Όταν γύρισα στην Αγγλία, όλοι στο Student Village συζητούσαν το ίδιο θέμα: τα σπίτια της επόμενης χρονιάς. Βλέπετε το accommodation office" σε πετάει στο δρόμο" το δεύτερο έτος και αφού "είσαι μεγάλο παιδί πια", πρέπει να βρεις μόνος το σπίτι σου. Και φυσικά, εκτός από σπίτι, θα πρέπει να βρεις και κάποιον να το μοιραστείς, εκτός κι αν αυτό το σπίτι θέλεις να γίνει η "αβίαστα" επαγγελματική σου στέγη και οι πελάτες να έρχονται "αβάδιστα και αβασάνιστα στο χώρο σου" προκειμένου να σε "βοηθούν" στην εξόφληση του ενοικίου σου.
Οι περισσότεροι συμφοιτητές βρήκαν σπίτι κατά τη διάρκεια των διακοπών του Πάσχα. Οι υπόλοιποι έχουν ήδη συμφωνήσει για συγκατοίκους και απλώς ψάχνουν σπίτια. Κι εγώ, έμεινα τελευταίος να απαντάω "δεν έχω ιδέα" στην ερώτηση "πού/με ποιους θα μείνεις του χρόνου;"
Από τις ατέλειωτες συζητήσεις πάνω στο θέμα έμαθα πως: Ο Dave θα μείνει με τη γκόμενά του με την οποία κάνουν όλη μέρα sex. (Ήταν να μην τους το μάθουν...) Για το λόγο αυτό μας έχει κουβαληθεί στο flat τους τελευταίους 3 μήνες, κατά τους οποίους ακούμε τα διάφορα "θα σου μπήξω, θα σου δείξω - σκίσε με άντρα μου" από το δωμάτιο της άλλης. Επειδή μάλιστα το συμβόλαιό τους για το νέο σπίτι ξεκινά τον Ιούλιο κι επειδή θα μείνουν στο Κωλοχώρι όλο το καλοκαίρι για να
Μετά από όλα αυτά λοιπόν, έφτασα στο σημείο να ανακοινώσω πως:
Ζητείται συγκάτοικος, ανεξαρτήτου φύλου, ανεξαρτήτου εθνικότητος, ηλικίας και ωροσκόπου για συγκατοίκηση στην έμορφη πόλη του Guildford ή του Woking, διότι εγώ δε θα φάω τα καλύτερά μου χρόνια στο Κωλοχώρι. Ιδανικό συγκάτοικο θα αποτελούσε μια nerdy φυσιογνωμία όπως ο Arthur του Six Feet Under: Control freak, τελειομανής και μανιώδης με την τάξη και την καθαριότητα. Στο θηλυκό βγαίνει σε Monica από τα Friends, χωρίς υστερίες ή Bree Van De Kamp από τις DHW. ("Όλα από τη ζωή είναι βγαλμένα.") Όχι καπνιστές, όχι drugs μέσα στο σπίτι, όχι indie άπλυτοι τύποι/τύπισσες. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Οι υποψήφιοι θα εξεταστούν στα 100m ελεύθερο, την ξιφασκία, το ping pong καθώς και σε πλήρες πρόγραμμα ασκήσεων εδάφους, αέρος και θαλάσσης. Θα ακολουθήσει δεξίωση. Πληροφρίες iblog.team@gmail.com
Για όσους δεν γνωρίζουν, ο προαναφερθείς Arthur συμπεριφέρεται και ομιλεί τοιουτοτρόπως:
"By the way, that's my yogurt you are eating. My name is clearly marked on the side of the container. I hope you 're planning on replacing however much of it you consume."
Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν αναζητώ μια αποστειρωμένη συγκατοίκηση, με άτομα χαμηλού (έως πολύ χαμηλού) προφίλ, με τα οποία θα κανονίζουμε τις ώρες των γευμάτων για να μην πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλον στην κουζίνα. Καλό θα ήταν όχι φοιτητές, γιατί ωραίο και kewl να έχεις φρικιά συγκατοίκους όπως ο Hugh Grant, αλλά φέτος είπα "enuff".
Και μιλώντας για φέτος, έχω να σας πω πως τώρα, τον τελευταίο μήνα συγκατοίκησης στο Flat, άκουσα από το στόμα τριών ανθρώπων τη φράση που περίμενα να ακούσω όλο το χρόνο! Λέγοντας στη Mel και τον Dave πως αν δεν πλύνουν το συντριβάνι σοκολάτας (!) που αγόρασαν ως σεξουαλικό βοήθημα, το οποίο παραμένει "ξερό" και άπλυτο εδώ και δύο εβδομάδες στην κουζίνα, τα ποντίκια θα επανεμφανιστούν και θα επιστρέψουμε στα 1600 και την Πανούκλα του Λονδίνου, ο Dave, με εμφανώς ιδρωμένο αυτί, γύρισε και μου είπε: "P, we are English. And we are pigs!" Και τότε Mel και Γουιλ συμφώνησαν χαμογελαστοί και εθνικά υπερήφανοι φωνάζοντας "yeah!"
Νομίζω πως αυτή ήταν η απόλυτη δικαίωση και το grand φινάλε της ζωής μου στο αχούρι. Το ότι έχουν συναίσθηση της βρωμιάς τους, με κάνει να μην τους δίνω πλέον κανένα ελαφρυντικό και να τρέμω στη σκέψη του πως θα είναι τα σπίτια τους τον επόμενο χρόνο. Τότε που δε θα υπάρχουν καθαρίστριες να μαζεύουν τα ξεραμένα beans on toast από το πάτωμα.
"Welcome aboard this Southwest Train service to Ziegendorf. Calling at: | Clapham Junction | Wimbledon | Surbiton | Piaston | Coonaton | West Byfleet | Woking | Tokyo | Salzburg | Kriekouki | and Ziegendorf."
Αυτό το post γράφεται στο τραίνο της επιστροφής από Λονδίνο. Είχα πάει να αναπνεύσω λίγο καθαρό διοξείδιο του άνθρακα γιατί πάνω από μια εβδομάδα η κοπριά δεν αντέχεται. Κι επειδή ο χρόνος που τρώω κάθε εβδομάδα στα τραίνα είναι πολύτιμος, αποφάσισα να παίρνω το laptop μαζί και να παράγω έργο κατά τη διάρκεια της διαδρομής, αντί να χαζεύω τις κατσίκες από το παράθυρο, κατσίκες τις οποίες πλεον ξέρω με τα ονόματά τους.
