Σε 16 μέρες φεύγω και διαβατήριο δεν έχω βγάλει! Θα έχετε ακούσει πως η διαδικασία για την έκδοση διαβατηρίου νέου τύπου, είναι μακρόχρονη και κωμικοτραγική. Στην περίπτωσή μου όμως έχει αρχίσει να γίνεται απλώς τραγική, αφού το ενδεχόμενο να μην έχω έτοιμο διαβατήριο τη μέρα της Μεγάλης Φυγής με απειλέι όλο και περισσότερο.
Όλα ξεκίνησαν τον Ιούλιο σε ένα κομμωτήριο. «Ένα για διαβατήριο παρακαλώ» παρήγγειλα στον κομμωτή κι εκείνος άρχισε να κλαδεύει ό,τι τούφα έκρυβε το μέτωπο και τα αυτιά μου. Αυτό γιατί οι φωτογραφίες διαβατηρίων έχουν ορισμένες προδιαγραφές που απαγορεύουν τα μαλλιά σε μέτωπο, αυτιά, ρουθούνια, δόντια κλπ.
Στο φωτογραφείο έφτασα τρέμοντας μήπως είχα ιδρώσει και γυάλιζα στο φακό. (Ανησυχίες μοντέλου.) Όταν ο «φωτογράφος» τελείωσε με τα ρέστα κάτι πελατών μου έκανε νόημα να περάσω πίσω από τον πάγκο. Φαντάστηκα πως θα με πήγαινε σε κανένα πατάρι, σε καμιά αποθήκη, σε κάποιο υποτυπώδες «στούντιο» τέλος πάντων για να με φωτογραφίσει. Εκείνος όμως μου έδειξε ένα σκαμνί πίσω από τον πάγκο για να καθίσω! «Τι ρόμπα», σκέφτηκα όσο με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τους πελάτες που περίμεναν για να πάρουν τα φιλμ των διακοπών, να διασκεδάζουν με το live show μου. «Τι ρόμπα» ψιθύριζα όταν σηκώθηκα και είδα το μαγαζί να έχει γεμίσει και τους τελευταίους να σηκώνονται στις μύτες των ποδιών τους για να δουν τι έγινε εκεί, πίσω απ’ τον πάγκο! Βγήκα έξω σαν κατηγορούμενος από την Ευελπίδων: «Τι έγινε, εσύ μας καθυστερείς;» με σταμάτησε μια φωνή. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα μπροστά μου την Όλγα, μια παλιά συμμαθήτριά μου. «Τι ρόμπα!» αναφώνησα.
Οι φωτογραφίες βγήκαν πέντε μέρες μετά. Χρειάστηκε πολύ Photoshop για να με μεταμορφώσουν σε κάποιον που δεν είμαι εγώ. Το τι γωνίες, τι ζυγωματικά, τι μήλα είχε αποκτήσει ξαφνικά το πρόσωπό μου δεν περιγράφεται! «Τι διάολο, πρέπει να έχεις θεληματικό πηγούνι για να βγεις από τη χώρα;» ρώτησα τον αδελφό μου, ο οποίος έγυρε το κεφάλι του για να με αναγνωρίσει.
Τη μέρα των γενεθλίων μου, μάζεψα τις γωνίες μου και πήγα στην αστυνομία. Στο δρόμο μάλιστα πέρασα και απ’ τα ΚΕΠ για να αγοράσω τα παράβολα. «Όχι εδώ παλικάρι μου. Απέναντι, στην Εφορία. Όχι μέσα*, στην παράγκα, απ’έξω.» Αντίστοιχη παράγκα υπήρχε και απέναντι από το αστυνομικό τμήμα της οποίας μάλιστα η υπάλληλος ήταν πιο ενημερωμένη από αυτούς του ΚΕΠ! Μου έδωσε ό,τι χαρτούρα και οδηγίες χρειαζόμουν δείχνοντάς μου μέχρι και την είσοδο του Τμήματος.
Στη θέα της ουράς και των δημοσιοϋπαλληλικών Α4 που έγραφαν «Δεν μπορούμε να εξυπηρετήσουμε περισσότερα από 100 άτομα ημερησίως» στην υπηρεσία διαβατηρίων, απογοητεύτηκα και αποφάσισα να χτυπήσω την επομένη το ξημέρωμα. (Κίνηση σοφή που έμαθα από γέρους guruστη θητεία μου στο ΙΚΑ.)
