καθιστικής εργασίας μπορεί να σε κομματιάσει.
4. Μετά κατάλαβα πως αυτή η εξάντληση συνηθίζεται μετά την πρώτη εβδομάδα εργασίας και δεν είναι τόσο τραγική.
5. Θυμήθηκα και θύμωσα με την αδικία που υπάρχει στον τομέα της απασχόλησης. Απόφοιτοι πανεπιστημίων με μεταπτυχιακά κάθονται δίπλα σε ανθρώπους σαν κι εμένα, που δεν έχουν κοπιάσει ποτέ στη ζωή τους για κάτι (και κατά κάποιο τρόπο δεν τους παίρνει να έχουν μεγάλες απαιτήσεις στη δουλειά). Άνθρωποι που δικαιούνται κάτι παραπάνω, έστω ένα ανθρώπινο, σταθερό ωράριο, εκμεταλλεύονται χοντρά από κάποιους με φανερά λιγότερες ικανότητες και φτωχότερα προσόντα, που δε δουλεύουν Κυριακές και σχολάνε πάντα στις 5.
6. Παρατήρησα από την πρώτη μέρα την ειρωνεία και την υπεροψία αυτών που βρίσκονται ένα μικρό σκαλί πάνω από το μπουλούκι, στην ιεραρχία της εταιρίας. Κάτι ζώα, εικοσπεντάρηδες, που τους έχουν δώσει ξεχωριστό γραφείο για να ακουμπάνε την κορνίζα με τη γκόμενα (και εκστομίζουν φράσεις τύπου «η οδό Κηφισίας») νομίζουν πως είναι licensed to fuck anyone και γουστάρουν να το δείχνουν.
7. Ξυπνάω πρωί. Ανεξαρτήτως ωραρίου.
8. Έπιασα τον εαυτό μου να μισεί τους συμπολίτες μου. Δεν κρύβω πως ένα πρωινό έκανα την απόλυτη σκέψη Ελληνάρα «μα πού πάνε όλοι αυτοί;» Μία χουντικά εγωιστική σκέψη για όλους αυτούς που δεν κάνουν μπάνιο και με σκοτώνουν κάθε πρωί στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
9. Ξεκίνησα να πίνω καφέ για να αντέχω. Πράγμα αντίθετο στο αντικαπνιστικό, αντιαλκοολικό και anti-caffeine lifestyle μου.
10. Μετά από οχτώ ώρες μπροστά στις αρρωστημένες, κιτρινιάρικες οθόνες της εταιρίας, δε θέλω να βλέπω υπολογιστές, Internet, πληκτρολόγια και τηλέφωνα. Γι' αυτό, give me a fucking break! (Όπως θέλετε το εκλαμβάνετε.)
-Ποιο νομίζετε πως είναι το μεγαλύτερο προτέρημά σας, κύριε Π;
-Το ταλέντο μου στο να δείχνω εξαιρετικά χαζός στις συνεντεύξεις.
-Το ταλέντο μου στο να δείχνω εξαιρετικά χαζός στις συνεντεύξεις.
Ήταν η πρώτη φορά που με ένοιαζε πραγματικά αν θα τα πήγαινα καλά σε interview ώστε να πάρω τη δουλειά. Το IKA μου είχε ανακοινώσει πως δεν υπάρχουν ελεύθερες θέσεις για τον Ιούνιο κι έτσι η τηλεφωνική τεχνική υποστήριξη μεγάλου ομίλου τηλεπικοινωνιών ήταν η τελευταία μου ευκαιρία για απασχόληση, αυτό το καλοκαίρι.
Λόγω του είδους της δουλειάς και μετά από σχετική συζήτηση με τη στυλίστριά μου, Acid K στο MSN, αποφάσισα να πάω ντυμένος geek ώστε να δώσω μια -εξωτερικά τουλάχιστον- θετική εντύπωση στους υπευθύνους, αφού οι γνώσεις μου πάνω στα δίκτυα και τις τηλεπικοινωνίες χαρακτηρίζονται βασικές. Έβαλα λοιπόν γιακάδες, γυαλιά, στυλό στο πέτο και ξεκίνησα για την εταιρία.
Στις μεγάλες επιχειρήσεις έχω ένα φόβο: Ότι θα χαθώ στους ατελείωτους διαδρόμους και θα βρεθώ σε λάθος γραφεία ή στη χειρότερη περίπτωση σε “staff only” περιοχές. Γιατί οι μεγάλες εταιρίες έχουν περίεργους κανόνες, σύνορα και ναρκοπέδια οι οποίοι δεν αναγράφονται πουθενά, θεωρούνται δεδομένοι από τους εργαζομένους και ανάξιοι επισήμανσης (και σήμανσης), αφού σπάνια κυκλοφορούν εκεί άνθρωποι που δεν τους γνωρίζουν. Κάπου είχα διαβάσει πως ποτέ δεν πρέπει να περπατάς σε διαδρόμους εταιριών χωρίς να κρατάς τουλάχιστον μία κόλα χαρτί. Για να μη δίνεις την εντύπωση του τουρίστα. Ευτυχώς εγώ κρατούσα ολόκληρο dossier, το οποίο σε συνδυασμό με το περπάτημα και το βλέμμα μου δεν άφηνε πολλές αμφιβολίες: ήμουν τουρίστας.