Κατ' αρχάς θα ήθελα επί τη ευκαιρία αυτού του post να εκφράσω τη λύπη και τη δυσαρέσκειά μου για την αλλαγή της φωνής αναγγελιών των Southwest Trains. Όποιος ταξιδεύει με τα κόκκινα τραίνα ή όποιος τα χρησιμοποίησε στο παρελθόν, σίγουρα θα θυμάται τον βαρύτονο κύριο με την επιβλητική φωνή και την posh προφορά που έλεγε "The next station is Woking" (Γούκινγκ, το πρόφερε) και ανατρίχιαζε όλο το βαγόνι. Ή το άλλο, το καλύτερο: "Dο try to keep all your personal belongings with you, if you see anything suspicious, please tell a member of staff". Αχ κατακαημένε κύριε Southwest, σε φάγανε... Και βάλανε μια ξενέρωτη γκόμενα που ούτε Ούλτον (Alton) λέει, ούτε τίποτα. Λέει δηλαδή αλλά τα λέει σαν να διαβάζει οδηγίες απορυπαντικού καθισμένη στη λεκάνη. Άσε που παίζει και να είναι τελείως ψηφιακή. Τώρα χτυπάω το κεφάλι μου που δεν ηχογράφησα ποτέ τον κύριο Southwest να αναγγέλλει τους προορισμούς.
Και μια που πιάσαμε τις φωνές, θα ήθελα επίσης να εκφράσω την απογοήτευσή μου για την απομάκρυνση της φωνής της Αφροδίτης Σημίτη από τις πτήσεις της easyJet και την αντικατάστασή της με τη φωνή της Μαρίας της Άσχημης η οποία μιλάει σαν να της έριξαν Ταβόρ στο γάλα. Το catch-phrase της Αφροδίτης που πιθανότατα θα θυμάστε ήταν το: "...Καθώς και τι πρέπει να κάνετε στην περίπτωση που ακούσετε από το πλήρωμα "brace - brace". Αχ και αυτό το rrrr της Αφροδίτης ήταν τόσο καλό και "ουρανικό" θα έλεγα, που σε χαλάρωνε για την υπόλοιπη πτήση. Γιατί κάνουν τέτοια λάθη οι εταιρίες ρε γαμώτο; Δεν καταλαβαίνουν πως η φωνές είναι σημαντικό κομμάτι του branding και θα πρέπει να μην είναι τόσο τυχάρπαστες;
Anyway, στην επιστροφή που σας υποσχέθηκα τώρα:
Όταν πάτησα τροχό στην Αγγλία, δεν ένιωσα τίποτα. Για πρώτη φορά στεκόμουν τόσο κενός απέναντι στην αλλαγή περιβάλλοντος. Η μόνη μου σκέψη ήταν αν θα προλάβαινα το μετρό ανοιχτό επειδή η ώρα πλησίαζε 12. Φυσικά και δεν το πρόλαβα και αναγκάστηκα να πάρω ταξί μέσα στο οποίο διαπίστωσα πως αν υπάρχει αγενής άνθρωπος σε αυτή τη χώρα, αυτός σίγουρα θα είναι ταξιτζής. Η αγένεια είναι φαίνεται κάτι σαν διεθνές μυστικό του επαγγέλματος.
Έφτασα στο Kensington, στο σπίτι της Νικόλ η οποία με υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες και έχωσε τη μούρη της στα ρούχα μου προκειμένου να εισπνεύσει τυχόν εναπομείναντα μόρια Ελληνικού αέρα σε αυτά. (Η Νικόλ ερχόμενη στην Αγγλία πριν δύο μήνες υποστήριζε πως η Ελλάδα δε θα της λείψει σε καμία περίπτωση.) Για να ζηλέψει πιο πολύ, της έδειξα και φωτογραφίες με γαλάζιους ουρανούς και ήλιους, αυτές του προηγουμένου ποστ δηλαδή. Ο γαλάζιος ουρανός της φάνηκε "πολύ γαλάζιος", όπως δηλαδή σε όλους που έχουμε συνηθίσει (;) στον μαύρο (άσπρο στην καλύτερη) ουρανό της Αγγλίας. Ο ήλιος πάλι δεν την συγκίνησε, αφού το Λονδίνο μας έφαγε εκείνη την εβδομάδα τόσο σε ηλιοφάνεια όσο και σε θερμοκρασίες.
Έπεσα ξερός για ύπνο και την επομένη είχα ένα... κάπως πρωτότυπο ξύπνημα: Η Νικόλ με φιλοξενούσε σε ένα δωμάτιο του σπιτιού της, το οποίο ήταν προσωρινά άδειο αλλά προοριζόταν για ενοικίαση. Εκείνο το χάραμα δέχτηκε τηλεφώνημα από έναν τύπο που ενδιαφερόταν να το δει και -τι σύμπτωση- περνούσε απ' έξω! Αγουροξυπνημένη όπως ήταν κι αυτή, του είπε "ε και δεν έρχεσαι;" Έτσι έκανε έφοδο στο δωμάτιο που κοιμόμουν και με σήκωσε βιαστικά. "Γρήγορα, έρχονται να δουν το δωμάτιο!" Πετάχτηκα λοιπόν, φόρεσα (μόνο) παπούτσια, και ακούμπησα σε έναν τοίχο προσπαθώντας να συνεχίσω τον ύπνο μου. Ο υποψήφιος ενοικιαστής χτύπησε ανυποψίαστος την πόρτα και αμέσως αντίκρισε τη Νικόλ να του ανοίγει πρησμένη από τον ύπνο και κουκουλωμένη (αλά "άνοιξε πέτρα να διαβώ") με μια κουβέρτα. Δεν πρόλαβε να της ζητήσει συγνώμη "δια το ακατάλληλον της ώρας" και ξεπρόβαλα εγώ από το δωμάτιο, με ένα τεράστιο σώβρακο που μου είχε κάνει δώρο η Γουρούνα κάτι Χριστούγεννα, το οποίο χρησιμοποιείται ως πυτζάμα (διότι μόνο ως πυτζάμα και αλεξίπτωτο μπορεί να χρησιμοποηθεί). Πρέπει να τον κάναμε να νιώσει πολύ άσχημα που ήρθε τόσο νωρίς, αν και δε δείξαμε καθόλου ότι μας έπιασε στον ύπνο. Προχώρησε διστακτικά στα ενδότερα για να δει το σπίτι και πίσω του ακολούθησε η πομπή: η Νικόλ με τις κουβέρτες κι εγώ με το αλεξίπτωτο. Ρώτησε λεπτομέρειες για το σπίτι, τα ονόματά μας (σας ορκίζομαι, δεν έχω ξανασυστηθεί με το σώβρακο) και τι κάνουμε στη ζωή μας, εκτός από το να παρουσιαζόμαστε έτσι μπροστά σε ξένους. Όλα αυτά στα όρθια, στη μέση του σπιτιού και στην κατάσταση που σας περιέγραψα πριν. Τέλος, όταν ρώτησε και για την προκαταβολή, η Νικόλ του είπε πόσα ενοίκια πρέπει να δώσει "μπροστά" και πόσα ως εγγύηση. Αθροίζοντας αυτά, προέκυψε η μνημειώδης φράση της "Γουιθ δε φερστ χελόου, γιου γουιλ χαβ του πέι 1.500 πάουντς". Ο τύπος έφυγε με το ίδιο παγωμένο χαμόγελο που είχε καθόλη τη διάρκεια του tour και φυσικά δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά.
