Aπόψε γιορτάζουν το Halloween εδώ στις Αγγλίες και αυτή τη στιγμή όλοι είναι επί (κομμένου) ποδός πολέμου. Δεν ξέρω από πότε άρχισε να γιορτάζεται η παραμονή Αγίων Πάντων στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, αλλά αυτό που έχω καταλάβει είναι πως ακόμη οι Βρετανοί δεν έχουν βρει το σωστό balance Χριστουγέννων – Halloween, Άγιου Βασίλη και Τζακ Αντεροβγάλτη, αφού το μισό Λονδίνο έχει στολιστεί με λαμπάκια και το άλλο μισό με κομμένα κεφάλια. Εμείς πάντως στολίσαμε το διαμέρισμα για Halloween και ο θεός βοηθός. Δηλαδή η Mel άρχισε τις ετοιμασίες και μας έβαλε στα αίματα… κυριολεκτικά.
Μπαίνω σπίτι την Πέμπτη το βράδι και νιώθω κάτι στη μούρη μου. Ανάβω τα φώτα και βλέπω πως βρίσκομαι μέσα σε ένα δάσος από μαύρες σακούλες σκουπιδιών που κρέμονται τεμαχισμένες σε λωρίδες από το ταβάνι. Πάω να προχωρήσω, τίποτα, δεν έχουν τελειωμό. Βρίσκω όπως όπως το δρόμο για την κουζίνα όπου ανοίγω την πόρτα και βλέπω Mel και Pad με ψαλίδια και αίματα στα χέρια. Αράχνες, ιστοί, σκελετοί, φαντάσματα και ταφόπλακες κρέμονταν ολούθε. Δεν άργησα να μπω στο φρικαλέο πνεύμα. Όπως και οι υπόλοιποι που με περίσσιο ζήλο και κόκκινους μαρκαδόρους άρχισαν να γράφουν “Here’s Johnny” στους τοίχους. (Αυτό λέει είναι ατάκα από ταινία τρόμου - έπρεπε να μου το εξηγήσουν για να το καταλάβω)
Επηρεασμένος από την ατμόσφαιρα, είπα να στολίσω κι εγώ το Κελί. Δεν χρειάστηκα και πολλά βέβαια αφού το βασικό theme φυλακής το έχω, ο Jack από το Nightmare Before Christmas είναι όλο το χρόνο στο γραφείο, την αφίσα της ταινίας την έχω για λάβαρο και τις νυχτερίδες μου κρεμασμένες πάντα ανάποδα. Έτσι το μόνο που έκανα ήταν να γεμίσω ένα τζην με σακούλες Sainsbury’s και να του φορέσω ένα ζευγάρι παπούτσια. Το κρέμασα στο κουρτινόξυλό μου και άφησα τα πόδια του να κουνιούνται νωχελικά. Ο δικός μου, απαγχονισμένος άνθρωπος ήταν έτοιμος. Βγήκα έξω από το σπίτι και τον καμάρωσα φωτισμένο στο παράθυρο. Είναι αρκετά ρεαλιστικός, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι θα χρειαζόταν άλλο μισό όροφο από πάνω για να χωρέσει το υπόλοιπο, υποτιθέμενο σώμα του. Κρεμασμένο άνθρωπο στόλιζα και στην Αθήνα, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη περίσταση και από την πολυετή εμπειρία μου, έχω να πω πως κανείς δεν παρατηρούσε το θέμα του ορόφου. Εδώ δεν ξέρω καν αν έχει προσέξει κανείς την ύπαρξή του, αφού όποιος περνάει κάτω από το παράθυρό μου είναι ντέφι. Να φανταστείτε, δεν έχει έρθει καν ο σεκιουριτάς να μου ζητήσει τα ρέστα.
Προχθές είχαμε πάει στην Pub η οποία έχει επταήμερο εορτασμών και έχει στολιστεί με κολοκύθες και μαύρα μπαλόνια. Το event εκείνης της βραδιάς ήταν ένα “Special Halloween Quiz”, κατά το οποίο τα τραπέζια μάχονταν για ένα pint μπύρα! Οι ερωτήσεις αφορούσαν φυσικά στα βαμπίρ, τις ταινίες τρόμου, όλο το βασιλικό σόι του μεσαίωνα και τους τρόπους με τους οποίους σκοτώθηκε, όπως υπήρξε φυσικά και κατηγορία “Sports” με ερωτήσει τύπου «ποια ομάδα έχει ως έμβλημα δύο νυχτερίδες που ρουφάνε αίμα». Τα φώτα έπεσαν πάνω μου όταν στην οθόνη εμφανίστηκε η εξής ερώτηση (1):
Τι πίπα κι αυτή! Πρώτη φορά το άκουγα. Έχω ακούσει «αλαφροΐσκιωτος», «καταραμένος» κλπ αλλά δεν ήξερα πως αν γεννηθώ κάποια συγκεκριμένη μέρα, I see dead people. Οι Άγγλοι βέβαια με έβλεπαν σαν τον Joker τους και κρέμονταν από τα χείλη μου. Απάντησα Saturday, αφού το γνωστό επίθετο δεν βγαίνει σε βερσιόν υπόλοιπης εβδομάδας, παρά Σαββάτου. Έτσι έβαλα κι εγώ ένα λίθο στην νίκη μας, μια που δεν ήξερα πως σκοτώθηκε η τρίτη γυναίκα του Henry XII.
Αυτή τη στιγμή παρελαύνει στο διαμέρισμά μας αιμόφυρτο όλο το campus. Νεκρές νοσοκόμες, χασάπηδες, σκελετοί, μαζεύονται στην κουζίνα για να πάνε στο Halloween Party του Student Union. Εγώ θα αρκεστώ στο να δω τα πυροτεχνήματα από το παράθυρο γιατί δεν είμαι για τέτοια καραγκιοζιλίκια, σε αυτό το χάλι.
Εκτός αυτού είμαι και σωματικά πτώμα (τελικά μου πάει το Halloween) γιατί μόλις γύρισα από Λονδίνο. OK, σήμερα πήγα για σοβαρό λόγο: Αυτήν εβδομάδα έχουμε Master Classes και αντί για τους κανονικούς καθηγητές, έχουμε guest “stars”. Σήμερα π.χ. περάσαμε όλη τη μέρα σε ένα bar – restaurant, κάτω από μία διαφημιστική εταιρία! Κατά τη διάρκεια του οχταώρου κατέβαιναν ένας ένας οι executives και έκαναν τις διαλέξεις! How cool is that? Αναλυτικό φωτορεπορτάζ, προσεχώς.
(Μέχρι να ανεβάσω αυτό το post, ντύθηκα Βασιλιάς των Πάγων με κρύσταλλους στα μαλλιά. Είμαι έξω από τη βιβλιοθήκη. Θερμοκρασία εδάφους: 9 βαθμοί κελσίου, υγρασία: 60%, πνευμονία: σίγουρη.)
