Έχε γεια γλυκιά αστική ζωή!

4 Comments Published by the ibt on Wednesday, September 28, 2005 at 3:51 AM.

.
Είναι το τελευταίο μου βράδυ στην Αθήνα. Δεν το γλεντάω. Δε θέλω.

Από αύριο και για τουλάχιστον ένα μήνα θα βρίσκομαι στο Ηράκλειο Κρήτης. Νιώθω σαν να πήγαινα φαντάρος, ίσως και χειρότερα. Δε θέλω.

Και πρέπει να με δουν τελείως δυστυχισμένο για να σιγουρευτούν ότι ΔΕ ΘΕΛΩ.

Στην Κρήτη δε θα μπορώ να έχω πρόσβαση στο internet, τουλάχιστον από το σπίτι. Αυτό σημαίνει πως δε θα ξαναπρασινίσω στα MSN σας. Θα προσπαθώ όμως, με κάθε τρόπο, να ενημερώνω το iBlog με τα νεότερα της… (με το ζόρι) φοιτητικής ζωής. Το θέλω! Αν θέλετε κι εσείς, μπορείτε να στέλνετε τη συμπαράστασή σας, αγωνιστικούς χαιρετισμούς, prozac, σπιτικά φαγητά και κάθε είδους υποστήριξη με email ή με τα σχόλια σας, παρακάτω...

Ιδού η Ρόδος.

4 Comments Published by the ibt on Monday, September 19, 2005 at 10:49 PM.

Το καράβι μου φεύγει σήμερα, Τετάρτη, στις 19:30. Δεν το πιστεύω πως ξαναπηγαίνω Ρόδο. Η Νικόλ, η Μαρία, το Πάθος… Όλοι θα είμαστε εκεί για να συνεχιστεί επιτέλους η ιστορία.


Ημερολόγιο καταστρώματος.

Η καλύτερη θέση που βρήκα είναι μια πολυθρόνα, ευτυχώς στο σαλόνι των μη καπνιζόντων. Απέναντι μου ένας καναπές που πρόθυμα θα μπορούσε να φιλοξενήσει τα πόδια μου και πιο πίσω ένα τζάμι το οποίο με χωρίζει από το εστιατόριο. Εκ δεξιών, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων το οποίο ήδη έχει παρατάξει μεγαλοπρεπώς κνήμη και περόνη. Πιο πέρα, ένας παππούς, μια γιαγιά και το εγγόνι τους το οποίο έχει λυσσάξει να πηδάει από καναπέ σε καναπέ κάνοντας τακτικά διαλείμματα για ανασκαφές στην τεράστια σακούλα τίγκα στο πακοτινοφουντουνογαριδάκι. Εύχομαι να κολλήσει αργότερα στη μούρη του όλα τα τατουάζ που βρίσκει στις συσκευασίες. Αριστερά, μια οικογένεια από την κεντρική Ελλάδα της οποίας η κόρη σπουδάζει στη Ρόδο. Μόλις ήρθε και μια φίλη της κρατώντας περήφανα στα χέρια ένα τάβλι. Ο αδελφός της πανηγυρίζει. Ο πατέρας στέκει αμίλητος ενώ η μητέρα κεντάει. Δεν είναι μεγάλη σε ηλικία αλλά έχει ένα στόμα – θησαυρό και φροντίζει κάθε τόσο να μας προσφέρει λαμπερά μαργαριτάρια: «Η Σύρο, η Πάτμο, η Λέρο και η Κω είναι οι ενδιάμεσοι σταθμοί μας. Η Ρόδο ο προορισμός μας.»

Χαζεύω τη τζαμαρία απέναντι μου. Ανάμεσα στις αμμοβολημένες λωρίδες περνούν τηγανιτές πατάτες, μπιφτέκια, αχνιστές μακαρονάδες. Σε λίγο θα παραδώσω τα όπλα και θα πάω να τσιμπήσω κάτι. Αυτό που με απασχολεί αυτή τη στιγμή είναι με πόσο θράσος θα πιάσω μόνος μου ένα τραπέζι έξι-οκτώ ατόμων.

Έφαγα του σκασμού! Το μούλικο έχει ψοφήσει και δε χρειάζεται να έχω στο τέρμα το iPod για να καλύπτει τις φωνές του. Λατρεμένο iPod, εδώ και τρεις ώρες δε σε έχω βγάλει από τα αυτιά μου και νομίζω πως σε λίγο θα έχω πονοκέφαλο. Κοιτάζω γύρω μου. Κι άλλοι έχουν ξεραθεί από τώρα. Μα τι παθαίνει ο κόσμος; Μην τύχει να μπει σε καράβι, θα πρέπει να φάει και να κοιμηθεί σα βόδι! Έχουν πιαστεί και τα πόδια μου… Πολύ θα θελα να τα απλώσω επί του καναπέος αλλά ντρέπομαι να βγάλω τα παπούτσια μου. Θα κρατήσω χαρακτήρα. Δεν πρόκειται να κάνω αυτά που κοροϊδεύω.