Κατά το μεσημέρι έφυγα κι εγώ για το Ziegendorf. Δεν άκουσα τη Νικόλ που με προειδοποιούσε για τη Βρετανική ζέστη κι έτσι φόρεσα χειμωνιάτικα. Βγαίνοντας έξω αναρωτήθηκα για πρώτη φορά αν είμαι πράγματι στην Αγγλία ή αν καταλάθος πήρα πτήση για Μπαρμπέιντος. Η ζέστη ήταν χειρότερη από την Αθήνα και ο ήλιος τσουρούφλιζε. Στο μετρό, όλοι οι Άγγλοι ημίγυμνοι, με πρωτοφανή -για μένα- σορτσάκια και παντούφλες, κοιτούσαν με απορία τον κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο με το μαύρο χειμωνιάτικο σακάκι. Στη διαδρομή προς Ziegendorf είχα χαζέψει κανονικά κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Μέσα σε είκοσι μέρες που έλειψα, τα πάντα είχαν πρασινίσει, οι γελάδες χαμογελούσαν και οι άλλες αγελάδες, οι Αγγλίδες, είχαν βγει στον ήλιο για μαύρισμα! Κι εγώ διπλοτσέκαρα το boarding pass που είχε ξεμείνει στην τσέπη για να δω αν έγραφε to: London ή to: Antigua. Το τελικό χτύπημα το έφαγα όταν άναψαν air condition μεσα στο τραίνο και με πήρε ξυστά αυτός ο κρύος, ξηρός αέρας που πλέον είναι το No 1 χαρακτηριστικό του καλοκαιριού.
Μέσα στο το ταξί που με πήγαινε από το σταθμό στο Πανεπιστήμιο, τόλμησα να παραδεχτώ πως το Ziegendorf δεν έμοιαζε τόσο αποκρουστικό. Άρχισα να φοβάμαι τον εαυτό μου όταν παρατήρησα ένα μειδίασμα στο πρόσωπό μου. "Δεν είναι δυνατόν να χαίρεσαι που επιστρέφεις στα σκατά!" ούρλιαξα από μέσα μου και συνήλθα. Κοίταξα την ώρα. Είχα αργήσει στη διάλεξη.
Έφτασα τρέχοντας στην αίθουσα και όταν με είδαν τα Αγγλεζάκια γέλασαν που γύριζα από την Ελλάδα με αμπέχονο. Ευτυχώς είχα έναν ελαφρώς μαυρισμένο τόνο στο μισό πρόσωπό μου, από μια ταβέρνα που είχαμε καθίσει με τη Soo και δεν είχε ομπρέλες κι έτσι διέσωσα τη φήμη της Ελλάδας στο εξωτερικό. (Περιμένω ταχυδρομικά πλακέτα από ΕΟΤ.)
Μετά τη διάλεξη κι αφού έβγαλα την ιλαρά και τη γλώσσα έξω από τη ζέστη, φόρεσα κι εγώ κοντομάνικο, για πρώτη φορά φέτος. Πού; Στην Αγγλία! "Χάλασε ο κόσμος..." σκέφτηκα. Βγήκα από το δωμάτιό μου και αντίκρυσα ένα τελείως διαφορετικό campus: Οι φοιτηταί ήταν όλοι έξω και η ατμόσφαιρα θύμιζε επιτέλους αυτό που σου τάζουν στα prospectus τους τα Αγγλικά Πανεπιστήμια! Άλλοι κυλιόντουσαν στα καταπράσινα γρασίδια, άλλοι έπαιζαν μπάλα, άλλοι έκαναν πικνικ και άλλοι χαμουρεύονταν. Στο διπλανό κήπο, η Amy είχε απλώσει μια πετσέτα και έκανε ηλιοθεραπεία. Πιάσαμε κουβέντα και με ρώτησε πως πέρασα στην Ελλάδα. Σκέφτηκα όλα αυτά που πέρασα αλλά προτίμησα να πω ψέματα: "Great!"
Ευτυχώς το πανηγύρι δεν κράτησε για πολύ διότι διαφορετικά δε θα μπορούσα να μείνω μέσα για να διαβάσω. Την άλλη μέρα έριξε μια proper βροχή και τους κόπηκε ο αέρας, τα μπικίνια και τα flip flops. Εγώ κλείστηκα στο κελί και καλωσόρισα με ανακούφιση αυτή την άρνηση που με πιάνει κάθε φορά που επιστρέφω στο Ziegendorf. Άρνηση για τη θλιβερή πραγματικότητά του. Τις δύο πρώτες μέρες να φανταστείτε δεν αξιώθηκα να πάω super market και την έβγαλα με κάτι πασχαλινά κουλούρια που έχωσε η μάνα μου στη βαλίτσα μου πριν φύγω - να 'ναι καλά. Όσο για τη βαλίτσα, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις, βρίσκεται ακόμα μισογεμάτη στο πάτωμα του δωματίου μου.
Ε, δεν πειράζει... σε ένα μήνα θα ξαναχρειαστεί.
Αυτό το post γράφεται στο τραίνο της επιστροφής από Λονδίνο. Είχα πάει να αναπνεύσω λίγο καθαρό διοξείδιο του άνθρακα γιατί πάνω από μια εβδομάδα η κοπριά δεν αντέχεται. Κι επειδή ο χρόνος που τρώω κάθε εβδομάδα στα τραίνα είναι πολύτιμος, αποφάσισα να παίρνω το laptop μαζί και να παράγω έργο κατά τη διάρκεια της διαδρομής, αντί να χαζεύω τις κατσίκες από το παράθυρο, κατσίκες τις οποίες πλεον ξέρω με τα ονόματά τους.
Κατ' αρχάς θα ήθελα επί τη ευκαιρία αυτού του post να εκφράσω τη λύπη και τη δυσαρέσκειά μου για την αλλαγή της φωνής αναγγελιών των Southwest Trains. Όποιος ταξιδεύει με τα κόκκινα τραίνα ή όποιος τα χρησιμοποίησε στο παρελθόν, σίγουρα θα θυμάται τον βαρύτονο κύριο με την επιβλητική φωνή και την posh προφορά που έλεγε "The next station is Woking" (Γούκινγκ, το πρόφερε) και ανατρίχιαζε όλο το βαγόνι. Ή το άλλο, το καλύτερο: "Dο try to keep all your personal belongings with you, if you see anything suspicious, please tell a member of staff". Αχ κατακαημένε κύριε Southwest, σε φάγανε... Και βάλανε μια ξενέρωτη γκόμενα που ούτε Ούλτον (Alton) λέει, ούτε τίποτα. Λέει δηλαδή αλλά τα λέει σαν να διαβάζει οδηγίες απορυπαντικού καθισμένη στη λεκάνη. Άσε που παίζει και να είναι τελείως ψηφιακή. Τώρα χτυπάω το κεφάλι μου που δεν ηχογράφησα ποτέ τον κύριο Southwest να αναγγέλλει τους προορισμούς.