Έτσι την επομένη ξεκίνησα χαράματα και πάλι για το Τμήμα. Εκεί βρήκα άλλους 12 κι έτσι με δισταγμό και τρόμο έγραψα το όνομά μου δίπλα στον αριθμό 13, πάντα στο υπερσύγχρονο queuing system της αστυνομίας - λέγε με κόλα αναφοράς και Bic. Πόση γκαντεμιά θα μπορούσε να μου φέρει ένα 13; Μόνο τέσσερις ωρίτσες καθυστέρηση, λόγω της προγραμματισμένης αναβάθμισης των ηλεκτρονικών συστημάτων τους! Αυτή τη φορά όμως δεν το έβαλα κάτω. Περίμενα, καθυστέρησα στη δουλειά, φύσηξα, ξεφύσηξα αλλά τελικά κατέθεσα τα χαρτιά μου.
Πέντε μέρες μετά ξεκίνησα πάλι αξημέρωτα για να παραλάβω το νέο διαβατήριο. Αυτή τη φορά στην παραλαβή ήμασταν τρεις κι ο κούκος. Κάθισα λοιπόν στην ουρά, πίσω από τον κούκο και περίμενα. Κάποια στιγμή βλέπω μια κυρία να μπαίνει και να παίρνει χαρτάκι από το άχρηστο μηχάνημα που είχαν στη γωνία για να δίνει σειρά προτεραιότητας. «Τι κάνει η γραφική» αναρωτήθηκα. «Πρωτάρα θα ‘ναι» μου απάντησα. Τις σκέψεις μου διέκοψε βίαια το beeeep! από το queuing system που προφανώς εκείνη τη μέρα βρήκαν να βάλουν σε λειτουργία. Η πρωτάρα πέρασε μπροστά μου και πήρε το διαβατήριό της.
Όσο περίμενα τη μπατσίνα να μου ανακοινώσει το αποτέλεσμα της αίτησης μου καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα, λες και ήμουν υποψήφιος για αποχώρηση από ριάλιτι… μα τι λέω, αφού είμαι! Με συγκίνηση η γλυκύτατη officer μου ανακοίνωσε πως κόπηκα στη φωτογραφία και μου έδωσε το απορριπτικό. Ένα δημόσιο έγγραφο σε άπταιστα Comic Sans (!) που έγραφε το λόγο της απόρριψής μου: «Υπερφωτισμένο πρόσωπο.» Το έλαβα ως φιλοφρόνηση και αποχώρησα ψύχραιμος. Μετά βέβαια, όταν σκέφτηκα πως θα έπρεπε να ξαναφωτογραφηθώ μπροστά σε κοινό, να ξαναμαζέψω όλες τις χαρτούρες, να ξαναπληρώσω χαράτσια, να ξαναστηθώ στις ουρές, έχασα και την ψυχραιμία και την μεγαλοψυχία μου.
Η δεύτερη φωτογράφισή μου αποφάσισα να γίνει σε άλλο φωτογραφείο. Σε ένα γειτονικό, το οποίο φρόντισα να μάθω αν έχει πατάρι. Ο φωτογράφος, ένα 12χρονο με παντόφλες αυτή τη φορά, με φωτογράφισε πιο γρήγορα κι από photo booth. «Τα πιάσαμε τα λεφτά μας πάλι», σκέφτηκα όσο περνούσα τα μαλλιά -που πλέον είχαν μακρύνει- πίσω από τα αυτιά μου. Αυτός, σε αντίθεση με τον προηγούμενο φωτογράφο με έβγαλε μια (1) φωτογραφία για την οποία μάλιστα είχε το θράσος να με ρωτήσει αν μου αρέσει!
Πέντε μέρες αργότερα άνοιξα και πάλι το φακελάκι για να δω πως φιλοτεχνήθηκα από τον δεύτερο ρετουσαδόρο. «Μάλιστα…» είπα ξερά μόλις με είδα στη φωτογραφία με φούξια κραγιόν, σαν τη Τζίνα Αλιμόνου σε συνέντευξη στο lipstick. Ήταν αναμενόμενο ότι πάλι θα έβγαινα κώλος. Δεν καταλαβαίνω το θράσος των φωτογράφων που ενώ ξέρουν πόσο δύσκολα περνάει μια φωτογραφία τη «σκληρή πόρτα» της αστυνομίας, έχουν τόση εμπιστοσύνη στο ταλέντο τους που σε φωτογραφίζουν στο πόδι, λες και ποζάρεις στον Πύργο του Άιφελ.