Βαρέθηκα τη μουσική κι έβγαλα τα ακουστικά. Κοιτάω το ταβάνι κι ακούω τη συζήτηση μιας παρέας που κάθεται πίσω μου. Είναι τρεις κοπέλες. Οι δύο ασκούμενες δικηγόροι, η άλλη δεν έχω καταλάβει. Οι δύο πάνε Πάτμο και η τρίτη Ρόδο. Γνωρίστηκαν στο καράβι. Πότε πότε γελάω με τα αστεία τους προσέχοντας να μη με δουν. Υπάρχουν φορές που θέλω να πεταχτώ και να πω κάτι. Μόνο και μόνο για να πω κάτι. Έχω να ανοίξω το στόμα μου ώρες. Από τότε που αγόρασα ένα μπουκάλι νερό που τώρα έχει γίνει κάτουρο. Άλλο είναι ρεκόρ για μένα.

Μόλις φύγαμε από τη Σύρο. Καθώς πλησίαζε το καράβι στραβολαίμιασα για να βλέπω. Πιάστηκα αλλά δεν το έβαζα κάτω. Ενθουσιάστηκα με την Ερμούπολη. «Οι επιβάτες με προορισμό τη Σύρο παρακαλούνται να ετοιμαστούν για αποβίβαση» έκραξε η Μάγκυ από τα ηχεία. Μήπως να κατέβαινα εδώ, σκέφτηκα παρορμητικά. «Πόσες μέρες αντέχω στη Σύρο χωρίς στέγη, με 250 ευρώ στην τσέπη μου;» ρώτησα τη Χ με μήνυμα μου. «ΚΑΙ χωρίς καθρέφτη;» απάντησε. Δεν το αφήνω για του χρόνου;…

Στο κατάστρωμα, το κρύο με ξυρίζει. Όλοι φορούν μπουφάν και νιώθω σαν τον άστεγο, ενώ ο αέρας φροντίζει να χαλάει το επιμελώς ανεμοδαρμένο χτένισμά μου. Μπροστά μου η κουπαστή και αμέσως μετά τίποτα. Ούτε θάλασσα, ούτε γη, ούτε ουρανός. Μόνο ένα πεντακάθαρο, σχεδόν εξωπραγματικό μαύρο. Νιώθω πως γυρίζουμε τον Τιτανικό. Μισό να ρίξω κανα χαμόγελο στις κάμερες.

Στεριά! Αυτή πρέπει να είναι η Πάτμος. Η θάλασσα είναι τώρα τόσο ήρεμη και αντανακλά τέλεια το φεγγαρόφωτο. Το νησί, ακόμα πιο ήρεμο, παρασύρει τους λιγοστούς θεατές του στη σιωπή. Οk, το βουλώνω κι εγώ.

Κοντεύουμε να φτάσουμε στη Λέρο κι ακόμη δεν έχω κλείσει μάτι. Περιφέρομαι ανάμεσα σε κουβέρτες και sleeping bags. Παντού πτώματα, ντρέπεσαι να πατήσεις. Έκανα κι εγώ τις προσπάθειες μου αλλά δεν τα κατάφερα. Το φως ήταν τόσο δυνατό και η πολυθρόνα τόσο στενή που γύριζα σαν κοκορέτσι προσπαθώντας να βρω μια «κοιμήσιμη» στάση. Έβαλα και το cool στα μούτρα μου μπας και βρω λίγη σκιά αλλά αμέσως με έφαγε η «κουλίλα».

Α στο διάολο! Δεν αντέχω άλλο. Η σακούλα του ματιού έχει ακουμπήσει πάτωμα και ζηλεύω κάθε γύφτο που ροχαλίζει στα πατώματα. Πήρα μετάθεση, παράνομη βέβαια, στα αριθμημένα air seats και δοκιμάζω νέες στάσεις γιόγκα. Πάνω τα πόδια, χαμηλά το κεφάλι σκεπασμένο με την τσάντα μου. Η πλάκα είναι ότι κουβάλησα μαζί και τη μάσκα του ύπνου αλλά την άφησα στο γκαράζ. Τουλάχιστον έχω οθόνη και βλέπω τις νέες κυκλοφορίες της telemarketing. Το νέο ΤΖΙΜ ΠΑΝΘΕΡ ΦΟΡ ζυγίζει ελάχιστα, πλένεται εύκολα στο πλυντήριο πιάτων ενώ διπλώνει εύκολα για να πιάνει ελάχιστο χώρο!