Και μια που πιάσαμε τις φωνές, θα ήθελα επίσης να εκφράσω την απογοήτευσή μου για την απομάκρυνση της φωνής της Αφροδίτης Σημίτη από τις πτήσεις της easyJet και την αντικατάστασή της με τη φωνή της Μαρίας της Άσχημης η οποία μιλάει σαν να της έριξαν Ταβόρ στο γάλα. Το catch-phrase της Αφροδίτης που πιθανότατα θα θυμάστε ήταν το: "...Καθώς και τι πρέπει να κάνετε στην περίπτωση που ακούσετε από το πλήρωμα "brace - brace". Αχ και αυτό το rrrr της Αφροδίτης ήταν τόσο καλό και "ουρανικό" θα έλεγα, που σε χαλάρωνε για την υπόλοιπη πτήση. Γιατί κάνουν τέτοια λάθη οι εταιρίες ρε γαμώτο; Δεν καταλαβαίνουν πως η φωνές είναι σημαντικό κομμάτι του branding και θα πρέπει να μην είναι τόσο τυχάρπαστες;
Anyway, στην επιστροφή που σας υποσχέθηκα τώρα:
Όταν πάτησα τροχό στην Αγγλία, δεν ένιωσα τίποτα. Για πρώτη φορά στεκόμουν τόσο κενός απέναντι στην αλλαγή περιβάλλοντος. Η μόνη μου σκέψη ήταν αν θα προλάβαινα το μετρό ανοιχτό επειδή η ώρα πλησίαζε 12. Φυσικά και δεν το πρόλαβα και αναγκάστηκα να πάρω ταξί μέσα στο οποίο διαπίστωσα πως αν υπάρχει αγενής άνθρωπος σε αυτή τη χώρα, αυτός σίγουρα θα είναι ταξιτζής. Η αγένεια είναι φαίνεται κάτι σαν διεθνές μυστικό του επαγγέλματος.
Έφτασα στο Kensington, στο σπίτι της Νικόλ η οποία με υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες και έχωσε τη μούρη της στα ρούχα μου προκειμένου να εισπνεύσει τυχόν εναπομείναντα μόρια Ελληνικού αέρα σε αυτά. (Η Νικόλ ερχόμενη στην Αγγλία πριν δύο μήνες υποστήριζε πως η Ελλάδα δε θα της λείψει σε καμία περίπτωση.) Για να ζηλέψει πιο πολύ, της έδειξα και φωτογραφίες με γαλάζιους ουρανούς και ήλιους, αυτές του προηγουμένου ποστ δηλαδή. Ο γαλάζιος ουρανός της φάνηκε "πολύ γαλάζιος", όπως δηλαδή σε όλους που έχουμε συνηθίσει (;) στον μαύρο (άσπρο στην καλύτερη) ουρανό της Αγγλίας. Ο ήλιος πάλι δεν την συγκίνησε, αφού το Λονδίνο μας έφαγε εκείνη την εβδομάδα τόσο σε ηλιοφάνεια όσο και σε θερμοκρασίες.
Έπεσα ξερός για ύπνο και την επομένη είχα ένα... κάπως πρωτότυπο ξύπνημα: Η Νικόλ με φιλοξενούσε σε ένα δωμάτιο του σπιτιού της, το οποίο ήταν προσωρινά άδειο αλλά προοριζόταν για ενοικίαση. Εκείνο το χάραμα δέχτηκε τηλεφώνημα από έναν τύπο που ενδιαφερόταν να το δει και -τι σύμπτωση- περνούσε απ' έξω! Αγουροξυπνημένη όπως ήταν κι αυτή, του είπε "ε και δεν έρχεσαι;" Έτσι έκανε έφοδο στο δωμάτιο που κοιμόμουν και με σήκωσε βιαστικά. "Γρήγορα, έρχονται να δουν το δωμάτιο!" Πετάχτηκα λοιπόν, φόρεσα (μόνο) παπούτσια, και ακούμπησα σε έναν τοίχο προσπαθώντας να συνεχίσω τον ύπνο μου. Ο υποψήφιος ενοικιαστής χτύπησε ανυποψίαστος την πόρτα και αμέσως αντίκρισε τη Νικόλ να του ανοίγει πρησμένη από τον ύπνο και κουκουλωμένη (αλά "άνοιξε πέτρα να διαβώ") με μια κουβέρτα. Δεν πρόλαβε να της ζητήσει συγνώμη "δια το ακατάλληλον της ώρας" και ξεπρόβαλα εγώ από το δωμάτιο, με ένα τεράστιο σώβρακο που μου είχε κάνει δώρο η Γουρούνα κάτι Χριστούγεννα, το οποίο χρησιμοποιείται ως πυτζάμα (διότι μόνο ως πυτζάμα και αλεξίπτωτο μπορεί να χρησιμοποηθεί). Πρέπει να τον κάναμε να νιώσει πολύ άσχημα που ήρθε τόσο νωρίς, αν και δε δείξαμε καθόλου ότι μας έπιασε στον ύπνο. Προχώρησε διστακτικά στα ενδότερα για να δει το σπίτι και πίσω του ακολούθησε η πομπή: η Νικόλ με τις κουβέρτες κι εγώ με το αλεξίπτωτο. Ρώτησε λεπτομέρειες για το σπίτι, τα ονόματά μας (σας ορκίζομαι, δεν έχω ξανασυστηθεί με το σώβρακο) και τι κάνουμε στη ζωή μας, εκτός από το να παρουσιαζόμαστε έτσι μπροστά σε ξένους. Όλα αυτά στα όρθια, στη μέση του σπιτιού και στην κατάσταση που σας περιέγραψα πριν. Τέλος, όταν ρώτησε και για την προκαταβολή, η Νικόλ του είπε πόσα ενοίκια πρέπει να δώσει "μπροστά" και πόσα ως εγγύηση. Αθροίζοντας αυτά, προέκυψε η μνημειώδης φράση της "Γουιθ δε φερστ χελόου, γιου γουιλ χαβ του πέι 1.500 πάουντς". Ο τύπος έφυγε με το ίδιο παγωμένο χαμόγελο που είχε καθόλη τη διάρκεια του tour και φυσικά δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά.