Καπάκι από το φωτογραφείο στην αστυνομία. Στο δρόμο θυμήθηκα πως έπρεπε να ξαναπληρώσω ένα παράβολο, «υπερ ΙΚΑ», «υπερήρωα», «υπερ ανεγέρσεως του ναού», κάπως έτσι. Αυτή τη φορά όμως καμία παράγκα δεν ήταν ανοιχτή, είχαν πάει όλες για μπάνια. Έτσι έμεινα να γυρίζω τρεις ώρες στο λιοπύρι και να γαμωσταυρίζω, καταλαβαίνοντας για πρώτη φορά στη ζωή μου πως μία πόλη παραλύει προκειμένου η μισή να κάνει ηλιοθεραπεία.
Μετά από πολλές ώρες αναζήτησης παραβόλων σε φωτοτυπάδικα, σφραγιδάδικα, ψιλικατζίδικα, καφενεία, σούπερ μάρκετ και τσαγκάρικα, κατέληξα σε μία εφορία της οποίας ο υπάλληλος μου αποκάλυψε πως πουλάνε και μέσα* παράβολα, αλλά δεν μπορούσε να με βοηθήσει γιατί η ώρα ήταν 13:00.
Highlight της ημέρας ήταν η σκηνή σε μαγαζί με φωτοτυπίες που πήγα για να βρω υπεύθυνες δηλώσεις. Μία ηλικιωμένη κυρία με μαλλί ξασμένο, πλατινέ, γύρισε και με κοίταξε: «Είκοσι χρόνια κομμώτρια τέτοιο πράγμα δεν ξανάδα.» Χαμογέλασα. «Κέρατα θα σου φυτρώσουν πολλά στη ζωή σου αγόρι μου, τι τα θες από τώρα;» συνέχισε, αναφερόμενη στα μαλλιά μου. «Να ‘στε καλά» απάντησα. «Μην κοροϊδεύεις.» το χόντρυνε. « Να σου πω, ο κουβάς πέφτει ή το πηγάδι;» με ρώτησε κοιτάζοντας πονηρά τον υπάλληλο του φωτοτυπικού. «Τι εννοείτε;» ρώτησα. «Α θέλεις να στο πω ωμά; Το πουλί σου θα πέσει ή το μ…» Ευτυχώς πρόλαβα να τη διακόψω με ένα επιτηδευμένο δυνατό γέλιο, ρίχνοντας ταυτόχρονα ένα βλέμμα «μαζέψτε την» στο παιδί στο φωτοτυπικό.
Αύριο πουρνό ξεκινάω για τη δεύτερη κατάθεση και ελπίζω αυτό το post να μη συνεχιστεί.
Ο αδελφός μου, εκτός των άλλων είναι και gamer. Όχι από τους πολύ καμένους αλλά είναι. Τα τελευταία χρόνια δε μένει κοντά μας, γι’ αυτό και θυμάμαι τη συγκεκριμένη ιδιότητά του κάθε φορά που έρχεται για διακοπές (καλή ώρα) ή κάθε φορά που τον επισκέπτομαι. Στην πρώτη περίπτωση αναγκάζεται να προσαρμόζεται στη γλώσσα που μιλάμε στο σπίτι (με μερικές ατάκες να του ξεφεύγουν), στη δεύτερη όμως, είμαι υποχρεωμένος να κατεβαίνω με λεξικά. Γιατί εκεί, στην έδρα του, συναναστρέφεται κυρίως με gamers, με τους οποίους επικοινωνεί με το δικό τους κώδικα, μέρος του οποίου θα προσπαθήσω να σας αποκαλύψω σήμερα. Για να μη βρεθείτε ποτέ σε ένα τραπέζι με δέκα gamers και νιώσετε σαν να είστε σε δεξίωση του πρέσβη της Ουρουγουάης... και χωρίς σοκολατάκια.