Μόλις ξύπνησα! Κατάφερα να κοιμηθώ δύο ώρες. Ξημέρωσε! Από τα παράθυρα βλέπω το λιμάνι της Κω ενώ από τις οθόνες το πρωινό του Mega. Κοίταξα το κινητό μου πριν από λίγο: 48 αναφορές παράδοσης και 4 μηνύματα! Τα δύο μου ευχόντουσαν «Καλή διαμονή στην Τουρκία» καλωσορίζοντάς με στο τουρκικό δίκτυο κινητής τηλεφωνίας. Τσοκ γκιουζέλ!

«ΥΠΑΡΧΕΙΣ?? ΜΟΛΙΣ ΓΥΡΙΣΑ ΣΠΙΤΙ, ΚΛΑΡΑ ΚΑΙ ΣΚΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΦΑΪ, ΑΓΚΑΛΙΑ ΜΕ ΤΗ ΓΑΤΑ (ΑΣ ΜΗΝ ΑΝΑΛΥΣΩ ΤΩΡΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΓΚΟΜΕΝΟΥ, ΠΟΝΑΕΙ) ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝ ΜΙΑ ΩΡΑ ΔΥΣΚΟΛΗ, ΟΤΑΝ ΔΕΙΣ ΤΟ ΣΜΑΡΑΓΔΕΝΙΟ ΝΗΣΙ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ, ΚΑΝΕ ΕΝΑ CALL, E?? ΝΑ ΡΘΩ ΜΕ ΧΑΛΙΑ, ΚΡΟΤΙΔΕΣ, ΤΗ ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ, ΤΕΤΟΙΑ.» (Αποστολέας: Νικόλ)

Σιχάθηκα να ακούω για την τιμή του πετρελαίου και βγήκα έξω. Το «σμαραγδένιο» νησί άρχισε να φαίνεται κι έτσι ειδοποίησα τη Νικόλ η οποία επικαλούμενη το hangover δήλωσε αδυναμία προσέλευσης. Θα πάω με ταξί. Ελπίζω στο σπίτι να με υποδεχτεί δεόντως. Κι όσο πλησιάζουμε τόσο οι μνήμες ζωντανεύουν. Η Ιαλυσός, το Ενυδρείο, τα ελάφια, ο Κολοσσός… Όλα είναι στη θέση τους. Ε καλά, εκτός του Κολοσσού. Μικρή λεπτομέρεια που δεν προσέχεις.


Resuming Rhodes: Day 1 (Πέμπτη)

Πατάω Ρόδο! Μα τι ζώο που είμαι! Με τσίμπησε ταξιτζής και με έβαλε στο μπροστινό κάθισμα ελπίζοντας ότι θα στριμώξει μια οικογένεια πίσω και θα με πάει στον προορισμό μου μέσω Λίνδου. Πράγματι, η οικογένεια βρέθηκε αλλά ευτυχώς η διαδρομή δεν θα είναι τόσο μεγάλη. Άλλωστε τα ταξί της Ρόδου είναι πρωτοποριακά: Δε χρησιμοποιούν ταξίμετρο. Το ρόλο του μηχανήματος αναλαμβάνει ο οδηγός και η ικανότητα του να κόβει πόσο γηγενής ή τουρίστας είσαι.

Nτριν – Ντριν!
Νικόλ: Που είσαι;
Εγώ: Κάτω απ’ το σπίτι σου.
Νικόλ: Μείνε εκεί που είσαι.

Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, δεν ήξερα τι θα συναντούσα πάνω. Περίμενα γύρω στα πέντε λεπτά μέχρι που η Νικόλ φάνηκε στη σκάλα ξυπόλυτη, με ένα σατέν νυχτικό, ένα διαφανές μαντήλι από πάνω και καπέλο cowboy στο κεφάλι! Δε θα μπορούσα να λάβω καλύτερης υποδοχής!

Μπράβο, καλωσήρθατε!

Ανεβήκαμε πάνω. Το σπίτι ήταν ακριβώς όπως το θυμόμουν. (Εκτός από το δωμάτιο της Νικόλ το οποίο δε θυμόμουν καθόλου!) Άφησα τα πράγματα μου, έβγαλα τα δώρα της Νικόλ η οποία ενθουσιασμένη τα στόλισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τα γέλια μας, (το γέλιο μου δηλαδή, γιατί η Νικόλ γελάει αθόρυβα) ξύπνησαν την Κάλλια η οποία μπήκε σερνόμενη στο δωμάτιο. «Ποιος μαλάκας φωνάζει και με ξύπνησε;» Αυτό ήταν. Ο έρωτάς μας ήταν κεραυνοβόλος!