Κατά το μεσημέρι έφυγα κι εγώ για το Ziegendorf. Δεν άκουσα τη Νικόλ που με προειδοποιούσε για τη Βρετανική ζέστη κι έτσι φόρεσα χειμωνιάτικα. Βγαίνοντας έξω αναρωτήθηκα για πρώτη φορά αν είμαι πράγματι στην Αγγλία ή αν καταλάθος πήρα πτήση για Μπαρμπέιντος. Η ζέστη ήταν χειρότερη από την Αθήνα και ο ήλιος τσουρούφλιζε. Στο μετρό, όλοι οι Άγγλοι ημίγυμνοι, με πρωτοφανή -για μένα- σορτσάκια και παντούφλες, κοιτούσαν με απορία τον κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο με το μαύρο χειμωνιάτικο σακάκι. Στη διαδρομή προς Ziegendorf είχα χαζέψει κανονικά κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Μέσα σε είκοσι μέρες που έλειψα, τα πάντα είχαν πρασινίσει, οι γελάδες χαμογελούσαν και οι άλλες αγελάδες, οι Αγγλίδες, είχαν βγει στον ήλιο για μαύρισμα! Κι εγώ διπλοτσέκαρα το boarding pass που είχε ξεμείνει στην τσέπη για να δω αν έγραφε to: London ή to: Antigua. Το τελικό χτύπημα το έφαγα όταν άναψαν air condition μεσα στο τραίνο και με πήρε ξυστά αυτός ο κρύος, ξηρός αέρας που πλέον είναι το No 1 χαρακτηριστικό του καλοκαιριού.
Μέσα στο το ταξί που με πήγαινε από το σταθμό στο Πανεπιστήμιο, τόλμησα να παραδεχτώ πως το Ziegendorf δεν έμοιαζε τόσο αποκρουστικό. Άρχισα να φοβάμαι τον εαυτό μου όταν παρατήρησα ένα μειδίασμα στο πρόσωπό μου. "Δεν είναι δυνατόν να χαίρεσαι που επιστρέφεις στα σκατά!" ούρλιαξα από μέσα μου και συνήλθα. Κοίταξα την ώρα. Είχα αργήσει στη διάλεξη.
Έφτασα τρέχοντας στην αίθουσα και όταν με είδαν τα Αγγλεζάκια γέλασαν που γύριζα από την Ελλάδα με αμπέχονο. Ευτυχώς είχα έναν ελαφρώς μαυρισμένο τόνο στο μισό πρόσωπό μου, από μια ταβέρνα που είχαμε καθίσει με τη Soo και δεν είχε ομπρέλες κι έτσι διέσωσα τη φήμη της Ελλάδας στο εξωτερικό. (Περιμένω ταχυδρομικά πλακέτα από ΕΟΤ.)
Μετά τη διάλεξη κι αφού έβγαλα την ιλαρά και τη γλώσσα έξω από τη ζέστη, φόρεσα κι εγώ κοντομάνικο, για πρώτη φορά φέτος. Πού; Στην Αγγλία! "Χάλασε ο κόσμος..." σκέφτηκα. Βγήκα από το δωμάτιό μου και αντίκρυσα ένα τελείως διαφορετικό campus: Οι φοιτηταί ήταν όλοι έξω και η ατμόσφαιρα θύμιζε επιτέλους αυτό που σου τάζουν στα prospectus τους τα Αγγλικά Πανεπιστήμια! Άλλοι κυλιόντουσαν στα καταπράσινα γρασίδια, άλλοι έπαιζαν μπάλα, άλλοι έκαναν πικνικ και άλλοι χαμουρεύονταν. Στο διπλανό κήπο, η Amy είχε απλώσει μια πετσέτα και έκανε ηλιοθεραπεία. Πιάσαμε κουβέντα και με ρώτησε πως πέρασα στην Ελλάδα. Σκέφτηκα όλα αυτά που πέρασα αλλά προτίμησα να πω ψέματα: "Great!"
Ευτυχώς το πανηγύρι δεν κράτησε για πολύ διότι διαφορετικά δε θα μπορούσα να μείνω μέσα για να διαβάσω. Την άλλη μέρα έριξε μια proper βροχή και τους κόπηκε ο αέρας, τα μπικίνια και τα flip flops. Εγώ κλείστηκα στο κελί και καλωσόρισα με ανακούφιση αυτή την άρνηση που με πιάνει κάθε φορά που επιστρέφω στο Ziegendorf. Άρνηση για τη θλιβερή πραγματικότητά του. Τις δύο πρώτες μέρες να φανταστείτε δεν αξιώθηκα να πάω super market και την έβγαλα με κάτι πασχαλινά κουλούρια που έχωσε η μάνα μου στη βαλίτσα μου πριν φύγω - να 'ναι καλά. Όσο για τη βαλίτσα, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις, βρίσκεται ακόμα μισογεμάτη στο πάτωμα του δωματίου μου.
Ε, δεν πειράζει... σε ένα μήνα θα ξαναχρειαστεί.
Τελικά αυτό το blog μόνο έτσι λειτουργεί: Με τεράστια χρονικά κενά και ανάμεσά τους στριμωγμένες δικαιολογίες για την απουσία μου σε μορφή σεντονιού. Αυτή τη φορά βέβαια οι δικαιολογίες μου θα είναι σοβαρές και αξιοπρεπείς. Το υπόσχομαι.
ΓΚΟΥΧ!
Το Πάσχα -αν θυμάστε- δεν το έχω ακριβώς μέσα στην καρδιά μου. Βέβαια πολλά πράγματα άλλαξαν από τότε που ήρθα στην Αγγλία κι έτσι φέτος το περίμενα σαν θρησκόληπτη γραία. Όχι για τα κοψίδια και για τα λοιπά έθιμα της πατρίδος (που συνεχίζουν να με καταθλίβουν) αλλά για τον καλό καιρό και την άνοιξη που εδώ "άργησε μια μέρα". Μπορεί και μήνα. (Πράγματα που εκτίμησα στην Αγγλία: Νο1: Ήλιος) Μπορεί επίσης να θυμάστε δηλώσεις μου περί ήλιου και βροχής και πόσο happy είμαι when it rains. Πφφφ... Αρχίδια. Όταν εδώ έβρεχε και κοιτούσαμε με την Άννα το Yahoo Weather με σάλια να τρέχουν ολούθε, λόγω της διαφοράς 10 (και παραπάνω) βαθμών Κελσίου μεταξύ Λονδίνου και Αθήνας, δεν ένιωθα και τόσο happy.
Έτσι η αντίστροφη μέτρηση είχε πάλι ξεκινήσει από νωρίς. Και δώσ' του MSNικές φαντασιώσεις - στιχομυθίες που μας μετέφεραν στην ηλιόλουστη Αθήνα, σε τραπεζάκια έξω, κάτω από τον καυτό ήλιο να πίνουμε "Νεσκαφέ φραπέ ατέλειωτη ευχαρίστηση" που λέει και η Άννα, κρυμμένοι πίσω από γυαλιά ηλίου - απαραίτητο αξεσουάρ της Αθηναϊκής μεσημεριανής σιέστας. Η μέρα αυτή δεν άργησε να έρθει. Μόνο που στην Αθήνα οι φαντασιώσεις πραγματοποιήθηκαν σε κάπως διαφορετικό context: Τα τραπεζάκια όξω έγιναν κρεβάτια μέσα, ο καφές έγινε αναβράζον αντιπυρετικό και τα γυαλιά ηλίου, κομπρέσες που στέγνωναν αμέσως από τους 39 και κάτι βαθμούς Κελσίου, όχι της Αθήνας αλλά του μετώπου μου.