Αρχικά ζητώ συγνώμη για την Οκτωβριανή απουσία μου. Μερικοί από εσάς γνωρίζετε τις άσχημες καταστάσεις που αντιμετώπισα, οι οποίες –τι πρωτότυπο- έσκασαν όλες μαζί και με έκαναν να πλέω σε πελάγη σκατών, εδώ στην ξενιτιά. Δε συνεχίζω γιατί αφενός θέλω να πιστεύω πως το Κουτί της Πανδώρας έχει πλέον κλείσει και αφετέρου γιατί αν κάτσω να σας πω τι συνέβη τον τελευταίο μήνα, στέφομαι Drama King της blogoσφαιρας και γράφω οχτώ Λάμψεις και πέντε Τόλμες και Γοητείες για την πλάκα μου. Αυτό που θα πω μόνο είναι πως από ΄δώ και στο εξής περιμένω ένα φορτηγό ευχάριστα γεγονότα να έρθει και να κάνει ανατροπή ακριβώς πάνω μου. Και για να ξεπλύνεις αυτά που μου έστειλες, Θεέ, θέλω τουλάχιστον τρία εκατομμύρια ευρώ σε χαρτονομίσματα των 20, στον πλησιέστερο σκουπιδοτενεκέ.
Αυτά.
Κατά τα άλλα, προχθές, στην Εθνική Επέτειο του Όχι, είχα πάει στο Λονδίνο με τον Γουίλ και την «συννυφάδα» του, την Χλόη. Ξέρω, έχω σκιστεί στο Λονδίνο τις τελευταίες μέρες αλλά εκτός του έχω δουλειές (λέγε με οι Περιπέτειες του Συνταγματικού Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε Τέσσερις Τόμους), το Λονδίνο είναι το μέρος που μπορώ να ξαναζήσω για λίγο τις παλιές Αθηναϊκές δόξες: Να, στριμωχτώ, να ποδοπατηθώ, να διαβάσω free press, να ξοδέψω λεφτά, να θυμηθώ πως είναι το σινεμά, να φάω έξω, να περπατήσω βράδι χωρίς να νομίζω πως έχει πέσει κομήτης.
Μόνο που αυτή τη φορά διάλεξα λάθος παρέα. Δηλαδή δεν τη διάλεξα εγώ, αυτή με διάλεξε. Ο Γουίλ, συγκάτοικος και τυπικός ξιπασμένος Άγγλος “gay in denial” (όπως λέει ο Dave) υποφέρει από χιλιάδες κόμπλεξ και για να επιβιώσει το παίζει πλούσιος που αγοράζει τους πάντες, τύπου. Σκατά πλούσιος δηλαδή, έχει απλώς χαρτζιλίκι από τους γονείς του και ένα Volkswagen δέκα ετών. Στην αρχή είχα πέσει κι εγώ στην παγίδα να νομίζω πως το φυσάει τρελά αλλά όταν άρχισε να κάνει γυφτιές όπως να χτυπάει την πόρτα μου για να μου δείξει την απόδειξη από μια φόρμα που αγόρασε (!) και του στοίχισε 50 λίρες, κατάλαβα πως ζει στον κόσμο των Teletubbies παρέα με τον Tinky Winky. Η Χλόη από την άλλη (γράφω τα ονόματά τους στα Ελληνικά γιατί διάφοροι έκαναν προσπάθειες να με διαβάσουν με Systran) δεν είναι κακή κοπέλα αλλά επειδή ο παπάρας την έχει πείσει πως είναι κοινωνικά ανώτεροι από τους άλλους κι επειδή και η ίδια πάσχει από αγάμητο γεροντοκορησμό, έχουν γίνει κώλος και βρακί με αποτέλεσμα ο ένας να μισεί την άλλη και οι δύο, όλο τον κόσμο.
Ξεκινήσαμε λοιπόν πουρνό με το Polo για το Λονδίνο. Ο Γουίλ τρογώταν με τα ρούχα του σε όλη τη διαδρομή, προφανώς επειδή τον αγνοούσα και κοιτούσα τα λαγκάδια απ’ έξω. Έβριζε τους άλλους οδηγούς σαν κυράτσα, κόρναρε και δήθεν εκνευριζόταν χτυπώντας το μανικιούρ στο τιμόνι, χωρίς να συμβαίνει κάτι. Η πλάκα είναι ότι ο Γουίλ δεν πείθει καθόλου για άντρας βαρύς κι ασήκωτος και το όλο show ήταν σαν να βλέπεις το Γωγουλίνι φορτηγατζή. Όταν φτάναμε στο Λονδίνο, τι το –‘θελα- του έδωσα μια οδηγία για το προς τα πού θα πάμε. Έγινε έξαλλος! «Που δε θα μου πεις εσύ για το Λονδίνο, που είναι η πόλη μου» και κάτι τέτοια θεατρινίστικα. (Είμαι σίγουρος πως στο Λονδίνο έχω πάει περισσότερες φορές από ό,τι το βλαχαδερό του Βορρά.) Και αυτό επιβεβαιώθηκε όταν χάθηκε –το ζώο- και κάναμε κύκλους μία ώρα στο Clapham.
Η επόμενη παράσταση ήταν το «Πού θα παρκάρουμε». Ο Γουίλ δεν ήθελε να ακούσει για τζαπέ παρκάρισμα (the Greek way) κι έτσι αρχικά αφήσαμε το αυτοκίνητο σε ένα παρκόμετρο του King’s Road, στο Chelsea, προκειμένου να υποκριθούμε πως ψωνίζει ο Γουίλ. (Ο Γουίλ είναι ο τύπος που θα πάρει μία κάλτσα από ένα ακριβό κατάστημα μόνο και μόνο για να πει αργότερα πως «ψωνίσαμε εκεί».) Αφού λοιπόν φάγαμε κάτι απαίσια πράγματα σαν τυρόπιτες με το άγχος του παρκόμετρου, ξαναξεκινήσαμε τους κύκλους στο Λονδίνο προκειμένου να βρούμε parking μεγάλης διάρκειας για να δέσουμε τη σκούνα.
Όπως λοιπόν ήμασταν κολλημένοι στην κίνηση του Knightsbridge ο Γουίλ κοιτώντας έξω από το παράθυρο είπε τη φράση – μνημείο: «Μου αρέσει τόσο πολύ που οι άνθρωποι εδώ είναι σαν κι εμένα». Τότε ήταν που αναφώνησα δις, σαν την Κατερίνα Γιουλάκη σε φινάλε Ρετιρέ, “Χίλιες φορές Southwest Trains! Χίλιες φορές Southwest Trains!” Ο άνθρωπος είναι τόσο ψώνιο που πήγε να παρκάρει στο parking του Harrods και τόσο γύφτος που ζήτησε να πληρώσουμε εμείς! Δεν είπα τίποτα γιατί αν έλεγα θα γινόταν ακόμη πιο σκύλα και θα χαλούσε την υπόλοιπη μέρα. Όχι πως δεν την χάλασε.
Μπήκαμε στο Harrods και ως βόδι, πήγε κατευθείαν στο Food Market. Ολόκληρο Harrods και αυτός πήγε να χαζέψει τα μύδια. Κάποια στιγμή ρώτησε «πως σου φαίνεται;». Και σα μαλάκας εγώ του απάντησα ότι «η ψαραγορά είναι λίγο βαρετή». Γυρνάει τότε η Τασσώ Καββαδία λέγοντας μου με αυστηρό ύφος και κουνώντας το δάχτυλό του «Δε μίλησα σε εσένα αλλά στη Χλόη που δεν έχει ξαναέρθει.» Έμεινα κάγκελο. Πραγματικά αν δεν ήμασταν μέσα σε κόσμο θα τον είχα χτυπήσει. Ακόμη και τώρα που το θυμάμαι μου έρχεται να πάω δίπλα να τα χώσω.