Η Κάλλια είναι μια από τις κολλητές της Μαρίας (της αδελφής της Νικόλ.) Φέρει την ίδια σχιζοφρένεια με τα υπόλοιπα μέλη της παρέας κι έτσι η ταύτιση ήταν αναπόφευκτη. Έρχεται κάθε καλοκαίρι στη Ρόδο, μόνο που φέτος κάθισε περισσότερο στα πλαίσια του προγράμματος «Ξεπέρασε το γκόμενό σου στο Νησί των Ιπποτών»

Με λύπη μου έμαθα ότι το Πάθος (το τρίτο μέλος της προαναφερθείσας παρέας) φεύγει σήμερα από το νησί. Με το Πάθος, είχαμε ζήσει αξέχαστε στιγμές το καλοκαίρι του 2003 και κρατάμε στοιχειώδη επαφή. Η φλόγα όμως μέσα μου δε λέει να σβήσει.

Υπήρχε όμως μια λεπτομέρεια που δε θυμόμουν από το 2003 μ.Χ. Στο σπίτι μένει και κάποιος άλλος που δε γνώριζα: Η Carmina Burana, η γάτα η οποία στη συνέχεια θα αναφέρεται ως Carmina για λόγους συντομίας και αηδίας. Το συμπαθέστατο (για τους άλλους) αυτό τετράποδο, ζυγίζει όσο μια παχύσαρκη φάλαινα και περιφέρεται με χάρη στα δωμάτια σκορπίζοντας με στυλ το τρίχωμά της σε σεντόνια, ρούχα και έπιπλα. Είπα να το παίξω καλός και να την προσεγγίσω. Την ώρα όμως που προσπαθούσα να της μεταδώσω την επιτηδευμένη αγάπη μου με ένα χάδι η Carmina αποπειράθηκε να με δαγκώσει και προέταξε το νύχι της.

H Carmina μαζί με την Kelly 90210

Αποφασίσαμε να έρθουμε για μπάνιο στην Καλλιθέα, από όπου σας μεταδίδω τώρα. Εδώ γυρίστηκαν σκηνές για την ταινία «Το Δόλωμα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και όπως ήταν φυσικό, η Νικόλ απέτισε φόρο τιμής στη μεγάλη ελληνίδα σταρ τρέχοντας βουγιουκλακικά με τα mule πάνω στο βότσαλο. Η Κάλλια και η Νικόλ ψήνονται κάτω από το μεσημεριανό ήλιο ενώ εγώ προστατεύω το κατάλευκο χρώμα μου κάτω από την ομπρέλα και με αντηλιακό SPF 60. Στην παρέα τώρα έχει προστεθεί και ο Γιώργος, φίλος της Νικόλ και μέλλων πλαστικός χειρουργός. Μπαίνουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα στη θάλασσα. Τα κορίτσια αχνίζουν με το που έρχονται σε επαφή με το νερό ενώ εγώ το δαγκώνω από το κρύο.

Η Νικόλ στην προσπάθειά της να καεί.

Σέρνομαι στο δωμάτιο της Νικόλ. Ακούμε στο τέρμα (για 14η φορά) το First Day του Timo Maas το οποίο η Νικόλ φροντίζει να κάνει repeat forever. Έχει έρθει και η Ρένα, ξαδέλφη της Νικόλ, φυσικά με τα εγκεφαλικά της κύτταρα άνωθεν του κρανίου η οποία μόλις μας έδειξε τις καταπληκτικές δυνατότητες της τσάντας της: Μπορεί να βγάλει από λίμα και οδοντικό νήμα μέχρι και κάτι πρόχειρο για να τσιμπήσεις όσο περιμένεις το λεωφορείο! Ο sport billy μπροστά της μοιάζει gay που κρατάει Hermes.

Οι συζητήσεις για τον ορισμό του τύπου της αποψινής εξόδου έχουν ολοκληρωθεί και η απόφαση είναι ότι «Θα βγούμε για ένα ποτό» επειδή εγώ έχω ήδη γείρει στου καραβιού την πλώρη. Η Ρένα κι η Νικόλ έχουν πέσει με τα μούτρα στο βάψιμο ανασκάπτοντας το τεράστιο beauty case της δεύτερης. Ελπίζω να μην αργήσουμε.


