Είναι ένα από τα τελευταία βράδια που ξαπλώνω στο κρεβάτι μου στην Αγγλία. Κοιτάζω γύρω μου και αναρωτιέμαι πως θα χωρέσω μια ζωή τριών χρόνων σε κούτες και αγχώνομαι για το πώς θα την μεταφέρω πίσω στην Αθήνα. Το ίδιο ακριβώς αναρωτιέμαι και για αυτό εδώ το post: Πώς θα χωρέσω τα τρία αυτά χρόνια σε έναν επίλογο.
Ο πιο εύκολος τρόπος να ξεκινήσω το πακετάρισμα ήταν το να πετάξω πράγματα. Για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, που δένεται με τα πιο ηλίθια αντικείμενα, με εισιτήρια, μαρκαδόρους, χαρτοπετσέτες κλπ το ξεκαθάρισμα είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία, συναισθηματικά φορτισμένη αλλά ταυτόχρονα λυτρωτική. Ξεκίνησα από τα βιβλία, συνέχισα με τα περιοδικά και τα αποκόμματα και κατέληξα στο κουτί με την αλληλογραφία μου. Εκεί ομολογώ πως λύγισα.
Το πρώτο έτος στην εστία, αφού διαπίστωσα το μεγαλείο της αλληλογραφίας στη Γηραιά Αλβιόνα βάσει του όγκου των γραμμάτων που λάμβανα καθημερινά, πήγα στο ταχυδρομείου του Farnham και αγόρασα ένα κόκκινο ταχυδρομικό κουτί. Εκεί, στοίβαζα για τρία χρόνια γράμματα από την Ελλάδα, από το Πανεπιστήμιο, ευχετήριες κάρτες, λογαριασμούς και ό,τι τέλος πάντων ερχόταν από τη χαραμάδα της πόρτας μου. Για τρία χρόνια το κουτί έμεινε ανέπαφο, δημιουργώντας ένα φοβερό timeline της ζωής μου εδώ.
Όταν έβγαλα τη στοίβα από το κουτί και τη γύρισα ανάποδα, βρισκόμουν στο Σεπτέμβρη του 2006. Είχα μόλις έρθει στην Αγγλία, τα γράμματα από το Πανεπιστήμιο με καλωσόριζαν στην εστία και μου εξηγούσαν μέ κάθε λεπτομέρεια πως λειτουργούν τα πάντα. Πολύχρωμες κάρτες από συγγενείς και φίλους από την Ελλάδα μου εύχονταν καλό ξεκίνημα στη νέα μου ζωή, με συμβούλευαν να ντύνομαι καλά και να μην τους ξεχνάω. Γράμματα από την καινούρια τράπεζα, η πρώτη μου κάρτα - κλειδί μιας ουτοπικής αυτονομίας και οι πρώτοι λογαριασμοί φουσκωμένοι από παπλώματα και μαξιλάρια του ΙΚΕΑ μιλούσαν για ένα ξεκίνημα. Ένα πολύ αισιόδοξο ξεκίνημα ενός παιδιού, τότε, που δεν φανταζόταν πως η ζωή του θα άλλαζε τόσο μέσα στους επόμενους μήνες. Παρόλο που εκείνη τη στιγμή είχα ένα βουνό από χαρτιά να τακτοποιήσω, άνοιξα και διάβασα το πρώτο γράμμα από τη μητέρα μου. Στα μισά, κι ενώ μόλις είχα περάσει το βλέμμα μου πάνω από ονόματα που δεν υπάρχουν πια και καταστάσεις που δεν υφίστανται, σκέφτηκα πως διαβάζω τα γράμματα μιας άλλης ζωής, τελείως διαφορετικής από τη σημερινή μου.