Δεν προλάβαμε να ψωνίσουμε δύο σοκολάτες και άρχισε να λέει «Φεύγουμε…» πάλι με το ίδιο εκνευριστικό, μπλαζέ αδερφίστικο στυλάκι, χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Έκανε αυτό που σας είπα και πιο πριν, με τα δήθεν ψώνια. (Εδώ να πω πως μόλις χτύπησα μία posh σοκολάτα “Green & Blacks Organic” και είμαι τελείως απογοητευμένος αφού ήταν σχεδόν σοκολάτα, σχεδόν γάλακτος. Πάλι θα ακουστώ Ελληνάρας αλλά η ΙΟΝ (αμυγδάλου και μη) δύσκολα ξεπερνιέται. Πράγμα που επιβεβαίωσαν και οι Άγγλοι, οι οποίοι έπαθαν πλάκα με τη “Greek Chocolate” που κουβάλησα από την Αθήνα την προηγούμενη βδομάδα και δυστυχώς εχθές μόλις μου τελείωσε. Μάνα, στείλε ΙΟΝ. Στοπ.)
Update: Το post αυτό γράφτηκε σήμερα τα ξημερώματα. Όταν λίγες ώρες μετά πήγα στην κουζίνα για πάρω (sic) πρωινό, είδα ένα δέμα πάνω στο τραπέζι. Το άνοιξα και με χαμόγελο μέχρι τα αυτιά είδα πως η ΤΧΤ μου έστειλε σοκολάτες και μπισκότα από την Ελλάδα! Τώρα θα ήθελα και τα τρία εκατομμύρια ευρώ. Στοπ.
Συνεχίσαμε στο Harvey Nichols, όπου –τι σύμπτωση- πήγαμε κατευθείαν στο Food Market του τελευταίου ορόφου όπου ο Γουίλ –τι σύμπτωση- ψώνισε δύο πράγματα προσπαθώντας να το παίξει gourmet. Θα μπορούσα να γίνω κι εγώ κακός και να του θυμίσω τις έτοιμες αηδίες που ζεσταίνει καθημερινά στα μικροκύματα νομίζοντας πως μαγειρεύει αλλά δεν το έκανα. Όταν ο Γουιλ πήρε τη σακούλα που έγραφε Harvey “Nichs”, άρχισε πάλι το «φεύγουμε».
Και φύγαμε. Πήραμε το μετρό και πήγαμε στο Hamley’s για να ψωνίσουμε τίποτα για το Halloween. Στη Regent Street, μήνες μπροστά, έχουν ήδη βάλει τα Χριστουγεννιάτικα, και στο Hamley’s δε μπορούσες να μπεις από τον κόσμο. Τα του Halloween, ήταν πλέον στο ξεπούλημα αφού τα είχαν βγάλει 2 μήνες πριν κι έτσι δεν βρήκαμε τίποτα. Ο Γουίλ αγόρασε μια μινιατούρα Land Rover και η Χλόη τον Κύριο Ξινομούνη από τη σειρά βιβλίων Μικροί Κύριοι - Μικρές Κυρίες, για να τον χαρίσει στον φίλο της. Και πάλι δεν πρόλαβα να πάρω τίποτα αφού πάλι ο Κύριος Ξινομούνης μας τραβούσε από τα μανίκια για να φύγουμε.
Περάσαμε απέναντι, στο Habitat, όπου έβαλα τις συννυφάδες σε ένα καναπέ να ακούνε live εκκλησιαστικό όργανο και πήγα να χαζέψω μπακίρια, μια που τώρα είμαι δεινός σεφ. Πήρα κάτι ψιλοπράγματα για την κουζίνα και φωτισμό για το Κελί. Τότε συνειδητοποίησα πόσο ωραία περνάω μακριά τους. Έτσι τους πρότεινα να χωριστούμε: Να πάω εγώ στα βιβλιοπωλεία για να συνεχίσω τις περιπέτειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αυτοί στο διάολο. Έτσι κι έγινε.
Μετά από καμιά ώρα, βρέθηκα στο Covent Garden όπου είχαμε δώσει ραντεβού για να φάμε. Τους παίρνω τηλέφωνο λοιπόν για να δω που βρίσκονται. Βγαίνει η Νίτσα Μαρούδα και μου λέει «Τόσο γρήγορα; Εμείς είμαστε ακόμα στη Regent.» Καλά του λέω, θα βρω κάτι να κάνω μέχρι να έρθετε. Εκείνη την ώρα λοιπόν περνάω έξω από το Cambridge Theatre όπου παίζεται το Chicago. (Εδώ να ανοίξω μια παρένθεση και να σας πω ότι το γεγονός που τάραξε τα βρωμόνερα του Τάμεση πριν ένα μήνα, ήταν η άφιξη της Ashlee Simpson –σενιαρισμένης, εγχειρισμένης, με νέα μύτη- στο West End ως πρωταγωνίστρια του Chicago. Η Ashlee είναι η μικρότερη, πιο χαζή, πιο άσχημη και πιο ατάλαντη αδελφή της Jessica Simpson που έκανε καριέρα στης πλάτες της μεγάλης. Και οι δύο μαζί συνθέτουν ένα ισχυρό βλήμα που ανταγωνίζεται σε βλακεία και πουτανιά της Paris, την Tara και άλλα ξανθά βλήματα του υποHollywood. Κλείνει η παρένθεση.) Περνάω λοιπόν πίσω από το Θέατρο για να φτάσω στην αγορά του Covent Garden και βλέπω μαζεμένο κόσμο, λες και είχε συμβεί ατύχημα. Σε λίγο κατάλαβα πως πράγματι επρόκειτο να συμβεί κάποιο ατύχημα. Ή μάλλον, να βγει το μεγαλύτερο ατύχημα του πλανήτη που ακούει στο όνομα Ashlee Simpson από την πίσω πόρτα του Θεάτρου.
Κατευθείαν μου ήρθε στο μυαλό το blog. Είπα, «αν το έχω αυτό αποκλειστικό, τύφλα να ‘χει ο Χεσταόλας.» Στήνομαι λοιπόν με το μπουλούκι, βγάζω φωτογραφικές και περιμένω την Ashlee... Περιμένω… Περιμένω… Έχει βγει ο μισός θίασος, χειροκροτήματα, αυτόγραφα, φλας, τίποτα η Ashlee. Οι γορίλες της να μπαινοβγαίνουν κάθε τόσο και το αυτοκίνητο να βρίσκεται συνεχώς μπροστά από την πόρτα αλλά η Ashlee να μη λέει να βγει.
Σε κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν η Τασσώ. «Πού είσαι;» με ρωτάει κοφτά βάζοντας το χέρι στη μέση και χτυπώντας ελαφρώς τη γόβα του στο πλακόστρωτο. Στο Cambridge Theatre, του λέω. “I’m in the middle of something. I’ll be there in 10 minutes” προσθέτω με σοβαρό τόνο, μην τολμώντας να αποκαλύψω τη βρώμικη αλήθεια. Και αρχίζει η λάμια να τσιρίζει «Που μας κουβάλησες άρον-άρον από τη Regent Street για να μας στήσεις. Και νομίζεις πως είμαστε ηλίθιοι» μέχρι να μου το κλείσει στα μούτρα. Χέστηκα, εγώ θα είχα αποκλειστικό την Ashlee Simpson. Την ώρα που μιλούσα στο τηλέφωνο και ενώ στεκόμουν σε μία κολώνα ήρθε ένας Άγγλος να παρκάρει το ποδήλατό του και μου ζήτησε 300 φορές συγνώμη. Και άλλες 200 όταν επέστρεψε για να το πάρει.