Resuming
Rhodes: Day 2 (Παρασκευή)

Αργήσαμε. Το σκίσαμε χθες και δεν έπρεπε. Φτάσαμε με ταξί στην Κολώνα κατά τις δώδεκα, διασχίσαμε την ασφυκτική Μιλτιάδου και καταλήξαμε στα Λουτρά, όχι για χαμάμ αλλά για ένα «χαλαρό» ποτό σε αντίστοιχο «χαλαρό» περιβάλλον. (Σε κάθε γωνία της Παλιάς Πόλης είχα κι ένα déjà vu.) Όταν η Ρένα μας αποχαιρέτισε, η Νικόλ είχε διάθεση για "σέικ", οπότε μεταφερθήκαμε στο διπλανό Vogue, μπαρόκ ημισκυλάδικο παρέα με δύο ημι-γνωστούς της. Αφού χορέψαμε με κέφι, σπάζοντας ρυθμικά το γόνα μας, μεταφερθήκαμε στον εξωτερικό χώρο για την επίτευξη καλύτερης επικοινωνίας. Κάθισα. Τα βλέφαρα μου βάρυναν επικίνδυνα και άρχισαν να κλείνουν. Ένα εγκεφαλικό muting βούλωσε τα αυτιά μου και τα λόγια της Νικόλ ακούγονταν πλέον από το υπερπέραν.

Ευτυχώς με λυπήθηκαν κι έτσι επιστρέψαμε σπίτι, αφού πρώτα περάσαμε από γνωστό γυράδικο. Να σημειώσω εδώ πως η Νικόλ πάσχει από ένα σπάνιο σύνδρομο. Το iChefs (I Cannot Have Enough Food Syndrome) Το στομάχι της δηλαδή έχει χάσει οποιαδήποτε επικοινωνία με τον εγκέφαλό της (όπως και με πολλά άλλα ζωτικά όργανα) με αποτέλεσμα να μη χορταίνει με τίποτα!! Πραγματικά, δεν έχω δει άνθρωπο να τρώει τόσο μεγάλες ποσότητες! Το ευτυχές είναι ότι η φύση έχει φροντίσει να καίγονται όλα εύκολα (με διάφορες δραστηριότητες) κι έτσι η Νικόλ διαθέτει σώμα μοντέλου. Η διαδικασία της παραγγελίας είναι άξια καταγραφής: Η Νικόλ πραγματοποιεί ένα διαρκές detection στο χώρο της ψησταριάς από τη στιγμή της προσέγγισης της. Οι πληροφορίες μεταφέρονται στο κέντρο όρασης του εγκεφάλου και σχεδόν ταυτόχρονα στα γειτονικά κύτταρα που ελέγχουν την όρεξη (αυτά που δε λειτουργούν δηλαδή). Ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τα στοιχεία και σε περίπτωση που υπάρχουν απορίες ή ασάφειες αποστέλλεται νέο σήμα στη γλώσσα: «Αχ καλέ, αυτό εκεί κάτω τι είναι;» , «Αυτό εδώ πέρα έχει τυρί μέσα;» Αν οι απορίες είναι πολλές, τότε αυτομάτως παρουσιάζεται κνησμός στους νευροδιαβιβαστές του σουβλατζή καθώς και οίδημα στα γεννητικά όργανα των υπολοίπων πελατών. Η διαδικασία της περισυλλογής κοψιδίων έχει μόλις αρχίσει. «Μμμ, βάλτε μου λίγο από αυτό, αχ ναι κι ένα από κείνο, και λίγη σως από την κίτρινη, αχ όχι πράσινη, γιατί μου βάλατε πράσινη; Τις πατάτες βάλτε τις κάτω από την πίττα ώστε να μην υπάρχει μεταφορά υγρασίας, μπορείτε να μου στάξετε και δύο σταγόνες από αυτό το σιρόπι για τις κρέπες επάνω;» Ο σουβλατζής με γουρλωμένα μάτια δίνει τα ρέστα και την diet coke ψιθυρίζοντας το όνομα της Θεοτόκου. Αμφότεροι σκουπίζουμε τα μέτωπά μας.

Αυτή τη στιγμή είμαστε στην παραλία του Anthony Quinn με τη Νικόλ και τη Ρένα. Ο Έρωτας (έτσι αποκαλούμεθα πλέον με την Κάλλια) δεν ακολούθησε. Καθήκοντα ταξιτζή ανέλαβε η Μαρία η οποία αν και πηγμένη, προσφέρθηκε να μας πετάξει με το αυτοκίνητό της. Στο αυτοκίνητο γίναμε μάρτυρες ενός απίστευτου καυγά μεταξύ των δύο αδελφών. Η αιτία; Θα σας γελάσω. Κάτι για μανικιούρ έλεγαν. Ευτυχώς μέχρι να φτάσουμε τα πνεύματα ηρέμησαν.

Η παραλία Anthony Quinn (σχεδόν)

Κατεβήκαμε στην παραλία η οποία λόγω της ομορφιάς της προσελκύει περισσότερο κόσμο από όσο μπορεί να αντέξει και περπατήσαμε πάνω από χιλιάδες μαυρισμένα ανθρώπινα μέλη προσέχοντας μην πατήσουμε τίποτα. Φτάσαμε στην άκρη της παραλίας όπου βρέθηκαν οι δύο μοναδικές ελεύθερες ξαπλώστρες.