Ντότα, η: (αγγλ. DotA = Defense of the Ancients.) Άκρως εθιστικό ηλεκτρονικό ομαδικό παίγνιο. (Συγκεκριμένα, η DotA, αποτελεί πίστα του PC game “Warcraft III”)Δημιούργησε σχολή στο gaming καθώς και ένα ολόκληρο lifestyle για τους πιστούς της. Δεκάδες γλωσσικά ιδιώματα γεννήθηκαν μέσα από τα chat boxes του συγκεκριμένου παιχνιδιού. Συντομογραφίες, βρισιές και πολεμικές κραυγές οι οποίες εκτός από τη γραπτή τους εκδοχή, ακούγονται δυνατά (όπως ακριβώς γράφονται) μέσα στα internet café και τα οικιακά LAN parties.
Ρε ξύστες, δεν πάμε για καμιά Ντότα;
LAN party: (αγγλ. LAN = Local Area Network.) Η συγκέντρωση περισσοτέρων από δύο (2) υπολογιστών στο σπίτι ενός gamer. Ένα αξιοπρεπές LAN party περιλαμβάνει συνήθως πάνω από πέντε υπολογιστές (desktop ή laptop) οι οποίοι μεταφέρονται με όλα τα μέσα στο σπίτι του οικοδεσπότη. Εκεί, στήνονται σε χαρτόκουτα, κασόνια από μπύρες, πατώματα, πάγκους κουζίνας, καρέκλες του γύφτου (ελλείψει επίπλων) και συνδέονται με hubs και χιλιόμετρα καλωδίων που γεμίζουν τοίχους, ταβάνια και δάπεδα. Ένα οικιακό LAN party διαρκεί από 24 ώρες μέχρι να σταματήσουν τα χρήματα για delivery. Ένα αντίστοιχο party σε internet café διαρκεί συνήθως 12 ώρες (12πμ – 12μμ) και κοστίζει περίπου 6 ευρώ, λόγω των προσφορών που ισχύουν για τους λιώστες.
OMG: (συντομ. του Οh My God!): επιφώνημα εκπλήξεος το οποίο προφέρεται όπως ακριβώς γράφεται.
- Μαλάκα τον έκοψε φουλ χι-πι χωρίς να ξεμπασάρει!
-Οου εμ τζη και εφτά λόλ!
Μίτζης, ο: παράφραση του OMG.
Ο μίτζης damage!
GTP: (συντομ. του Gia Ton Poutso) Greeklish αρκτικόλεξο που δηλώνει την ευτέλεια, την ασημαντότητα ή την ευκολία μιας κατάστασης, ενός αντικειμένου ή ενός προσώπου.
Με τα items που έβγαλα τους έχω gtp.
Γαμιέσαι στα πάρκα: Ιβρυστική φράση που ανταλλάσσεται μεταξύ των αντιπάλων. Εκτός από τον παθητικό σεξουαλικό ρόλο του κλασσικού «γαμιέσαι», η συγκεκριμένη φράση υποδηλώνει επίσης τον εκπεσμό και την αθλιότητα του υπαίθριου, (επί χρήμασι) ευκαιριακού σεξ.
Γαμιέσαι στα πάρκα για μία τηλεκάρτα!
Λούζω –εις –ει: (αγγλ. lose) Ρήμα που συναντάται μόνο στην ενεργητική φωνή και δηλώνει λάθος χειρισμό μιας κατάστασης ή αμέλεια.
Έλουσε. Δεν μπόρεσε να κάνει ένα frag.
Ξύνω –εις –ει: Δεν κάνω τίποτα, μένω αδρανής. <αρχ. Ξύω (τους όρχεις μου). -Τι κάνεις λιώστη;
-Ξύνω.
Λιώνω – εις – ει: Κάθομαι για ώρες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Σαπίζω. Καίγομαι.
Λιώσαμε στη Ντότα.
Λούστης: αυτός που λούζει.
Λιώστης: αυτός που λιώνει, ο καμένος.
Ξύστης: αυτός που ξύνει.
2 gosu 2 be true.
Νιώσε: Προσταγή για την επαναφορά κάποιου στην πραγματικότητα ή την τάξη, αντίστοιχη του αγγλοσαξονικού “Get a life!”
Νιώσε γλυκιά μου, πενηντάευρω για έναν espresso?
(Η Νικόλ δίνει ρέστα, κυριολεκτικά)
Άνιωθος –η -ο: Αυτός που δεν νιώθει.
Απάλευτος –η –ο: Επίθετο που χαρακτηρίζει τη δυσκολία ή την δυσαρέσκεια προς μία κατάσταση ή ένα πρόσωπο.
Απάλευτο game, μας γάμησε το lag.