Αρρώστησα με το που έφτασα στην Αθήνα. Πρόλαβα να βγω μόνο δυο φορές έξω και μάλιστα τότε δεν είχε και ήλιο. Πέρασα 10 ονειρεμένες μέρες στο κρεβάτι. Πήγα σε γιατρούς, νοσοκομεία, έκανα βόλτα με ασθενοφόρο (!), έπαθα κρίση πανικού για πρώτη φορά στη ζωή μου, μου πήραν αέρια αίματος, κατανάλωσα τη μισή Bristol - Myers Squibb, "την εταιρία του Depon που τόσο εμπιστεύεστε", είχα όλα τα εκνευριστικά συμπτώματα που μπορούν να χωρέσουν σε μία αρρώστια και τα βράδια είχα παραισθήσεις και νόμιζα πως είμαι ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας ή πως κάτω από το κρεβάτι μου βρισκόταν μια συνωμοσία.
Η κρίση πανικού νομίζω πως ήταν το highlight των διακοπών μου. Εκεί που βρισκόμουν στην 7η μέρα της αρρώστιάς μου, λείψανο από την ασιτία και τον συνεχή υψηλό πυρετό, ανακάλυψα πως δεν μπορώ να αναπνεύσω. 'Η τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Άρχισα να λαχανιάζω, να ξεφυσάω, τίποτα. Είχα την εντύπωση πως δεν μπαίνει αγέρας στο πλεμόνι μου. Φου, ξεφου, σε κάποια στιγμή τα είδα όλα. Μούδιασα ολόκληρος, αλληθώρισα και τα χέρια μου κοκάλωσαν στην πιο gay position που μπορείτε να φανταστείτε. Δεν παίζει να έχω φοβηθεί περισσότερο στη ζωή μου. Εκείνη τη στιγμή προσπαθούσα να πάρω απόφαση ότι θα πεθάνω. Μου έκανε τρομερή εντύπωση πως σε τόσο τραγικές καταστάσεις α) έβαλα τα γέλια για κάποια δευτερόλεπτα με τη στάση των χεριών μου και β) προσπαθούσα να δω το θετικό της υπόθεσης: ότι δηλαδή θα πέθαινα στο σπίτι μου και όχι στη μαβρη (με β) ξενιτιά! Ήμουν δε τόσο πεπεισμένος πως "ήρθε το τέλος", που είδα κι εγώ αυτή την περίφημη ταινία που περνά μπροστά από τα μάτια σου. Ε... δε λέει και τίποτα...
Μεταφέρθηκα εσπευσμένα στο νοσοκομείο (sic) όπου μου παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες (ξαναsic) από τις πιο όμορφες γιατρούς και νοσοκόμες που παίζουν σε δημόσια νοσοκομεία! (Εκεί τουλάχιστον στάθηκα τυχερός) Αν σκοπεύετε να πάθετε κάτι, σας προτείνω ανεπιφύλακτα το Ασκληπιείο της Βούλας που το προσωπικό είναι σαν να έχει βγει από τα Αστέρια (της γειτονικής) Γλυφάδας. Με μίνι φούστες και μασίφ μακιγιάζ στις εφημερίες! Φυσικά και με έστειλαν πακέτο σπίτι μου και μου είπαν και ένα get a life για να ισιώσω.
Όταν λοιπόν άρχισα να συνέρχομαι, είχα ήδη κολλήσει δύο άτομα στο σπίτι: Τον αδελφό μου που είναι φαν-τάρος και τη μάνα μου που ήταν μέχρι τότε η αποκλειστική μου. Κατέστρεψα την Πασχαλινή άδεια του bro ο οποίος γύρισε άρρωστος στον στρατώνα (τι τέλεια λέξη...) και το Πάσχα της μάνας μου η οποία έκανε ανάσταση τσουγκρίζοντας Ντεπόν. Εκτός αυτών, κατέστρεψα τις διακοπές συγγενών μου οι οποίοι γύρισαν εσπευσμένα την Μεγάλη Παρασκευή για να βοηθήσουν την κατάσταση! Έτσι, φέτος το Πάσχα, μετά από βαθιά σκέψη στο κρεβάτι του πόνου συνειδητοποίησα πως είμαι ο άνθρωπος που ό,τι πιάνει γίνεται σκατό.
ΚΟΚΟΡΕΤΣΑ:
Την Ανάσταση και ανήμερα το Πάσχα, πήρα άδεια ως νοσοκόμος της μάνας μου -πλέον- και πήγα να "γιορτάσω" (και να κολλήσω κόσμο) στο σπίτι της m. Είχα χρόνια να πάω στην Ανάσταση αλλά φέτος που γιόρταζα και τη δική μου, είπα "πάει στο καλό". Την επομένη δε σουβλίσαμε, αλλά φάγαμε του σκασμού. Στο γειτονικό κήπο, μια παρέα μαντράχαλων διέσωσε την παράδοση σουβλίζοντας πρόπερλι το πασχαλινό Arnee™. Η ίδια παρέα αποτέλεσε το ανέκδοτο της ημέρας διότι όταν αποφάσισε να κάνει εργένικο Πάσχα, μπήκε στο Internet για να μάθει πως σουβλίζεται το πασχαλινό Arnee™! Στο άκουσμα αυτού, φαντάστηκα ότι θα σούβλιζαν (το πασχαλινο Arnee™) με κόλα Α4 - τυφλοσούρτη στο χέρι αλλά τελικά τα πήγαν μια χαρά, αν και έφαγαν στις 5 το απόγιωμα. (Το πασχαλινό Arnee™ πάντα.) Γενικώς, επεράσαμ' όμορφα.
Μετά την Ανάστασή (μου) άρχισα να βγαίνω σαν τρελός και να βλέπω όσο περισσότερο κόσμο μπορούσα προκειμένου να χορτάσω έξω, ήλιο, φίλους και Αθήνα. Δυστυχώς δεν τα κατάφερα όλα και την πίκρα του ότι ταξίδεψα τόσα μίλια για να βλέπω τον ήλιο οριζοντίως δεν την χώνεψα. Αρκετές μέρες πριν την επιστροφή μου ξεκίνησε και η σπαστική μελαγχολία του τέλους των διακοπών. Έτσι, τις τελευταίες μέρες στην Αθήνα ζούσα ένα διαρκές απόγευμα Κυριακής.