Το “Human Resource” το βρήκα παραδόξως αρκετά εύκολα. Εκεί με έβαλαν να περιμένω γύρω στα 20 λεπτά όρθιο, αφού οι μόνες επιφάνειες στις οποίες μπορούσες να εναποθέσεις τον κώλο σου ήταν ο πάγκος της reception και το πάτωμα. Φαντάστηκα πως είναι κάποια πολιτική της εταιρίας, βασανιστήριο για να ελέγχουν τις αντοχές σου σε καταστάσεις stress. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως εκείνες τις τελευταίες στιγμές δεν είναι η ορθοστασία αλλά τα αηδιαστικά νωπά χέρια. Δεν ξέρω αν κάποιο από όλα αυτά τα βιβλία που λένε πώς να επιτύχεις σε ένα interview έχουν τη λύση για τον κρύο ιδρώτα που λούζει τα άκρα σου. Πάντως αν δεν είσαι εφοδιασμένος με υγρά και στεγνά μαντιλάκια τα οποία χρησιμοποιείς εναλλάξ κάθε 30”, η πρώτη σου επαφή – χειραψία με την εταιρία, βαθμολογείται μάλλον αρνητικά.
Μετά από αρκετή ώρα, κι αφού η κυρία με την οποία είχα το interview δεν φάνηκε ποτέ, με κάλεσαν σε ένα άλλο γραφείο. Πήγα, κάθισα και μπήκα σε interview mode: «πες τις μεγαλύτερες μαλακίες που έχεις στο μυαλό σου». Σε λίγο, ήρθε μια κοπέλα μικρής ηλικίας στην οποία συστήθηκα με τον εξής τρόπο «Γεια σας, λέγομαι Π.Π. και θέλω να δουλέψω μόνο για τους επόμενους τρεις μήνες στην εταιρία σας.» Παρόλα αυτά, η εκείνη είχε την υπομονή να με ρωτήσει διάφορα για τις σπουδές και την προϋπηρεσία μου. Εκεί τα πήγα αρκετά καλά, αφού δεν είχα τίποτα να αναφέρω. Τελειώνοντας, με προειδοποίησε για το δύσκολο ωράριο της συγκεκριμένης θέσης. Της εξήγησα ότι δε με πειράζει καθόλου αυτό, αφού χρωστάω του χασάπη, του μανάβη και του γαλατά, κι ότι αν δεν πάρω τη δουλειά θα αναγκαστώ να βγω για «Σινάλκο» με την κόρη του φούρναρη. Τότε μου είπε να περιμένω στη θέση μου για να ειδοποιήσει τον επικεφαλής του τμήματος εξυπηρέτησης πελατών για το δεύτερο κοσκίνισμα.
Άλλαξα μία πτέρυγα κι ανέβηκα λίγους ορόφους πιο πάνω. Σε κάθε τομέα που περνούσα με σταματούσαν για να γράφω τα στοιχεία μου σε ένα χαρτί: Όνομα, αριθμό ταυτότητας, ΑΦΜ, ζώδιο, URL του blog, χρώμα νυχιών κλπ. Όταν έφτασα έξω από το γραφείου του κυρίου Chief, στάθηκα –τι πρωτότυπο- όρθιος περιμένοντας να με φωνάξει. Λίγα λεπτά αργότερα, κι ενώ χάζευα μέσα από τζάμια τους είλωτες με τα ακουστικά στα αυτιά, με κάλεσε να μπω.
«Μιλήστε μου για σας κύριε Π.» Κάθε φορά που έπαιρνα βαθιά ανάσα για να απαντήσω στην ερώτηση, χτυπούσε το τηλέφωνό του και με έκοβε στο «Είμαι…» Τρεις προσπάθειες μετά, ξεκίνησα να λέω την ιστορία της ζωής μου κοιτώντας πότε αυτόν και πότε το Google που δέσποζε στην οθόνη του υπολογιστή του. Βιογραφικό δεν είχε μπροστά του, θα μπορούσα να του πω πως είμαι απόφοιτος του MIT, αφού όλα μου τα στοιχεία βρίσκονταν στο HR, πολλά μέτρα μακριά μας. Παρόλα αυτά, του είπα κομπιάζοντας την αληθινή θριαμβευτική πορεία της ζωής μου, αποφεύγοντας όμως να αναφέρω οτιδήποτε έχει σχέση με Αγγλία, όπως ακριβώς με συμβούλευσε η κοπέλα του προηγουμένου interview, με ύφος συμπάθειας προς τη βλακεία μου. Όταν ο Chief άρχισε να μου κάνει άλλου είδους ερωτήσεις, μπήκα στο “Sakis Rouvas mode”. Ό,τι κι αν μου έλεγε, «νε» απαντούσα εγώ. «Νε» και χαμόγελο. Πέντε λεπτά ερώτηση εκείνος, τριακόσια υποερωτήματα, «νε» εγώ. Και χαμόγελο. Περιττό να αναφέρω πως εκείνη τη στιγμή ήταν χιλιάδες τα μηνύματα που έσκαγαν στο μυαλό μου και είχαν αυτή τη μορφή:
Όταν ο Chief ξέμεινε από ερωτήσεις (αλλά και από απαντήσεις) ήμουν σίγουρος πως εγώ –τουλάχιστον- δε θα με προσελάμβανα σε καμία περίπτωση. Μου είπε το κλασσικό «θα σας ενημερώσουμε σύντομα » και με ένα ύφος «άσε μας» πέρασα την πόρτα του. Στο δρόμο προς το σπίτι αυτοκτονούσα στη σκέψη να ξαναρχίσω την αναζήτηση εργασίας.
Το ίδιο απόγευμα μου τηλεφώνησαν.