Όταν τελείωσα το ξεκαθάρισμα της αλληλογραφίας δεν ήξερα σε ποιο χρόνο βρισκόμουν. Όταν αργότερα συνήλθα, σκέφτηκα πως το timing της Αγγλίας ήταν τελείως ειρωνικό. Πως τα μαθήματα του πτυχίου μου συνέπεσαν με το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής μου. Τα εντατικά ξεκίνησαν τον πρώτο κι όλα μήνα: Ό,τι αισιόδοξο γράφτηκε στα γράμματα του Σεπτεμβρίου, ακυρώθηκε σε αυτά του Οκτώβρη και ο υπόλοιπος χρόνος κύλησε εξίσου δύσκολα. Τον δεύτερο, είχα το "aftermath", τον απολογισμό του πρώτου και ό,τι αυτός επέφερε. Και τέλος, τον τρίτο, όσο πιο κοντά πλησίαζα στο τέλος, τόσο πιο "σοφός" αισθανόμουν. Τόσο πιο πολύ απομακρυνόμουν από τις δυσκολίες και τόσο περισσότερο ανακάλυπτα και εκτιμούσα τις μη-προφανείς μεν, θετικές δε, αλλαγές που αυτές προκάλεσαν. Τώρα πλέον, βρισκόμενος στο τέλος, καταλαβαίνω πως είμαι ένα άλλος άνθρωπος. Διαφορετικός από αυτόν που την 7η Σεπτεμβρίου 2006, έγραφε στο blog του πως άνοιγε τα φτερά του και πετούσε προς το μεγαλύτερό του όνειρο, ακόμα κι αν η στιγμή αυτή μου φαίνεται σαν χθες.
Η Αγγλία λοιπόν μου έδωσε ένα πτυχίο στη διαφήμιση κι άλλο ένα στον τρόπο σκέψης, στην ωριμότητα, τη δύναμη και την ισορροπία. Τώρα πια ξέρω πως αν όλα είχαν πάει όπως τα είχα ονειρευτεί, θα είχα περάσει σαφώς καλύτερα τα τρία αυτά χρόνια και πως θα ήμουν ευτυχισμένος. Όπως ακριβώς και τώρα. Παρόλα αυτά, στην πρώτη περίπτωση, η λέξη ευτυχία δεν θα είχε περάσει καν απ' το μυαλό.
Ο πιο εύκολος τρόπος να ξεκινήσω το πακετάρισμα ήταν το να πετάξω πράγματα. Για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, που δένεται με τα πιο ηλίθια αντικείμενα, με εισιτήρια, μαρκαδόρους, χαρτοπετσέτες κλπ το ξεκαθάρισμα είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία, συναισθηματικά φορτισμένη αλλά ταυτόχρονα λυτρωτική. Ξεκίνησα από τα βιβλία, συνέχισα με τα περιοδικά και τα αποκόμματα και κατέληξα στο κουτί με την αλληλογραφία μου. Εκεί ομολογώ πως λύγισα.
Το πρώτο έτος στην εστία, αφού διαπίστωσα το μεγαλείο της αλληλογραφίας στη Γηραιά Αλβιόνα βάσει του όγκου των γραμμάτων που λάμβανα καθημερινά, πήγα στο ταχυδρομείου του Farnham και αγόρασα ένα κόκκινο ταχυδρομικό κουτί. Εκεί, στοίβαζα για τρία χρόνια γράμματα από την Ελλάδα, από το Πανεπιστήμιο, ευχετήριες κάρτες, λογαριασμούς και ό,τι τέλος πάντων ερχόταν από τη χαραμάδα της πόρτας μου. Για τρία χρόνια το κουτί έμεινε ανέπαφο, δημιουργώντας ένα φοβερό timeline της ζωής μου εδώ.