ΤΗΣ ΚΟΡΕΑΣ:
Για να αλλάξει λίγο το κλίμα, έφθασαν ενισχύσεις από την Κορέα. Η συμφοιτήτριά μου Soo Jung μαζί με μια φίλη της ονόματι Jean ή Gin ή Billy Jean τέλος πάντων, ήρθε για διακοπές στην Ελλάδα. Ήταν τέτοια η εθνική μου υπερηφάνεια που θα έδειχνα για πρώτη φορά την Ελλάδα σε ξένο που έκανα τον ταξιδιωτικό πράκτορα, έκλεισα ξενοδοχεία, τις μάζεψα από το αεροδρόμιο με ταμπέλα που έγραφε 아테네에 환영 (Γουέλκαμ του Άθενς), έστρωσα φλοκάτες και τις πήγα αμέσως σε μέρος για να λαδώσουν άντερα και λοιπά ζωτικά όργανα, αφού η πρώτη λέξη που μου είπαν ήταν 우리는 배고프다 (Πεινάμε, γιατί διανυκτερεύσαμε στο Gatwick και τη βγάλαμε με Κάντμπουρη). Κατά το γεύμα, εντυπωσιάστηκαν με το πόσο υγιεινά και "mild" είναι τα πάντα στην Ελλάδα. Φανταστείτε πως ακόμα και το σουβλάκι τους φάνηκε υγιεινό! Ξέσκισαν επίσης το τζατζίκι (αν και τις προειδοποίησα για τις παρενέργειες) και μου ζήτησαν την συνταγή για τη χωριάτικη σαλάτα! Από θέμα φαγητού, η Ελλάδα τις κέρδισε με το "καλημέρα σας".
Στη συνέχεια μου ζήτησαν να τους δείξω τις "high streets" γιατί ως γνωστόν οι ασιάτες λυσσάνε στα ψώνια όπου κι αν πάνε. Εκεί δεν έδειξαν να πολυενθουσιάζονται, ούτε από τη High Street Zara (παλαιότερα γνωστή και ως Ερμού) ούτε από το Attica (Ιs it only for Christmas?) Στο τελευταίο γέλασα πολύ, αφού οι κυουρίες με τους κότσους και τα ταγιέρ που βρίσκονται στα καλλυντικά δε μιλούσαν γρι Αγγλικά όπως εξάλλου και η φίλη της Soo. Έτσι για να ψωνίσει η Jin μια πούδρα γίναμε ΟΗΕ. Από τα κορεάτικα μετέφραζε στα Αγγλικλα η Soo και στη συνέχεια, εγώ στα Ελληνικά. Και τούμπαλιν. Αν και η κυρία με τον κότσο και το ταγιέρ ήταν πεπεισμένη πως μπορούσε να γίνει κατανοητή μέσω της διεθνούς γλώσσας: Αυτής που μιλάς ΔΥΝΑΤΑ ΚΑΙ Κ Α Θ Α Ρ Α στη μητρική σου! Ήταν χάρμα να τη βλέπεις να κοιτάει την Κορεάτισσα και να της λέει Π Ο Ι Ο Ν Ο Υ Μ Ε Ρ Α Κ Ι Θ Ε Λ Ε Τ Ε Ε Ε ?
Ανάμεσα στα ψώνια κάναμε και τα διάφορα cheesy πλην απαραίτητα, όπως φωτογραφίες με τους ευζώνοι (sic) στην αλλαγή φρουράς (τρώγοντας παγωτό), βόλτα στα εκθέματα των σταθμών του μετρό και πολλαπλή επεξήγηση των ονομάτων και της χρήσης των κτιρίων της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου και της Βιβλιοθήκης. Έχει πλάκα να ξεναγείς κάποιον στην πόλη σου. Είναι μια καλή δικαιολογία για να κάνεις χωρίς φόβο και πάθος ό,τι πιο cheesy και τουριστικό υπάρχει διαθέσιμο και έχεις μάθει να προσπερνάς με αδιαφορία ή απαξίωση. Ακόμη καλύτερο είναι να ακούς τις απορίες αυτών που ξεναγείς (τέτοια θυμάμαι πολλά και από τη θητεία μου ως εθελοντής στους Ολυμπιακούς) όπως αυτή της Soο, η οποία βλέποντας τους τσολιάδες με ρώτησε "Γιατί φοράνε φούστες και αυτά τα χαριτωμένα παπουτσάκια;" -Γιατί είναι η Εθνική μας ενδυμασία, της απάντησα. "Εγώ νόμιζα πως η εθνική ενδυμασία είναι ο χιτώνας!"
Αργά το απόγευμα το γκρουπ μου βγήκε knock out και το οδήγησα προς το ξενοδοχείο. Έμεναν σε αυτό "ριζόρτ" εποχής Έλενας Ναθαναήλ - Επιχείρησης Απόλλωνος, πάνω στην Αποστόλου Παύλου. To οποίο Λέγεται Hotel Thission αλλά το αρχικό Τ έχει πέσει από την ταμπέλα με αποτέλεσμα την μετονομασία του σε HOTEL HISSION (Οτέλ Χυσίων.) Πρέπει να σιχάθηκαν να με ακούν να τους λέω πόσο κωλόφαρδες ήταν που είχαν την Ακρόπολη για πλάκα στο παράθυρό τους και πως κάθε Αθηναίος θα ονειρευόταν ένα τέτοιο μπαλκόνι. Ελπίζω να το εκτίμησαν.
Η Soo κάνει μια εργασία για την Ελλάδα (για την οποία μου πήρε συνέντευξη και ένας Γάλλος εδώ στο campus - θα ήθελα να γράψω πολλά και για αυτό) και έτσι πριν ταβλιαστούν πήγαμε σε αυτό το Βερόπουλο που είναι χωμένος μέσα στην Ηρακλειδών, στο στόμα του λύκου δηλαδή, για να δει η Soo συσκευασίες ελληνικών προϊόντων. Όταν περάσαμε από το "Μπουρνάζι", οι κοπέλες έπαθαν αγοραφοβικό σοκ και με ρωτούσαν γιατί είναι τόσο πηγμένα και γιατί όλοι στριμώχνονται για να πιουν καφέ εκεί. (Έλα μου ντε...) Μέχρι και φωτογραφίες τράβηξαν! Οι οποίες συνεχίστηκαν και μέσα στο σούπερ μάρκετ όπου φωτογραφηθήκαμε αγκαλιά με τη Φυτίνη, ποζάραμε μπροστά στη μορταδέλα του Υφαντή και βγάλαμε και μια ομαδική με όλα τα κρουασάν Τότης - Ποιότις. Η κοπέλα στο ταμείο (γύρω στα 30, με προοπτικές εξέλιξης σε παράξενη γεροντοκόρη) μας κοιτούσε συνεχώς με ένα βλέμμα "μην τα πειράζετε αυτά, θα τα χαλάσετε".