Τα κορίτσια ως συνήθως συναγωνίζονται για το ποια θα πάθει μεγαλύτερου βαθμού έγκαυμα. Κάθε τόσο πάμε και για καμιά βουτιά. Ο δρόμος προς τη θάλασσα είναι στρωμένος με χαλιά. Γεγονός. Η ξύλινη ράμπα που διευκολύνει την είσοδο στη θάλασσα είναι καλυμμένη με μία μπορδοροδοκόκκινη μπουχάρα δια χειρός Αχμέτ Μπουχέ. Παρουσιάστηκε αρχικά σε μεταμεσονύκτιο show δημοπρασιών του Οίκου Despoina Mirarakis από όπου χτυπήθηκε από υπεύθυνο οργάνωσης της παραλίας (και όχι από τον ίδιο τον Anthony Quinn όπως οι φήμες λένε).

Η προαναφερθείσα μπουχάρα έμελλε να γίνει πηγή έμπνευσης και για μας. Πάνω σ’ αυτήν ποζάραμε στο φακό του περιοδικού Ιδανική Μπουχάρα σε απερίγραπτες στάσεις.

Αχ καλέ το στραμπούληξα;

Δυσκολευτήκαμε αρκετά να γυρίσουμε από την παραλία. Δε βρίσκαμε με τίποτα ταξί. Αργότερα «δυσκολευτήκαμε» περισσότερο όταν ακούσαμε ότι η Νικόλ έχει σκοπό να μας πάρει μαζί της στα ψώνια. Πρώτο θύμα ήμουν φυσικά εγώ. Η πρώτη αποστολή της Νικόλ ήταν να αγοράσει crackers για την Carmina από Κτηνιατρείο – Pet Shop. Τη συνόδευσα αλλά όχι μέχρι μέσα. Προτίμησα να την περιμένω έξω ενώ η έμπειρη Ρένα προτίμησε να μας περιμένει αραχτή στο σπίτι.

Από τα τζάμια του ισόγειου ιατρείου έβλεπα τη Νικόλ να χαϊδεύει ΟΛΑ τα ζώα που υπήρχαν εκείνη τη στιγμή μέσα. Τους μιλούσε, έπιανε κουβέντα με τους ιδιοκτήτες, αλλά κουβέντα για τα crackers. Δεν μου πήρε πολύ για να εκνευριστώ. Ήμουν ήδη δέκα λεπτά όρθιος έξω από ένα κτηνιατρείο. Κύριος βέβαια, δεν έκανα την παραμικρή χειρονομία παρά άρχισα να βρίζω από μέσα μου. (Μέχρι και τώρα που τα γράφω εκνευρίζομαι)

Σειρά είχε ο μεγαλύτερος άθλος: Το Hondos Center. Άθλος για αυτούς που συνοδεύουν τη Νικόλ, στην προκειμένη για τη Ρένα κι εμένα. Ευτυχώς φτάσαμε εννέα παρά στα Εκατό Μαγαζιά οπότε η Νικόλ είχε λίγα μόλις λεπτά για να δοκιμάσει ΟΛΕΣ τις σκιές και τα βερνίκια που κυκλοφορούν στην αγορά. Αν τα ξεπερνούσε θα είχε να κάνει με τις πεινασμένες πωλήτριες.

Δεν αντέξαμε ούτε δέκα λεπτά. Αφήσαμε τη Νικόλ να τριγυρνάει στο λούνα παρκ της και καθίσαμε έξω. Η καταναλώτρια βγήκε κατενθουσιασμένη όταν κατέβαζαν ρολά. Κρατούσε τρυφερά ένα μπουκάλι spray λες και κρατούσε Grammy.. «Είναι ειδικό για την αντιμετώπιση της κατακράτησης υγρών!» Κούνησα το κεφάλι μου. «Είναι τόσο δροσερό και μυρίζει υπέροχα!» είπε τηλεμαρκετινικά. «Βρωμάει.» απάντησα σχεδόν ταυτόχρονα.

«Πάμε για καφέ στο τούρκικο; Έτσι όπως είμαστε δε μας παίρνει και για πουθενά αλλού.» Η θαλασσινή μας εμφάνιση δε μας άφηνε πολλά περιθώρια κι έτσι κατευθυνθήκαμε προς την Παλιά Πόλη. Η Νικόλ φρόντισε να μπαίνει σε όλα τα μαγαζιά που βρίσκονταν στο δρόμο, προκαλώντας τον εκνευρισμό μας. Ήμασταν στο πόδι όλη μέρα κι αυτή επέμενε να θαυμάζει τσάντες με την Pucca. Ε με τόσα μπες βγες σε τόσα μαγαζιά, της έκατσε τελικά το τυχερό και της χάρισαν μια τσάντα!