Όταν έβγαλα τη στοίβα από το κουτί και τη γύρισα ανάποδα, βρισκόμουν στο Σεπτέμβρη του 2006. Είχα μόλις έρθει στην Αγγλία, τα γράμματα από το Πανεπιστήμιο με καλωσόριζαν στην εστία και μου εξηγούσαν μέ κάθε λεπτομέρεια πως λειτουργούν τα πάντα. Πολύχρωμες κάρτες από συγγενείς και φίλους από την Ελλάδα μου εύχονταν καλό ξεκίνημα στη νέα μου ζωή, με συμβούλευαν να ντύνομαι καλά και να μην τους ξεχνάω. Γράμματα από την καινούρια τράπεζα, η πρώτη μου κάρτα - κλειδί μιας ουτοπικής αυτονομίας και οι πρώτοι λογαριασμοί φουσκωμένοι από παπλώματα και μαξιλάρια του ΙΚΕΑ μιλούσαν για ένα ξεκίνημα. Ένα πολύ αισιόδοξο ξεκίνημα ενός παιδιού, τότε, που δεν φανταζόταν πως η ζωή του θα άλλαζε τόσο μέσα στους επόμενους μήνες. Παρόλο που εκείνη τη στιγμή είχα ένα βουνό από χαρτιά να τακτοποιήσω, άνοιξα και διάβασα το πρώτο γράμμα από τη μητέρα μου. Στα μισά, κι ενώ μόλις είχα περάσει το βλέμμα μου πάνω από ονόματα που δεν υπάρχουν πια και καταστάσεις που δεν υφίστανται, σκέφτηκα πως διαβάζω τα γράμματα μιας άλλης ζωής, τελείως διαφορετικής από τη σημερινή μου.
Όταν τελείωσα το ξεκαθάρισμα της αλληλογραφίας δεν ήξερα σε ποιο χρόνο βρισκόμουν. Όταν αργότερα συνήλθα, σκέφτηκα πως το timing της Αγγλίας ήταν τελείως ειρωνικό. Πως τα μαθήματα του πτυχίου μου συνέπεσαν με το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής μου. Τα εντατικά ξεκίνησαν τον πρώτο κι όλα μήνα: Ό,τι αισιόδοξο γράφτηκε στα γράμματα του Σεπτεμβρίου, ακυρώθηκε σε αυτά του Οκτώβρη και ο υπόλοιπος χρόνος κύλησε εξίσου δύσκολα. Τον δεύτερο, είχα το "aftermath", τον απολογισμό του πρώτου και ό,τι αυτός επέφερε. Και τέλος, τον τρίτο, όσο πιο κοντά πλησίαζα στο τέλος, τόσο πιο "σοφός" αισθανόμουν. Τόσο πιο πολύ απομακρυνόμουν από τις δυσκολίες και τόσο περισσότερο ανακάλυπτα και εκτιμούσα τις μη-προφανείς μεν, θετικές δε, αλλαγές που αυτές προκάλεσαν. Τώρα πλέον, βρισκόμενος στο τέλος, καταλαβαίνω πως είμαι ένα άλλος άνθρωπος. Διαφορετικός από αυτόν που την 7η Σεπτεμβρίου 2006, έγραφε στο blog του πως άνοιγε τα φτερά του και πετούσε προς το μεγαλύτερό του όνειρο, ακόμα κι αν η στιγμή αυτή μου φαίνεται σαν χθες.
Η Αγγλία λοιπόν μου έδωσε ένα πτυχίο στη διαφήμιση κι άλλο ένα στον τρόπο σκέψης, στην ωριμότητα, τη δύναμη και την ισορροπία. Τώρα πια ξέρω πως αν όλα είχαν πάει όπως τα είχα ονειρευτεί, θα είχα περάσει σαφώς καλύτερα τα τρία αυτά χρόνια και πως θα ήμουν ευτυχισμένος. Όπως ακριβώς και τώρα. Παρόλα αυτά, στην πρώτη περίπτωση, η λέξη ευτυχία δεν θα είχε περάσει καν απ' το μυαλό.
Πάνω: μέρες / ώρες / λεπτά / δευτερόλεπτα για το τέλος του ακαδημαϊκού έτους που θα σημάνει την στέψη μου ως διεφθαρμένο, σιχαμερό διαφημιτζή και φυσικά την εθελουσία αποχώρησή μου από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Κάτω: Βασανιστικές μέρες / ώρες / λεπτά / δευτερόλεπτα του καλοκαιριού του 2006. Στη δουλειά, μετρώντας αντίστροφα μέρες για την 6η Σεπτεμβρίου, την ημέρα που θα ξεκινούσα το πιο συναρπαστικό ταξίδι της ζωής μου.