-Seriously, I am really sorry about this, μου λέει για 500η φορά.
-It’s ok, του απαντάω.
-No, I’m really sorry, I had to park my bike for a minute, to by something for my printer before the store closes, μου ξαναλέει.
-You know something? Αποκρίνομαι. I am really sorry about my self right now.
-Why? Με ρωτάει.
-Because I’m stalking an American bitch, του λέω δείχνοντας την φωτογραφική μου μηχανή. Στέκεται λίγη ώρα για να καταλάβει.
-Oh don’t worry about nationality; they come in every country μου λέει και με χαιρετάει.
Η Ashlee δεν βγήκε ποτέ, όχι τουλάχιστον όσο ήμουν εκεί. Ο κόσμος άρχισε να φεύγει, ποιος ξέρει από τι ώρα την περίμεναν. Έφυγα κι εγώ γιατί είχα στήσει τις συννυφάδες και θα τα άκουγα στέρεο. Ευτυχώς είχα ως ασπίδα μου το βιβλίο «Policy-Making in the European Union» το οποίο ήταν αρκετά χοντρό για να με σώσει από τα δόντια του Γουίλ. Τους είπα πως έπρεπε να περιμένω στο βιβλιοπωλείο 15 λεπτά για να μου το φέρουν. Πού να ‘ξεραν πως έπρεπε να περιμένω 15 λεπτά για να δω το Ζώο.
Πήγαμε για φαγητό όπου άφησα τις συννυφάδες να κράζουν όσο εγώ παρατηρούσα το ταβάνι. Το φαντασμένο ζώο μου είχε καταστρέψει την ημέρα και δεν μπορούσα ούτε να τον βλέπω. Αμφιβάλω αν κατάλαβε γιατί κρατούσα τέτοια στάση.
Αργότερα επιστρέψαμε στο Knightsbridge όπου το Harrods είχε ήδη ανάψει τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια του. Παράξενο, γιατί όπως κατεβαίναμε τον M3 με το αυτοκίνητο, βλέπαμε δεξιά κι αριστερά τα πυροτεχνήματα από τη Legoland και το Thorpe Park για το Halloween! Και ξέρετε τι συμβαίνει “when two holidays meet by mistake”.
P.S. Ευχαριστώ την Άννα που μου με τηλεφώνημά της, μου θύμισε πως το Σάββατο ήταν 28η Οκτωβρίου. Η Άννα είναι πλέον κάτοικος Λονδίνου και την περασμένη Τρίτη, μετά από ένα μήνα κυνηγητού καταφέραμε να βρεθούμε και να τραγουδήσουμε μαζί τις «Στοές του Βελγίου» και άλλα σουξέ της ξενιτιάς, τρώγοντας στο Soho. Και του χρόνου!
Όπως σημείωσα και στο προηγούμενο post, το περασμένο σαββατοκύριακο το έβγαλα στο κρεβάτι. Fresher’s flu γαρ. Γρίπη την οποία «αρπάζω» κάθε Οκτώβριο και σε διαφορετικό ίδρυμα τριτοβάθμιας εκαπαίδευσης στην Ευρώπη. (βλ. Οκτώβριος 2005, iblog Classics) Αυτό που μου κακοφάνηκε περισσότερο αυτό το Σαββατοκύριακο όμως δεν ήταν ότι έχασα τη βόλτα στο Λονδίνο ή ότι είδα δύο seasons Simpsons από τη βαρεμάρα μου. Αλλά το ότι κανείς από τους συγκατοίκους ή τους φίλους δεν ήρθε να μου χτυπήσει την πόρτα ή έστω να στείλει ένα “text” για να δει τι κάνω, με εξαίρεση τη Hannah, που έχει δείξει δείγματα ανθρωπιάς από την πρώτη μέρα που ήρθε στο σπίτι.
Την αδιαφορία αυτή δεν την εξέλαβα ως γαϊδουριά αλλά ως άλλο ένα κουλό χαρακτηριστικό του Βρετανικού λαού, τα οποία θα αναλύσουμε σε αυτό το post. Να σημειωθεί πως ό,τι γράφω αναφέρεται κυρίως στους συμφοιτητές μου, με τους οποίους συναναστρέφομαι τον τελευταίο καιρό και όχι στο σύνολο του βρετανικού λαού. Φυσικά και δεν τρέφω καμία εμπάθεια προς τους κατοίκους αυτής της χώρας, αντιθέτως, οι Βρετανοί τον τελευταίο μήνα είναι οι φίλοι και η οικογένεια μου εδώ. (Για όσους με θέλουν ρατσιστή και Ελληνάρα.)
Για το Αγγλικό φλέγμα γνωρίζετε όλοι. Ο λαός αυτός έχει μια τραγική απάθεια για τα πάντα. Δεν κλαίει, δε γελάει. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να είναι οι πιο ευγενικοί που έχω γνωρίσει ποτέ, μπορεί να έχουν όλοι μεγάλα αποθέματα (αγγλικού) χιούμορ, παρόλα αυτά δεν έχω δει Άγγλο στο δρόμο ή πίσω από ένα γκισέ να χαμογελάει. Αυτό ομολογώ πως μου κόβει τα πόδια κάθε φορά. Αυτή η αυστηρότητα που έχουν στο βλέμα τους οι Αγγλίδες, στις πληροφορίες, στη βιβλιοθήκη, στη γραμματεία, με κάνει να πιστεύω πάντα πως λέω ή κάνω κάτι λάθος.
Η ίδια απάθεια όμως με σώζει στο super market, όταν τρέχω να πληρώσω και ταυτόχρονα να βάλω τα ψώνια σε σακούλες, ενώ πίσω μου περιμένει η Αγγλίδα νοικοκυρά και ο Άγγλος γιάπης με το κατεψυγμένο στο χέρι, χωρίς να βγάλει κιχ. Γενικά είπαμε πως η ουρά είναι ιερή σε αυτό τον τόπο κι έτσι ο αγγλικός λαός γλίτωσε από τα ανυπόφορα σκετς του Δαλιανίδη και των ΑΜΑΝ.
Δυστυχώς ένα από τα γνωστά σε όλο τον κόσμο χαρακτηριστικά των Βρετανών, είναι και η απάθειά τους προς τη βρωμιά. Αυτός ο λαός δεν σιχαίνεται με τίποτα. Φανταστείτε τώρα εμένα, που βρίσκομαι στο άλλο άκρο, που σιχαίνομαι τους πάντες και τα πάντα, που χαρακτηρίζομαι πολλές φορές υποχόνδριος και μικροβιοφοβικός, να μοιράζομαι ένα σπίτι με έξι Βρετανούς εν δράσει.