Το τούρκικο καφενείο, του οποίου το όνομα δεν γνωρίζω αν είναι πράγματι αυτό, είναι ένα από τα αξιοθέατα της οδού Σωκράτους, του πιο εμπορικού και πολυσύχναστου δρόμου της Παλιάς Πόλης. Όλοι όσοι περνούν θα κοιτάξουν απαραιτήτως μέσα από τα σκαλιστά ξύλινα παράθυρα και ίσως στη συνέχεια φωτογραφήσουν την νοσταλγική ατμόσφαιρα του καφενείου που ζει σε έναν άλλον αιώνα. Φυσικό ήταν οι παραγγελία μας να είχε επίσης νοσταλγικό χαρακτήρα με εμένα να παραγγέλνω υποβρύχιο, και τη Ρένα να διαλέγει γλυκά του κουταλιού από τα βάζα. Καθίσαμε αρκετή ώρα σχεδόν αμίλητοι χαζεύοντας τον κόσμο από το δικό μας παράθυρο. Συχνά πετούσαμε κανένα σχόλιο ενώ ακόμη συχνότερα η Νικόλ έβρισκε και χαιρετούσε γνωστούς. (Πρωτότυπο.)

Πηγαίνοντας προς το σπίτι, ακολουθήσαμε την αγαπημένη μου διαδρομή περνώντας από ερημικούς στενούς δρόμους της Παλιάς Πόλης.

(Αν υποθέσουμε πως δεν είχε νυχτώσει)

Ακόμη και σε αυτή τη διαδρομή η Νικόλ βρήκε κατάστημα να ψωνίσει! Η συλλογή της από ξύλινες γάτες μεγάλωσε κατά ένα κομμάτι. Φυσικά δεν έλειψε και η επίσκεψη στο «Μπριζολίνο» όπου απολαύσαμε για μία ακόμη φορά τη Νικόλ να παραγγέλνει.

Τώρα είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι ενώ η Νικόλ, δίπλα μου κατασπαράζει με ευλάβεια το γύρο. Είμαι πτώμα και νομίζω ότι χάνω το στυλό από τα χέρια μου. Κ…


Resuming Rhodes: Day 3 (Σάββατο)

Φυσάει. Δεν ξέρουμε που να πάμε για μπάνιο. Καθόμαστε στο Σουηδικό και περιμένουμε τη Ρένα για να αποφασίσουμε. Τρώω ένα κρουασάν από τα χεράκια της Αλεξάνδρας Πασχαλίδου. Η Νικόλ πίνει καφέ.

Η Ρένα έφτασε και μετά από μια βόλτα γύρω από το καζίνο, αποφασίσαμε να έρθουμε εδώ. Εδώ είναι ένα καινούριο bitch bar με ξύλινες, αναπαυτικές ξαπλώστρες που δυστυχώς δεν καταφέραμε να κατοχυρώσουμε κι έτσι τη βγάζουμε «αναρχικά» πάνω σε πετσέτες. Η Νικόλ τσιρίζει κάθε φορά που τυχαίνει να ακουμπήσω ένα σημείο του σώματός της γιατί έχω λέει δείκτη προστασίας πάνω μου και φοβάται μήπως μείνει λευκό κανένα κύτταρό της. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αμφότεραι αρνούνται να με βοηθήσουν να βάλω αντηλιακό (με διακριτικό δείκτη προστασίας 60) στην πλάτη μου!

Ξεσάλωσα με τα κύματα και ξάπλωσα λαχανιασμένος στην πετσέτα μου. Η Νικόλ γέλασε χαιρέκακα. «Έχεις μια κόκκινη τρύπα στο σημείο που δεν έφτανες να βάλεις αντηλιακό.» Πρέπει να το πάρω απόφαση. Στη Ρόδο θα μαυρίσω θέλω δε θέλω.

Μετά το μπάνιο πεταχτήκαμε για καφέ στο γειτονικό «Κάιρο». Αποφασίσαμε να μην το παρατραβήξουμε για να έχουμε δυνάμεις για το βράδυ. Ελπίζουμε ότι απόψε θα κάνουμε μια σοβαρή έξοδο. Η Ρένα προσφέρθηκε να μας γυρίσει σπίτι με το μηχανάκι. Πήγαμε στης Μαρίτσας για φαΐ. Η Μαρίτσα δεν είναι ταβέρνα αλλά η γιαγιά της Νικόλ, της Μαρίας και της Ρένας η οποία φροντίζει για τη σίτιση της οικογένειας, των ενοίκων, των γειτόνων, των επισκεπτών. Κάτι σαν ταβέρνα δηλαδή. Είναι πολύ καλή μαγείρισσα και πολύ φιλόξενη. Την προηγούμενη φορά, είχαμε μείνει μια εβδομάδα στο resort της!