Δεν είναι ακόμα ώρα για απολογισμούς. Υπομονή, σε 71 μέρες, 10 ώρες, 10 λεπτά και 10 δευτερόλεπτα, θα τα πούμε όλα.
Την πρώτη φορά που πήγα στο Παρίσι, το Σεπτέμβριο του 2006, θυμάμαι ότι είχα παραλύσει από αυτό που έβλεπα μπροστά μου... Ήταν τόσο όμορφο, τόσο εξωπραγματικό και ταυτόχρονα τόσο πρωτόγνωρο που σχεδόν δεν άντεχα να το βλέπω. Πριν μερικές μέρες που επέστρεψα στην ίδια πόλη, ήξερα ακριβώς τι θα δω. Παρόλα αυτά, το συναίσθημα ήταν και πάλι το ίδιο: Ομορφιά στον υπερθετικό βαθμό, σε σημείο που νομίζεις πως θα σκάσεις. Πανέμορφοι άνθρωποι, πανέμορφα σπίτια, πανέμορφοι δρόμοι, πανέμορφες γειτονιές, πανέμορφα μαγαζιά. Και αυτά είναι μόνο τα ερεθίσματα της όρασης. Φανταστείτε την όσφρηση, την ακοή και κυρίως τη γεύση. Στο Παρίσι υπάρχει τόση ομορφιά που, μερικές φορές, πραγματικά, πρέπει να κοντοσταθείς και να πάρεις μερικές ανάσες για να την αντέξεις.
Αυτό που μου είχε κακοφανεί στην πρώτη μου επίσκεψη ήταν οι ίδιοι οι Παριζιάνοι για τους οποίους είχα γράψει:
"Οι Γάλλοι: Τους Γάλλους τους σιχάθηκα αμέσως. Είναι πιο ξινοί κι από τους Άγγλους. Αγενείς, φωνακλάδες και άξεστοι. Οι Έλληνες είμεθα λόρδοι μπροστά τους. Έχουν τεράστια ιδέα για το έθνος τους και για να μιλήσουν αγγλικά θα πρέπει όχι μόνο να τους πεις “Parlez-vous Anglais?” (εκεί η απάντηση είναι ένα τρανό “NON” με τη μεγαλύτερη ξινίλα που έχετε δει σε ανθρώπινη μούρη) αλλά να σε δουν χωμένο σε ένα γαλλικό λεξικό, έτοιμο να βρίσεις ή να κλάψεις. Στραβοκοιτούν όποιον μιλάει αγγλικά στο δρόμο και νομίζουν πως δεν τους καταλαβαίνεις όταν σε βρίζουν στη γλώσσα τους. Οι Γαλλίδες πάντως είναι ωραίες γκόμενες, και γενικότερα περπατώντας στο Παρίσι καταλαβαίνεις γιατί αυτός ο λαός βγαίνει «ο γαμιάς της ευρωγειτονιάς» στις στατιστικές. Το flirt στο μετρό πάει σύννεφο. Αν εξαιρέσουμε αυτό, το Παρίσι κατοικείται από λάθος ανθρώπους."