Την πρώτη μέρα που έφτασα στην Αγγλία, ήρθα αντιμέτωπος με δύο παραδοσιακά βρωμερά ήθη τούτης της χώρας. Το πλύσιμο μούτρων και πιάτων. Οι νιπτήρες εδώ, όπως ίσως γνωρίζετε, έχουν δύο βρύσες: Μία με καυτό νερό και μία με μπούζι. Υποτίθεται για να πλυθείς με χλιαρό νερό θα πρέπει να ταπώσεις το νιπτήρα σου και να χώσεις το κεφάλι σου μέσα. Καυτό και πάλι καυτό. Παρόμοια κατάσταση, και πιο βρωμερή, παίζει με τα πιάτα. Ξεχάστε το Fairy που συμφέρει πάνω στο Scotchbright. Στους νεροχύτες υπάρχουν τεράστιες λεκάνες τις οποίες οι Άγγλοι γεμίζουν με νερό και πετούν μέσα λίγες σταγόνες σαπουνιού για να αφρίσει. Στη συνέχεια παίρνουν το πιάτο τους με όλα τα υπολείμματα φαγητού και κυριολεκτικά το βαφτίζουν καθαρό. Το βουτάνε δηλαδή στη λεκάνη, περνούν από πάνω το σφουγγάρι και αμέσως το βγάζουν στην άκρη για να στεγνώσει. Ναι, με τις σαπουνάδες. Φυσικά μετά το πρώτο πιάτο, το νερό της λεκάνης γίνεται καφέ και τα υπόλοιπα σκεύη πλένονται μέσα σε τιγανόλαδα, αρακάδες και ρύζια. Καταλαβαίνετε πως εδώ ξεφεύγουμε από τη σιχαμάρα και πάμε σε θέματα πολύ βασικής υγιεινής.
Η κουζίνα μας είναι κώλος 6 μέρες την εβδομάδα. Εκνευρίζομαι τόσο πολύ που δεν ενδιαφέρει κανέναν αυτό το πράγμα, αλλά δεν καθαρίζω, γιατί μετά από μία ώρα τα ξανακάνουν χάλια. Βουνά τα πιάτα στους νεροχύτες, πάγκοι που κολλάνε, τραπέζια με ψίχουλα, μπύρες και λεκέδες από καφέ. Το πάτωμα δεν σας το περιγράφω. Οι Άγγλοι εκεί, κινούνται με τη χαρακτηριστική απάθεια μέσα στη βρώμα: Αφήνουν κι άλλα βρώμικα στους νεροχύτες, ακουμπάνε το κρέας τους στους πάγκους, τρώνε στο τραπέζι που κολλάει και κυκλοφορούν ξυπόλητοι. Την Πέμπτη το βράδι όμως τα πιάτα εξαφανίζοντια μαγικά! Κι αυτό γιατί οι καθαρίστριες (στις οποίες στάνταρ κολλάνε βαραία) έχουν ξεκαθαρίσει εξ’ αρχής πως ό,τι σκεύος δουν εκτός ντουλαπιών, το χρεώνουν 50 λίρες! Φανταστείτε δηλαδή τι γίνεται για να αναγκαστεί το Accommodation Office να βάζει πρόστιμα για την καθαριότητα!
Εγώ πάλι για να επιβιώσω, ζω μέσα σε μια τσιχλόφουσκα - χειρουργείο: Καθαρίζω τις επιφάνειες στις οποίες μαγειρεύω και τρώω, με τις οποίες φυσικά και δεν έρχονται σε επαφή τα τρόφιμά μου. Σουπλά, σουβέρ, ξύλο κοπής είναι το Ευαγγέλιό μου. Κρύβω το σφουγγαράκι μου για να μην πέσει σε καμιά λεκάνη και δεν διανοούμαι να αφήσω σκεύη εκτεθειμένα. Έρχομαι σε πολύ δύσκολη θέση όταν κάποιος προθυμοποιείται να πλύνει τα πιάτα μου και για να το αποφύγω λέω πως η λάτζα είναι η αγαπημένη μου συνήθεια. Μια φορά όμως ήρθα αντιμέτωπος με μια πολύ δύσκολη κατάσταση: Κάποιος από τους συγκατοίκους με ρώτησε γιατί σαπουνίζω το ξύλο κοπής. Έμεινα για λίγα λεπτά αμίλητος προσπαθώντας να θυμηθώ τη λέξη «σιχαίνομαι» στα Αγγλικά. Ακόμα προσπαθώ.
Σας είπα πως οι συγκάτοικοι περπατούν παντού ξυπόλυτοι. Δε σας είπα όμως πως η συνήθεια αυτή φτάνει μέχρι το Πανεπιστήμιο, όπου οι συμφοιτητές μου βγάζουν τα παπούτσια τους στις διαλέξεις, στα σεμινάρια, στα εργαστήρια, και περιφέρονται ξυπόλυτοι ή με τις κάλτσες χωρίς κανένας να δίνει σημασία!
Παρόμοιο φαινόμενο είναι αυτό του κώλου – παπουτσιού το οποίο θεωρώ το πιο ασεβές προς τους υπόλοιπους. Άγγλοι, μικροί, μεγάλοι, ακόμα και καθηγητές, θεωρούν πως όπου τοποθετούν τον κώλο τους μπορούν να βάλουν και τα παπούτσια τους, και αντιστρόφως. Αυτό σημαίνει πως ανεβαίνουμε σε κρεβάτια, καναπέδες, καρέκλες, θέσεις τρένων, λεωφορείων και αεροπλάνων με τα παπούτσια και καθόμαστε κάτω στο δρόμο, στο μετρό, στο πάτωμα του σούπερ μάρκετ, στο dancefloor του club, με τον κώλο. Είναι δυνατόν να θεωρούν το τζιν τους το ίδιο βρώμικο με τα παπούτσια τους; Φυσικά, αφού αμφότερα πλένονται μαζί με τα υπόλοιπα ρούχα και εσώρουχά τους στο πλυντήριο!
Και αφού σας προκάλεσα τάσεις προς έμετο, ας μιλήσουμε για το ποτό. Πονεμένη ιστορία στην οποία έχω αναφερθεί και στο παρελθόν. Ειλικρινά, ό,τι και να πω είναι λίγο. Δε θα ξεχάσω τις πρώτες μέρες που όλοι κυκλοφορούσαν τύφλα από το μεσημέρι, δε θα ξεχάσω την σκηνή που η αλκοολική γκόμενα από το επάνω διαμέρισμα μετέφερε από το ψυγείο στην τσάντα της έξι μεγάλα κουτάκια μπύρας για να περάσει το απόγευμα, ούτε τα “drink games” (Θέε μου) που παίζει η παρέα μου στην pub. (Τα drink games είναι ηλίθια παιχνίδια - δικαιολογίες των συμφοιτητών μου για γίνονται στουπιά όταν στις pub δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε.)
Δεν ξέρω αν φταίει το ποτό ή το γεγονός ότι κανείς δεν τους βοηθά οικονομικά αλλά έχω παρατηρήσει δείγματα τρελής μιζέριας. Στο Παρίσι π.χ. οι συμφοιτητές μου προτιμούσαν να στερηθούν πολλά πράγματα, από μουσεία μέχρι φαγητό, προκειμένου να εξαργυρώσουν το συνάλλαγμά τους σε μπύρες! Εκτός αυτού όμως, έχω καταλάβει πως οι Άγγλοι δε μοιράζονται γενικώς. Είναι τύπου «ο καθένας τα δικά του». Για παράδειγμα, όταν τρώνε κάτι δεν προσφέρουν ποτέ στους άλλους. Ή αν τύχει να τους ζητήσεις λίγο αλάτι ή ένα αυγό πολύ δύσκολα θα σου δώσουν.
Σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι Άγγλοι δεν είναι καθόλου ρατσιστές. Μέχρι στιγμής δεν έχω αντιμετωπίσει καμία διαφορετική μεταχείριση, εκτός από αυτό το παράξενο μούδιασμα των υπαλλήλων στις τράπεζες, οι οποίες έχουν τους Έλληνες στη μαύρη λίστα. Όχι άδικα, καθότι κάποια ελληνόπουλα τα προηγούμενα χρόνια, φρόντισαν να χτίσουν την εικόνα του καταχθόνιου Έλληνα που αρπάζει τα overdrafts, αφήνει απλήρωτους λογαριασμούς και επιστρέφει στη μαμά Ελλάδα με το πτυχίο στην κορνίζα.
Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς που κάνουν τούμπες, οι Άγγλοι δεν εντυπωσιάζονται καθόλου όταν τους λες ότι είσαι Έλληνας. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουν τίποτα για μας. Ο Dave δεν ήξερε καν που βρίσκεται η Ελλάδα και πολλοί με έχουν ρωτήσει αν ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Η πιο κουλή ερώτηση που έχω ακούσει όμως έχει έρθει επίσης από το στόμα του Dave, ο οποίος τις πρώτες μέρες μου στην Αγγλία, με ρώτησε τι γλώσσα μιλάμε στην Ελλάδα, αγγλικά ή ελληνικά! Επίσης, τζατζίκια, σουβλάκια, Φαλιράκια ξεχάστε τα. Κανείς δεν έχει ιδέα για ελληνικά φαγητά και νησιά. Η Hannah μόνο είχε έρθει το καλοκαίρι στη “Zantee” (που έκανα δύο χρόνια να καταλάβω ποιο νησί εννοεί) αλλά είπαμε, η Hannah έχει δείξει εξ’ αρχής δείγματα ανθρωπιάς. Βέβαια, όταν τη ρώτησα αν της άρεσε το φαγητό, μου απάντησε πως ναι αλλά δε θυμόταν τι έφαγε. (Φανταστείτε μεθύσι.)
Τα ελληνικά τους φαίνονται πολύ αστεία. Ό,τι ελληνικά γράμματα βλέπουν στο δωμάτιό μου τα κοιτάζουν γελώντας. Όσο για τα προφορικά, κάθε φορά που μιλάω στο τηλέφωνο, παρακολουθούν και γελάνε σαν χαζοί. Ό,τι λέξη πιάσουν την επαναλαμβάνουν ή τουλάχιστον προσπαθούν. Όταν τους ρώτησα πως τους ακούγονται, μου απάντησαν «σαν Ισπανικά», άποψη με την οποία δε διαφωνώ. Α, συγνώμη που θα γκρεμίσω αυτόν τον urban legend αλλά κανείς εδώ δεν ξέρει τη λέξη «μαλάκας». Παρόλα αυτά, πολλοί έχουν εκφράσει τη θέληση να μάθουν τα βασικά, όπως η Hannah με το «παίζω και μαθαίνω να μετρώ μέχρι το δέκα» και ο Dave που αφού έφτιαξε τετράδιο ελληνικών, μου έγραψε ένα γράμμα στα Ελληνικά με τη βοήθεια του Systran. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν πεντάχρονου και το περιεχόμενό του το εξής:
Υειάσου ibt! Έχω αποφασίσει ότι αντί της εκμάθησης ελληνικά, θα χρησιμοποιήσω αυτό αντ’ αυτού επειδή είμαι πάρα πολύ οκνηρός να μιλήσω την ελληνική ελπίδα σκουπιδιών είχατε μια καλή ημέρα ακόμη κι αν δεν ήρθατε στο μάθημα που ειοπε μια αναιδής αφή αyοριών ο άχρηστός μου αντίο. Δεν είναι τεχνολογία μεγάλη! Dave.
*Posh and Becks: Ο τίτλος του post έχει το όνομα με το οποίο ο βρετανικός (tabloid) τύπος αναφέρεται στο ζευγάρι Victoria (Posh Spice) Adams – David Beckham. Είναι νομίζω η πιο βρετανική φράση που έχω ακούσει, η οποία περιγράφει χαρακτηριστικότερα τη σύγχρονη βρετανική κουλτούρα, μετά το “Fish and Chips”.
Δύο λέξεις που από την προσχολική σου ηλικία έφερναν σε ελάχιστο χρόνο και χωρίς κανένα κόπο ένα φρεσκομαγειρεμένο πιάτο φαγητό μπροστά σου. Με το πέρασμα των χρόνων, η φράση αυτή εξελίσσεται σε «Έχουμε τίποτα που να τρώγεται;» καθότι στην εφηβεία γίνεσαι gourmet και απορρίπτεις ορισμένες τροφές από το διαιτολόγιό σου. Μέχρι να έρθει η μέρα που σε ένα πανεπιστήμιο της Βρετανίας θα αναρωτιέσαι «Τι μαγειρεύουνε τώρα ρε μαλάκα;»
Super Market: Όλα ξεκινούν εδώ.
Η Βρετανία κατοικείται από ανθρώπους που δεν ξέρουν να τρώνε. Δεν νομίζω πως τους ενδιαφέρει καν αν θα φάνε σωστά ή τουλάχιστον γευστικά., το ζήτημα γι’ αυτούς είναι να γεμίσουν το στομάχι τους με κάτι φτηνό, πριν γίνουν ντέφια από τις μπύρες. Αυτή την ανάγκη του βρετανικού λαού καλύπτουν άψογα τα σούπερ μάρκετ εδώ, αφιερώνοντας ένα μεγάλο, αν όχι το μεγαλύτερο, κομμάτι τους στις έτοιμες / προπαρασκευασμένες/ κατεψυγμένες τροφές.
Στην Κάτω Ποταμιά έχουμε τρία σούπερ μάρκετ: Ένα discount (Lidl), ένα μεσαίου επιπέδου ποιότητας – τιμών (Sainsbury’s) και ένα χλιδάτο (Waitrose). Αυτοί είναι οι χαρακτηρισμοί που τους δίνουν οι Άγγλοι δηλαδή. Για να δούμε όμως και την Ελληνική μετάφραση: Το Lidl το ξέρετε κι από την Ελλάδα, είναι ακριβώς το ίδιο. Από την αρχιτεκτονική του μέχρι τους μασαζοκορσέδες στα φυλλάδια. Discount προϊόντα από τη Γερμανία, φοβερές σοκολάτες και παγωτά, πρώτο στην προτίμηση των φοιτητών και των κατατρεγμένων λόγω των χαμηλών τιμών του.
Ανεβαίνοντας ελάχιστα πιο πάνω (και γεωγραφικά αλλά και σε ποιότητα), βρίσκουμε το Sainsbury’s. Το οποίο είναι μια μαλακία, το μίσησα από την πρώτη στιγμή διότι δεν έχει ποικιλία. Ό,τι πουλάει είναι Sainsbury’s: Sainsbury’s απορρυπαντικά, Sainsbury’s Cola, Sainsbury’s δημητριακά, Sainsbury’s μουστάρδες κοκ. Έχει δηλαδή και δύο άλλες μάρκες αλλά μέχρι εκεί: δύο. Δεν είναι σαν το Βασιλόπουλο που στέκεσαι μισή ώρα στις μουστάρδες για να αποφασίσεις. Άρα είναι σαν ένα discount σούπερ μάρκετ με κανονικές (για τη Βρετανία) τιμές. Αίσχος, το προσπερνούμε.