RTFM: (συντομ. του Read The Fucking Manual) Απάντηση των geeks σε προφανείς (duh!) ερωτήσεις τεχνολογικού περιεχομένου.
-Πώς κάνω serialize σε ένα Cipher Output Stream Οbject?
-Αρ τι εφ εμ.
IRL: (συντομ. του In Real Life) Αρκτικόλεξο των gamers και γενικότερα των geeks για να ξεχωρίζουν πότε κάτι αναφέρεται στην πραγματική ζωή και πότε σε ψηφιακό περιβάλλον.
-O ξύστης πήγε για κατούρημα.
-IRL?
Χίλια ενιακόσια ογδόντα έξι - Δύο χιλιάδες έξι.
23 Comments Published by the ibt on Wednesday, August 02, 2006 at 7:49 PM.Το πρωί της 1ης Αυγούστου με βρήκε σε ένα αστυνομικό τμήμα να υπογράφω υπεύθυνες δηλώσεις του τύπου «δεν έχω πάει φυλακή, αφήστε με να φύγω απ’ τη χώρα». Τι ήθελα κι άφησα το διαβατήριο για high-season… Στην λίστα προτεραιότητας, σε μια χιλιογραμμένη κόλλα αναφοράς δηλαδή, που βρισκόταν πάνω σε ένα σιδερένιο γραφείο, έγραψα το όνομα και ακριβώς δίπλα τον αύξοντα αριθμό μου. Ήμουν το 86 και για «ανάκριση» είχε μπει το 50. Τρεις δεκαετίες… σκέφτηκα.
Σηκώθηκα κι έφυγα αφήνοντας το όνομα μου στις μουτζούρες. Δεν ήθελα να τριανταρίσω στην αστυνομία. Γύρισα σπίτι. Έσβησα δύο κεριά. Πολύ σεμνά, πολύ ήσυχα, η κατάσταση στο σπίτι δεν επιτρέπει εξάλλου περισσότερα. «Οι δύο δεκαετίες της ζωής σου» είπε η μάνα μου ανάβοντάς τα. Εκεί σάστισα. Σκέφτηκα πως με μία ανάσα έπρεπε να σβήσω τα 20 καλύτερα, πιο ξέγνοιαστα και πιο χαμογελαστά χρόνια της ζωής μου, σφραγίζοντας έτσι το τέλος τους.
Δε μου αρέσει που μεγαλώνω. Μπορώ να σταματήσω εδώ;
…
Πήγα και μου πήρα δώρο... για παρηγοριά. Μια ψηφιακή μηχανή, απαραίτητο εργαλείο για τα επίσης χαμογελαστά και ανέμελα χρόνια που εύχομαι να ακολουθήσουν. Δεν πρόλαβα να την ανοίξω κι έφυγα για το νοσοκομείο.
Γυρνώντας ξαναθυμήθηκα πως ήταν 1η Αυγούστου. Στο σπίτι είχε μπαστακωθεί ο Λούλης, αναγκαστικός φίλος, από αυτούς με τους οποίους δεν έχεις τίποτα να πεις παρά μόνο τη λέξη «αυτααά». Δεν ξέρω πόσες ώρες πέρασαν με εμένα να τραβάω φωτογραφίες το πάτωμα και το Λούλη να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Ξέρω μόνο πως σκίστηκα στο χασμουρητό για να του δείξω πως ήταν ώρα να επιστρέψει στην Αρμενία. Μου είχε τελειώσει βλέπετε και το σιχτίρ πιλάφ.
Όταν ξεκουμπίστηκε είχε πάει 10. Δύο ώρες έμεναν για να επανορθώσω το φετινό χάλι. Ποιόν να πρωτοέπαιρνα τηλέφωνο; Πέντε άτομα γνωρίζω, τα τρία ήταν διακοπές, το ένα στους Depeche, και ο αδελφός μου θα πήγαινε για DotA.
-«Ντυθείτε, είμαι του θανατά», έγραψα σε γνωστή Ελληνίδα blogger.
-Τι να ντυθώ; Χερουβείμ; απάντησε αστραπιαία.
Ευτυχώς με λυπήθηκε και μία ώρα μετά, η Λουκρητία κι εγώ, υποδεχτήκαμε σε μια σεμνή τελετή, πάνω από την καλοκαιρινή Αθήνα, την τρίτη δεκαετία της ζωής μου…