Η διατύπωσή μου αν και υπερβολική (έχω την εντύπωση πως τώρα πια μου έχει φύγει όλος αυτός ο μετ-εφηβικός τσαμπουκάς με τον οποίο έγραφα τότε) είχε μια μεγάλη δόση αλήθειας: Οι Παριζιάνοι είναι όντως κάπως στρυφνοί, αγενείς και έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Παρόλα αυτά, αυτή τη φορά, έχοντας μεγαλώσει λίγο και έχοντας ανακαλύψει και συναναστραφεί με πολλές διαφορετικές κουλτούρες τα τρία τελευταία χρόνια, κατάλαβα πως δικαίως οι Παριζιάνοι (και όχι οι Γάλλοι) διακατέχονται από αυτή την "ρομαντική" υπεροψία. Γιατί, όντως, η πόλη τους είναι κάτι. Κάτι πολύ όμορφο, κάτι μοναδικό στον κόσμο, κάτι που είναι κλασσικό και πολύ μπροστά την ίδια στιγμή. Ομολογώ πως αν κι εγώ ήμουν τόσο όμορφος, μιλούσα μια τόσο ωραία γλώσσα, ήμουν μέρος μιας τόσο σημαντικής και ταυτόχρονα γοητευτικής κουλτούρας, αν έμενα σε μια πόλη που προκαλούσε σε ένα επισκέπτη τόσο τρομερά συναισθήματα (βλ. IBT), αν οι συμπολίτες μου ήταν πασίγνωστα πρόσωπα των γραμμάτων, της τέχνης, της πολιτικής, δεν θα είχα λόγο να είμαι προσγειωμένος και δε θα έδινα δεκάρα αν θα φανώ ευχάριστος σε κανένα τουρίστα ή ξένο. Η αλαζονεία των Παριζιάνων λοιπόν, θα ήταν μεμπτή αν ήταν αδικαιολόγητη. Τώρα είναι απλώς παριζιάνικη. Είναι μέρος της κουλτούρας η οποία και την ενεργοποιεί.
Δεν είναι όμως μόνο το Παρίσι που πάει μπροστά τους Παριζιάνους. Και οι ίδιοι οι Παριζιάνοι πάνε μπροστά το Παρίσι. To velib' (vélo libre) για το οποίο ίσως έχετε ξαναδιαβάσει, είναι το σύστημα ενοικίασης 'δημοσίων' ποδηλάτων στο Παρίσι. Σε κάθε γωνία, σε κάθε δρόμο του Παρισιού υπάρχουν stands από τα οποία μπορείς να πάρεις ένα πολύ έξυπνα σχεδιασμένο ποδήλατο, να τρέξεις μέχρι την άλλη γωνία, μέχρι το σπίτι των φίλων σου, τη δουλειά σου, τα μαγαζιά, και να το αφήσεις όπου βρεις παρόμοιο stand. 24 ώρες το 24ωρο, χωρίς πολλές διαδικασίες, χωρίς να ρωτήσεις κανέναν. Το σύστημα αυτό λειτουργεί πάνω από ένα χρόνο και οι Παριζιάνοι δεν το σνομπάρουν καθόλου. Αυτό που μου φάνηκε τρομερό ήταν ότι τα ποδήλατα είναι σε άψογη κατάσταση, καλύτερη από ότι θα ήταν το δικό μου (αν είχα). Και αυτό το δείγμα σεβασμού προς την πόλη με έκανε να ζηλέψω πολύ. Όπως ακριβώς η ομορφιά του Παρισιού δε χωράει στο μυαλό ενός Αθηναίου, έτσι ακριβώς και το velib' δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από εμένα. Kοίταζα τα ποδήλατα και σκεφτόμουν ότι αν κάποιος δήμαρχος τολμούσε να κάνει τέτοιο πράγμα στην Αθήνα, θα γινόταν το εξής:
1.Τα stands θα ήταν κάθε 15km και γενικώς δε θα γινόταν καμιά φοβερή μελέτη πάνω στο θέμα.
2. Σε κάθε stand θα διοριζόταν ένας καθόλου εξυπηρετικός, φτωχά εκπαιδευμένος δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος θα ήταν από τις 8 μέχρι τις 3 για να σου επιτρέπει να πάρεις / παραδώσεις ποδήλατο.
3. Για την ενοικίαση θα έπρεπε να κάνεις μια δήλωση του Ν.105, να προσκομίσεις εκκαθαριστικό της εφορίας, εκλογικό βιβλιάριο, βεβαίωση σπουδών, πιστοποιητικό γεννήσεως, οικογενειακής κατάστασης, παράβολο 300 ευρώ - εγγύηση για το ποδήλατο κλπ.