Κυριολεκτικά δίπλα στο campus, έχουμε το Waitrose. Την πρώτη μέρα που έφτασα στο Student Village, ο Pat και η Natalie με συμβούλευσαν να το αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι, λόγω των υψηλών τιμών του. Έλα όμως που είναι δίπλα στο σπίτι μας και είναι πολύ πρακτικό να πετάγεσαι για τα απαραίτητα για τη ζωή ψωμί, κόκα κόλα και σοκολάτες. Το κακό είναι όμως πως πηγαίνοντας στο Waitrose για ψωμί, φεύγεις με δύο σακούλες ψώνια.
Το Waitrose είναι τελείως posh σούπερ μάρκετ. Στο parking του βλέπεις μόνο Mercedes, BMW, Jaguar και Porche. Βλέπετε, οι χωρικοί εδώ έχουν μεγαλοπιαστεί και κυκλοφορούν με Cayenne στα καλντερίμια, θυμίζοντάς μου την αθάνατη ελληνική επαρχία που αγοράζει τις BMW για να κατεβαίνει τα Σάββατα στα κολάδικα, στο κεφαλοχώρι. Γιατί όμως τόσος σαματάς για το Waitrose? Γιατί απλώς είναι ένα αξιοπρεπές, μεγάλο, καθαρό σούπερ μάρκετ που μπορείς να βρεις τα πάντα. Έχει 30 μάρκες απορρυπαντικών, 50 είδη σοκολάτας και γενικά σου δίνει το δικαίωμα της επιλογής. Μάλλον αυτό είναι το posh και το χλιδάτο της υπόθεσης για τους Άγγλους. Εντάξει, έχει και μια κάβα λίγο μεγαλύτερη από τα συνηθισμένα αλλά δεν νομίζω να είναι αυτός ο λόγος που το χρήζει «αριστοκρατικό»
Να σας το ξετυλίξω ή θα το φάτε σπίτι;
Δεν έχει σημασία από πού τα αγοράζεις, αλλά αν γενικά αγοράζεις φρούτα και λαχανικά, θεωρείσαι στην Αγγλία gourmet μεγαλοαστός ή vegetarian. Κι αυτό επειδή τα φρούτα και τα λαχανικά εδώ είναι είδος πολυτελείας, πωλούνται συσκευασμένα σε μονάδες, σε πλαστικά δισκάκια και χρυσόχαρτα με φιόγκους. Το πόσο γελοίο είναι το θέαμα ενός συσκευασμένου αγγουριού και πόσες φωτογραφίες σκέφτομαι να τραβήξω καθώς το ξετυλίγω για να κόψω μια χωριάτικη, δε φαντάζεστε. Οι Άγγλοι πάλι με κοιτούν σαν χαζοί να κόβω καθημερινά σαλάτα και με ρωτάνε πως θα επιβιώσω το χειμώνα με τόση πρασινάδα που τρώω.
Fresh or digital?
“I can’t afford fresh food.” Αυτή η φράση της συγκατοίκου, Hannah, με παραξένεψε τόσο πολύ… σχεδόν με σόκαρε. Τι θα πει fresh food? Αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο πηγμένοι στα σκατά που έχουν θεοποιήσει κάτι τόσο απλό και βασικό όσο το σπιτικό φαγητό; Είναι δυνατόν η σωστή διατροφή να θεωρείται πολυτέλεια; Μετά θυμήθηκα τα School Dinners του Jamie Oliver στα οποία ο naked chef φώναζε και χτυπιόταν για τις μαλακίες που δίνουν στα Αγγλάκια να τρώνε στα σχολεία. Και έτσι κατάλαβα πως οι συγκάτοικοί και οι συμφοιτητές μου αποτελούν μια γενιά που έχει μεγαλώσει και έχει συνηθίσει να ζει με τα απόλυτα digital κατασκευάσματα, μη-τοξικές μάζες για να μπορείς τουλάχιστον να τις καταπίνεις και να μην πεθαίνεις ακαριαία.
Alexis Zorbas, Syrtaki, Opa.
Το τι έπαρση και εθνική υπερηφάνεια με πιάνει κάθε φορά που χαζεύω τα digital στο Waitrose δε λέγεται. Ολόκληρη η ταβέρνα της Τασίας, έτοιμη σε λίγα λεπτά στο πιάτο σου. Από Moussaka και Pastichio μέχρι Lamb Kefthedes (Κεφθέδες). Δε σας κρύβω πως το Pastichio το χτύπησα μια φορά και ήταν καλό (για τα στάνταρ αυτής της χώρας) αν και δε θέλω να φανταστώ την παραγωγική του διαδικασία. Βέβαια, μετά τις ταραχές στην υγεία μου, δεν πρόκειται να ξαναφάω τέτοιες αηδίες.
Τα Caprice Παπαδοπούλου όμως κανέναν δεν έβλαψαν κι έτσι θα συνεχίσω να τα προσκυνώ. Να ‘ναι καλά το Waitrose για αυτή την προσφορά του στον Βρετανικό Λαό.
Τα λατρεμένα πουράκια των παιδικών, προεφηβικών, εφηβικών και μετεφηβικών μας χρόνων, ολοζώντανα, αυθεντικότατα και «μασίφ» στα βρετανικά ράφια. Τέλος, να περάσουμε στα “extra virgin” ελαιόλαδα και γιαούρτια στα οποία η Ελλάδα έχει την τιμιτική της. Οι Κρητικοί να χαίρεστε γιατί το δικό σας λάδι είναι το ακριβότερο που παίζει στα σούπερ μάρκετ, πιο ακριβό κι από το Cool Water του Davidoff. Ακολουθεί το Καλαματιανό και τελευταίο και καταϊδρωμένο το Ισπανικό (trash). Στα γιαούρτια παίζει πολύ η ΦΑΓΕ, η οποία αναφέρεται ως Φάγκε (FAGE) και εξάγει όλους τους τύπους γιαουρτιών: αγελάδες, πρόβατα, κατσίκες κλπ.
Κουζίνα δια οχτώ:
Και αφού ψωνίσαμε τα απαραίτητα υλικά, κατευθυνόμαστε στην κουζίνα του Flat B, την οποία μοιραζόμαστε πέντε Άγγλοι, μία Σκοτσέζα μία Πολωνέζα και ένας Έλληνας. [Ελλάδα – Πολωνία συμμαχία κατά της απίστευτης βρώμας που αφήνει πίσω του το Ηνωμένο Βασίλειο κάθε φορά που μαγειρεύει. (Για τη βρωμιά των Βρετανών θα μιλήσουμε εκτενώς σε επόμενο post με παραδείγματα και αναλυτικούς πίνακες.)] Στη διάθεσή μας έχουμε δύο ψυγεία, δύο φούρνους, δύο γκριλ και οχτώ μάτια. Ο καθένας μας κατέχει ένα ράφι στο ψυγείο, ένα ντουλάπι και ένα συρτάρι. Το ράφι του καθενός είναι ιερό και αυτό ευτυχώς το καταλαβαίνουν όλοι στο σπίτι. Έτσι δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να κολλάμε αυτοκολλητάκια στα μήλα και να βάζουμε συναγερμούς στο ελαιόλαδο.