Την επομένη ήταν η τελευταία μου μέρα στην Ελλάδα και έπρεπε να τα προλάβω όλα: Τουρισμό, να ανέβω δηλαδή με τη Soo στην Ακρόπολη, οδοντίατρο διότι εδώ στο Γιουκέη οι οδοντίατροι είναι χασάπηδες με τιμολόγιο πουτάνας και σταριλίκι, να γυρίσω δηλαδή την ταινία για το branding του εαυτού μου. Από το χάραμα έτρεχα σαν τον τρελό για να βρω λευκά κουτιά, χωρίς τα οποία δε θα μπορούσε να γίνει το γύρισμα και καπάκι πήγα στο Θησείο για να παραλάβω Soo και Jin για τη βουτιά στην Ελληνική ιστορία. Που -ο μαλάκας- πήγα απροετοίμαστος και έγινα ρόμπα γιατί δεν ήξερα να απαντήσω σε αρκετές ερωτήσεις τους περί Χρυσού Αιώνα. Δεν ξέρω επίσης αν είναι η ιδιοσυγκρασία του λαού τους ή των ίδιων των κοριτσιών πάντως δεν έδειξαν να εντυπωσιάζονται από τον Παρθενώνα. Εγώ να φανταστείτε έδειχνα πολύ πιο ενθουσιασμένος. Τουλάχιστον στην Ακρόπολη πρέπει ένιωσαν σαν στο σπίτι τους αφού όπου και να γυρνούσες άκουγες κορεάτικα, όπως με ενημέρωσε η Soo. Ε μετά ακολούθησε μουσακάς (μιλάμε για κανονικό τουρισμό, όχι αστεία) και meze μέχρι σκασμού στην Πλάκα. Από εκεί καθείς τράβηξε το δρόμο του: Εγώ πήγα για καθαρισμό και αυτές να βγάλουν εισιτήρια για Σαντορίνη. Μετά από εκεί θα πήγαιναν στη Μύκονο και καπάκι στη Σάμο για να περάσουν στην Τουρκία με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη! Τώρα πως θα διέσχιζαν όλη τη Μικρά Ασία χωρίς να τις βιάσουν και να τους κλέψουν τα νεφρά την ώρα που κοιμούνται, δεν ξέρω. Πάντως δεν έχω νέα τους από τότε.
CUT:
Από την καρέκλα του οδοντιάτρου, με την ψυχή στο (γεμάτο με εργαλία) στόμα, έδινα οδηγίες στο crew μου για το location του γυρίσματος, για τις λέξεις που έπρεπε να τυπωθούν στα κουτιά και για το πόσο γρήγορα πρέπει να πάμε για να προλάβουμε το φως της ημέρας. Έδωσα επίσης ενδυματολογικές οδηγίες στη Γουρούνα και της είπα να προσέξει να ντυθεί σεμνά και απλά γιατί το σενάριο είναι δραματικό και όχι το Chicago. Σιγά που με άκουσε βέβαια. Μία ώρα αργότερα ήρθε να με πάρει με το αυτοκίνητό της. Από το παράθυρο είδα πως φορούσε μια μαύρη ζακέτα, σεμνότατη και αξιοπρεπέστατη, ούτε μπούστα, ούτε γκλίτερ στα βυζιά. Ανοίγοντας την πόρτα όμως είδα να φοράει από κάτω ένα μίνι μέχρι το λαιμό! "Κλασσική Γουρούνα" σκέφτηκα και κούνησα το κεφάλι μου. Δεν της είπα τίποτα βέβαια γιατί φοβόμουν μην μείνω χωρίς ηθοποιούς. Λίγο η κίνηση, λίγο μέχρι να βρούμε το location στη βιομηχανική ζώνη του Ταύρου, νύχτωσε χωρίς φεγγάρι.
Ξεκινήσαμε το γύρισμα σούρουπο με μια κίτρινη λάμπα από πάνω μας, η οποία δεν μπορώ να πω πως βοηθούσε σημαντικά. Το γύρισμα επίσης εμπόδιζαν οι περίεργοι τύποι που ξεπρόβαλαν από κάτι εργοστάσια και αποθήκες κοιτώντας μας όχι με τα φιλικότερα βλέμματα. Οι σκηνές έπρεπε να γυριστούν στη μέση ενός χωματόδρομου ο οποίος δεν ήταν τελικά και τόσο έρημος, αφού κάθε τόσο τρέχαμε πανικόβλητοι να μαζέψουμε τα κουτιά από το έδαφος για να περάσουν τα διερχόμενα αυτοκίνητα, οι οδηγοί των οποίων μας κοιτούσαν επίσης γεμάτοι απορία. Ένας μάλιστα έκοψε ταχύτητα και πέρασε δίπλα μας βγάζοντας το creepy κεφάλι του έξω από το παράθυρο. Εμείς από την αρχή βέβαια είχαμε βάλει σε επιφυλακή τη Γουρούνα η οποία σε περίπτωση που γινόταν κάτι ασυνήθιστο θα μας φυγάδευε με το αυτοκίνητό της. Μέχρι να βάλει εμπρός βέβαια αυτή, θα μας είχαν κάνει χούμους.
Μετά από λίγη ώρα, ο creepy τύπος πέρασε για δεύτερη φορά από το δρόμο, κόβοντας ξανά ταχύτητα και κοιτώντας με το ίδιο psycho βλέμμα. "Καλά ρε, αυτός δεν ξαναπέρασε;" ρωτάω τα παιδιά όταν είχε απομακρυνθεί λίγο. Τι ήθελα και το άνοιξα; Ο τύπος σταμάτησε τελείως το αυτοκίνητο και έβγαλε ξανά τη νεκροκεφαλή του από το παράθυρο. "Γιατί;" απάντησε με τσαμπουκά. "Τι γιατί;" τον ρώτησα. "Γιατί, τι πρόβλημα υπάρχει που ξαναπέρασα;" Εεεε...Τίιιιπτα, είπαμε όλοι χεσμένοι και η νεκροκεφαλή χάθηκε ξανά στο σκοτάδι. Από εκείνη τη στιγμή η φάτσα μου στις λήψεις, εκτός από απόλυτα σοβαρή έχει και μια στάλα ανησυχίας για την περίπτωση που το σενάριο θα άλλαζε και θα εξελισσόταν σε σπλάτερ. Η περιοχή ήταν τελείως ανατριχιαστική και η ώρα πλησίαζε 11. Κι επειδή εκτός από το φόβο για τους τρεις καινούριους τύπους που είχαν εμφανιστεί και κοιτούσαν κρυμμένοι σε κάτι δέντρα, είχαμε τη Γουρούνα που πεινούσε, εμένα που κρύωνα και τη μπαταρία που τελείωνε, επισπεύσαμε τα γυρίσματα και κάνοντας ένα πασάλειμμα, τελειώσαμε στις 11 και. Τώρα βέβαια τραβάω τα μαλλιά μου αφού το αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό, τόσο τεχνικά όσο και χρονικά. Αλλά που χρόνος για την τελειομανία μου...
Την επομένη πέταξα για την Αγγλία αλλά βρέθηκα σε διαφορετική χώρα. Η παράξενη επιστροφή μου θα αναλυθεί στο επόμενο post γιατί έχω την εντύπωση πως τόση ώρα έχω υφάνει υπέρδιπλο, king size και εμπριμέ.