4. Οι αναρχικοί θα τα έκαιγαν/έσπαγαν το πρώτο βράδυ γιατί έτσι θα γούσταραν και στην τελική θα τα είχαν πληρώσει οι ίδιοι.
5. Οι ηλίθιοι θα τα έκλεβαν για να τα πουλήσουν επειδή δεν θα κατανοούσαν ότι τα έχουν πληρώσει οι ίδιοι.
6. Το σύστημα θα είχε ναυαγήσει σε λιγότερο από ένα χρόνο.
(Στο Λονδίνο τα πράγματα ίσως να ήταν κάπως καλύτερα αλλά και πάλι δε θα μπορούσες να καβαλήσεις τα ποδήλατα γιατί θα ήταν τόσο κατουρημένα που θα πέθαινες κατευθείαν από τέτανο.)
Το velib' είναι ένα δείγμα του ότι οι Παριζιάνοι δεν ζουν απλώς στο Παρίσι, ζουν για το Παρίσι. Και ενώ μπορεί να είναι δύστροποι και αγενείς, έχουν έντονη κοινωνική συνείδηση και σεβασμό για αυτό που τους κάνει Παριζιάνους. Έτσι όχι μόνο ξεχνάς όλα τα ελατώματά τους αλλά τους βγάζεις και το καπέλο και σε αυτούς και στην πόλη τους και τους ζηλεύεις και λίγο, κρυφά.
Και μετά από όλα αυτά, επιστρέφεις στο Λονδίνο όπου μπορεί η British Airways να σου ζητάει συγνώμη και σου δίνει αποζημίωση ίση με την αξία του εισιτηρίου σου επειδή καθυστέρησε λίγες ώρες τις βαλίτσες σου (τις οποίες έστειλε άμεσα στο ξενοδοχείο) αλλά βλέπεις τόση ασχήμια και μιζέρια γύρω σου που εύχεσαι να είχες πετάξει με Air France για να είχες ζήσει λίγο Παρίσι ακόμα.
Αυτό που μου είχε κακοφανεί στην πρώτη μου επίσκεψη ήταν οι ίδιοι οι Παριζιάνοι για τους οποίους είχα γράψει:
"Οι Γάλλοι: Τους Γάλλους τους σιχάθηκα αμέσως. Είναι πιο ξινοί κι από τους Άγγλους. Αγενείς, φωνακλάδες και άξεστοι. Οι Έλληνες είμεθα λόρδοι μπροστά τους. Έχουν τεράστια ιδέα για το έθνος τους και για να μιλήσουν αγγλικά θα πρέπει όχι μόνο να τους πεις “Parlez-vous Anglais?” (εκεί η απάντηση είναι ένα τρανό “NON” με τη μεγαλύτερη ξινίλα που έχετε δει σε ανθρώπινη μούρη) αλλά να σε δουν χωμένο σε ένα γαλλικό λεξικό, έτοιμο να βρίσεις ή να κλάψεις. Στραβοκοιτούν όποιον μιλάει αγγλικά στο δρόμο και νομίζουν πως δεν τους καταλαβαίνεις όταν σε βρίζουν στη γλώσσα τους. Οι Γαλλίδες πάντως είναι ωραίες γκόμενες, και γενικότερα περπατώντας στο Παρίσι καταλαβαίνεις γιατί αυτός ο λαός βγαίνει «ο γαμιάς της ευρωγειτονιάς» στις στατιστικές. Το flirt στο μετρό πάει σύννεφο. Αν εξαιρέσουμε αυτό, το Παρίσι κατοικείται από λάθος ανθρώπους."