Ο μόνος λόγος για τον οποίο βγάζω το καπέλο στους Άγγλους είναι το ότι ξέρουν να μαγειρεύουν. Προσοχή: Δεν ξέρουν να μαγειρεύουν πράγματα που τρώγονται αλλά έχουν γενικά μια άνεση στην κουζίνα, έναν αέρα που εγώ δεν έχω πάρει ακόμα. Εδώ θα χώσω κοινωνικό - ανθρωπολογικό σχόλιο: Οι Άγγλοι ξέρουν να μαγειρεύουν επειδή γνωρίζουν ότι στα 18 τους θα φάνε σουτ και θα κληθούν να επιβιώσουν μόνοι τους. Το άλλο άκρο δηλαδή από το φαινόμενο του γιου της Ελληνίδας μάνας, που από τα 0 μέχρι τα 30 του τρώει στης μάνας του και από τα 30 μέχρι τα 90 στης γυναίκας του. Εκτός αυτού, οι Άγγλοι σπουδάζουν χωρίς καμία οικονομική υποστήριξη από τους γονείς τους και από ό,τι έχω καταλάβει οι μεν έχουν χεσμένους τους δε και αντιστρόφως. Ωραίο bonding η Αγγλική οικογένεια!
Αγγλική «κουζίνα».
Την πρώτη Κυριακή μου στο campus ο Pattie, γείτονας, μας κάλεσε για Sunday Roast, το κυριακάτικο φαγητό που υποτίθεται πως είναι το μοναδικό δείγμα αγγλικής «κουζίνας» πέρα από τις πουτίγκες. Το τραπέζι έγινε στο σπίτι του Matt και του Dave που έχουν τη μεγαλύτερη κουζίνα και μέχρι τότε δεν είχαν άλλους συγκατοίκους. Ήταν η ηλιόλουστη Κυριακή πριν ανοίξει το Πανεπιστήμιο, με ένα student village άνω κάτω από τις μετακομίσεις της τελευταίας στιγμής και μια τεράστια ανυπομονησία για το ξεκίνημα της χρονιάς. Φυσικά και δέχτηκα την πρόσκληση παρά τα όσα είχα ακούσει για την Αγγλική «κουζίνα», διότι είχα να φάω κανονικό φαγητό από την Ελλάδα.
Πήραμε λοιπόν τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα από τα σπίτια μας και πήγαμε στο συσσίτιο. Δεκαπέντε Άγγλοι, εγώ και ένα τραπέζι με: Μία πιατέλα νερόβραστο μοσχάρι (Αλά Πετρουλάκη - τα θέλω όλα στον ατμό), μια πιατέλα νερόβραστο μπρόκολο (Αλά Πετρουλάκη – τα θέλω όλα στον ατμό), μια πιατέλα νερόβραστο κουνουπίδι (Αλά Πετρουλάκη – τα θέλω όλα στον ατμό και να βρωμάνε), ένα μπωλ ανάλατο πουρέ, μια πιατέλα με κάτι σαν σκορδόψωμα που δε θυμάμαι πως μου τα είπαν, ένα πιάτο ψητές πατάτες που κάπως τρόγωνταν και μία κανάτα με ένα καφέ υγρό που άχνιζε. Αρχικά φαντάστηκα πως είναι καφές φίλτρου αλλά μετά μου είπαν πως είναι gravy, ένα υγρό πράγμα που φαντάζονται πως είναι σάλτσα. (Ήταν το μόνο που δεν τόλμησα να δοκιμάσω.) Γεμίσαμε τα πιάτα μας, εγώ με μία δόση εγκράτειας και φόβου, έβαλα λίγο από όλα για να μπορώ να γράψω σε αυτό το post μια ολοκληρωμένη και χωρίς προκαταλήψεις άποψη για την Αγγλική «κουζίνα».
Βάζω στο στόμα μου την πρώτη μπουκιά. Όλο το τραπέζι κρέμεται από τα χείλη μου. Μασάω, ξαναμασάω, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Είναι σαν να τρώω αερόσολες. Χαμογελάω. “It’s nice” ψελλίζω και ψάχνω το αλάτι. Ρίχνω μια αλυκή στο πιάτο μου και ξαναπροσπαθώ. Ούτε το αλάτι δεν καταδέχεται να διαλυθεί στο φαγητό. “It’s very nice”, ψεύδομαι δις για να ευχαριστήσω τον Patty που είχε κάνει τόσο κόπο για να ετοιμάσει το τραπέζι. Οι υπόλοιποι εν τω μεταξύ να γλύφουν τα δάχτυλά τους και να παραμιλούν. Μήπως υπάρχει κάποιο συστατικό που η γλώσσα μου, καμένη από τα ελληνικά μπαχαρικά κι αρώματα δεν μπορεί να αισθανθεί (;) σκέφτομαι. Όχι. Απλώς η αγγλική κουζίνα δεν τρώγεται με τίποτα και η πρώτη επαφή μαζί της σε κάνει να αναπολήσεις τις φακές και τις μπάμιες που κάποτε σε κυνηγούσαν για να φας.
the ibt cooking skills.
Πριν φύγω, μαζί με την ευκή (sic) της Μάνας, πήρα μαζί μου στην Αγγλία το βιβλίο της Βίκυς Σμυρλή «Φοιτητής και στην κουζίνα» το οποίο μου χάρισαν ταυτόχρονα η TXT και η θεία Ολυμπία. Το βιβλίο αυτό είναι θησαυρός διότι σε θεωρεί τελείως βλάκα και ξεκινάει από τα πολύ βασικά (βραστό αυγό). Έτσι δειλά δειλά κάνω τα πρώτα βήματά μου στην κουζίνα. Μέχρι στιγμής έχω βράσει αυγά, έχω τηγανίσει αυγά και ομελέτες, έχω τηγανίσει πατάτες, έχω φτιάξει ρύζι (με ή χωρίς τόνο), έχω ψήσει κοτόπουλο, σήμερα έφτιαξα μια φοβερή σαλάτα με κοτόπουλο και γενικώς έχω τρελαθεί στη σαλάτα. Τόσο για το ότι τα λαχανικά με κάνουν να αισθάνομαι υγιής και σίγουρος μέσα σε όλες αυτές τις αηδίες που πωλούνται στην Αγγλία, όσο και για το ότι δε θέλουν ιδιαίτερη τέχνη και χρόνο για να φτιαχτούν. (Το lunch break μας διαρκεί μόλις μία ώρα.) Στο μόνο που έχω μείνει πίσω είναι τα κρέατα που δεν ξέρω πώς να τα ψωνίζω και τα ζυμαρικά που χρειάζονται σουρωτήρι και δεν έχω βρει ακόμα στην Άνω Αχλαδίτσα. (Να θυμηθώ να φέρω ένα σουρωτήρι από το Λονδίνο.) Η απειλή από τον διατροφικό σκουπιδότοπο αυτής της χώρας είναι το καλύτερο κίνητρο ή ο καλύτερος μπαμπούλας αν θέλετε, για να μάθω να μαγειρεύω. Και θα μάθω. Και όταν θα είμαι σίγουρος για τη μαγειρική μου δεινότητα, θα κάνω ένα τραπέζι για να αποδείξω στους Άγγλους πόσο άθλια μαγειρεύουν και τρώνε.
Κύριε Αθήναιε, θα βοηθήσετε?