Η διατύπωσή μου αν και υπερβολική (έχω την εντύπωση πως τώρα πια μου έχει φύγει όλος αυτός ο μετ-εφηβικός τσαμπουκάς με τον οποίο έγραφα τότε) είχε μια μεγάλη δόση αλήθειας: Οι Παριζιάνοι είναι όντως κάπως στρυφνοί, αγενείς και έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Παρόλα αυτά, αυτή τη φορά, έχοντας μεγαλώσει λίγο και έχοντας ανακαλύψει και συναναστραφεί με πολλές διαφορετικές κουλτούρες τα τρία τελευταία χρόνια, κατάλαβα πως δικαίως οι Παριζιάνοι (και όχι οι Γάλλοι) διακατέχονται από αυτή την "ρομαντική" υπεροψία. Γιατί, όντως, η πόλη τους είναι κάτι. Κάτι πολύ όμορφο, κάτι μοναδικό στον κόσμο, κάτι που είναι κλασσικό και πολύ μπροστά την ίδια στιγμή. Ομολογώ πως αν κι εγώ ήμουν τόσο όμορφος, μιλούσα μια τόσο ωραία γλώσσα, ήμουν μέρος μιας τόσο σημαντικής και ταυτόχρονα γοητευτικής κουλτούρας, αν έμενα σε μια πόλη που προκαλούσε σε ένα επισκέπτη τόσο τρομερά συναισθήματα (βλ. IBT), αν οι συμπολίτες μου ήταν πασίγνωστα πρόσωπα των γραμμάτων, της τέχνης, της πολιτικής, δεν θα είχα λόγο να είμαι προσγειωμένος και δε θα έδινα δεκάρα αν θα φανώ ευχάριστος σε κανένα τουρίστα ή ξένο. Η αλαζονεία των Παριζιάνων λοιπόν, θα ήταν μεμπτή αν ήταν αδικαιολόγητη. Τώρα είναι απλώς παριζιάνικη. Είναι μέρος της κουλτούρας η οποία και την ενεργοποιεί.
Δεν είναι όμως μόνο το Παρίσι που πάει μπροστά τους Παριζιάνους. Και οι ίδιοι οι Παριζιάνοι πάνε μπροστά το Παρίσι. To velib' (vélo libre) για το οποίο ίσως έχετε ξαναδιαβάσει, είναι το σύστημα ενοικίασης 'δημοσίων' ποδηλάτων στο Παρίσι. Σε κάθε γωνία, σε κάθε δρόμο του Παρισιού υπάρχουν stands από τα οποία μπορείς να πάρεις ένα πολύ έξυπνα σχεδιασμένο ποδήλατο, να τρέξεις μέχρι την άλλη γωνία, μέχρι το σπίτι των φίλων σου, τη δουλειά σου, τα μαγαζιά, και να το αφήσεις όπου βρεις παρόμοιο stand. 24 ώρες το 24ωρο, χωρίς πολλές διαδικασίες, χωρίς να ρωτήσεις κανέναν. Το σύστημα αυτό λειτουργεί πάνω από ένα χρόνο και οι Παριζιάνοι δεν το σνομπάρουν καθόλου. Αυτό που μου φάνηκε τρομερό ήταν ότι τα ποδήλατα είναι σε άψογη κατάσταση, καλύτερη από ότι θα ήταν το δικό μου (αν είχα). Και αυτό το δείγμα σεβασμού προς την πόλη με έκανε να ζηλέψω πολύ. Όπως ακριβώς η ομορφιά του Παρισιού δε χωράει στο μυαλό ενός Αθηναίου, έτσι ακριβώς και το velib' δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από εμένα. Kοίταζα τα ποδήλατα και σκεφτόμουν ότι αν κάποιος δήμαρχος τολμούσε να κάνει τέτοιο πράγμα στην Αθήνα, θα γινόταν το εξής:
1.Τα stands θα ήταν κάθε 15km και γενικώς δε θα γινόταν καμιά φοβερή μελέτη πάνω στο θέμα.
2. Σε κάθε stand θα διοριζόταν ένας καθόλου εξυπηρετικός, φτωχά εκπαιδευμένος δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος θα ήταν από τις 8 μέχρι τις 3 για να σου επιτρέπει να πάρεις / παραδώσεις ποδήλατο.
3. Για την ενοικίαση θα έπρεπε να κάνεις μια δήλωση του Ν.105, να προσκομίσεις εκκαθαριστικό της εφορίας, εκλογικό βιβλιάριο, βεβαίωση σπουδών, πιστοποιητικό γεννήσεως, οικογενειακής κατάστασης, παράβολο 300 ευρώ - εγγύηση για το ποδήλατο κλπ.
4. Οι αναρχικοί θα τα έκαιγαν/έσπαγαν το πρώτο βράδυ γιατί έτσι θα γούσταραν και στην τελική θα τα είχαν πληρώσει οι ίδιοι.
5. Οι ηλίθιοι θα τα έκλεβαν για να τα πουλήσουν επειδή δεν θα κατανοούσαν ότι τα έχουν πληρώσει οι ίδιοι.
6. Το σύστημα θα είχε ναυαγήσει σε λιγότερο από ένα χρόνο.
(Στο Λονδίνο τα πράγματα ίσως να ήταν κάπως καλύτερα αλλά και πάλι δε θα μπορούσες να καβαλήσεις τα ποδήλατα γιατί θα ήταν τόσο κατουρημένα που θα πέθαινες κατευθείαν από τέτανο.)
Το velib' είναι ένα δείγμα του ότι οι Παριζιάνοι δεν ζουν απλώς στο Παρίσι, ζουν για το Παρίσι. Και ενώ μπορεί να είναι δύστροποι και αγενείς, έχουν έντονη κοινωνική συνείδηση και σεβασμό για αυτό που τους κάνει Παριζιάνους. Έτσι όχι μόνο ξεχνάς όλα τα ελατώματά τους αλλά τους βγάζεις και το καπέλο και σε αυτούς και στην πόλη τους και τους ζηλεύεις και λίγο, κρυφά.
Και μετά από όλα αυτά, επιστρέφεις στο Λονδίνο όπου μπορεί η British Airways να σου ζητάει συγνώμη και σου δίνει αποζημίωση ίση με την αξία του εισιτηρίου σου επειδή καθυστέρησε λίγες ώρες τις βαλίτσες σου (τις οποίες έστειλε άμεσα στο ξενοδοχείο) αλλά βλέπεις τόση ασχήμια και μιζέρια γύρω σου που εύχεσαι να είχες πετάξει με Air France για να είχες ζήσει λίγο Παρίσι ακόμα.
Δύο μήνες συνεχούς δουλειάς. ✓
Εξαντλητικό τελευταίο 24ωρο μπροστά στον υπολογιστή (χωρίς διαλείμματα και ύπνο). ✔
Παρουσίαση χωρίς σημειώσεις και πρόβες μπροστά στα μαύρα κοστούμια του UCA και της μεγαλύτερης εταιρίας εκπαιδευτικού software στη χώρα. ✔
Δεν κατάλαβα πως τα άντεξα όλα αυτά. ✔Εξαντλητικό τελευταίο 24ωρο μπροστά στον υπολογιστή (χωρίς διαλείμματα και ύπνο). ✔
Παρουσίαση χωρίς σημειώσεις και πρόβες μπροστά στα μαύρα κοστούμια του UCA και της μεγαλύτερης εταιρίας εκπαιδευτικού software στη χώρα. ✔
Δεν ξέρω καν τι ώρα και τι μέρα είναι. ✔
Τώρα ζω σε ένα στάβλο. ✔
Έχω ένα blog παρατημένο. ✔
Έχω να κάνω μπουγάδες, μαγειρέματα, ξεσκονίσματα. ✔
Έχω να γράψω Πτυχιακή για τις 16/01/09 ✔
Έχω D&AD Awards 2009, επίσης για τις 16/01 ✔
Πρέπει να κάνω Χριστουγεννιάτικες διακοπές στην Αθήνα. ✔
Δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα ακολουθήσει στο επόμενο (και τελευταίο) semester. ✓