Την ώρα που τρώγαμε, μπήκε φουριόζα στην κουζίνα η Μαρία, ντυμένη στα λευκά και εντυπωσιακά βαμμένη. «Που να το βάλω αυτό;» ρώτησε αγχωμένη και έδειξε στα κορίτσια ένα χρυσό μαντήλι. Αυτές σκέφτηκαν λίγο κι άρχισαν να το δοκιμάζουν στο λαιμό, στη μέση, σαν φούστα, σαν σακίδιο… Αφού δοκίμασαν και όλους τους πιθανούς ναυτικούς κόμπους, αποφάσισαν να της το δέσουν στο λαιμό, όχι για να την πνίξουν αλλά για να είναι αυτή η πιο όμορφη νονά ανάμεσα στους άλλους δεκαοχτώ που βαφτίζουν ένα μωρό απόψε. Να μην παραλείψω να επαινέσω την εμφάνιση του Έρωτα, η οποία ήρθε αμέσως μετά ντυμένη στα πράσινα και έκλεψε την παράσταση.

Η Ρένα έφυγε, η Νικόλ πήγε να κάνει μπάνιο κι έτσι εγώ τώρα ξέμεινα δύο γιαγιάδες στο μπαλκόνι. Τη Μαρίτσα και τη θεία της Νικόλ την οποία αποκαλώ «Θεία απ’ το Τσικάγο.» Στην πραγματικότητα, ζει στην Αυστραλία και σκάει μύτη με το έτσι θέλω κάθε καλοκαίρι στη Ρόδο! Φυσικά κάθε της πρόταση περιέχει δυο-τρεις greeklish λέξεις: Το θρυλικό «Μαρίτσα, έβαλες mushrooms στον κιμά;» έγινε το motto του προηγουμένου καλοκαιριού στη Ρόδο. Φέτος είπε: «Nicole, θες μια τσούνγκα;» (chewing gum) και πριν από λίγο της έκανε εντύπωση πόσος «Much κόσμος έρχεται από τη «Lindo»

Έχουν περάσει δύο ώρες κι εγώ κάθομαι ακόμα με τη Μαρίτσα στο μπαλκόνι μετρώντας much κόσμο να περνάει. (Μόλις τελείωσα κι ένα επεισόδιο «Σύνορα Αγάπης»). Η Νικόλ άφαντη. Αν κάνει pilling θα έχει χτυπήσει κόκαλο.

Ευτυχώς θυμήθηκε ότι υπάρχω και κατέβηκε να με πάρει. Πήγαμε σπίτι. Δεν είχε κάνει μπάνιο ακόμα! «Καθάριζα το μπάνιο... Νόμιζα ότι ήσουν με τη Ρένα.» Διάβασε τα μηνύματα απόγνωσης που της έστελνα και γέλασε. Αρχίζουμε να ετοιμαζόμαστε για το βράδυ. Επόμενη ενημέρωση αύριο το πρωί.


Resuming Rhodes: Day 4 (Κυριακή)

Δε νομίζω πως υπήρξε πιο επεισοδιακό βράδυ από το χθεσινό, μέχρι στιγμής! Ενθουσιάζομαι και μόνο που θα το περιγράψω!

Την ώρα των μεγάλων ετοιμασιών, η Νικόλ δέχτηκε τηλεφώνημα από το Γιώργο. «Άντε, μας βρήκα και μέσο!» είπε χαρούμενη. Περίπου μια ώρα αργότερα βρισκόμασταν στο δρόμο. Για να περάσει τη σκληρή «πόρτα» του σπιτιού της, η Νικόλ αναγκάστηκε να καλύψει τη see through αμφίεση της με ένα σεμνότατο πουκάμισο το οποίο αμέσως μετά έκρυψε με τέχνη στη σκάλα.

Μπροστά μας σταμάτησαν δύο αυτοκίνητα: Μια BMW με οδηγό το Γιώργο και άλλους τρεις επιβάτες, μπροστά κι ένα μικρότερο αυτοκίνητο ακριβώς πίσω. «Μα… Είμαστε δύο» είπε η Νικόλ στο Γιώργο σκύβοντας στο παράθυρο. «Ε, φέρε τον Π εδώ και πήγαινε εσύ στο άλλο.» απάντησε. Η πίσω πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας μελαψός τύπος που έμοιαζε με ντουλάπα της Neoset. Κόλλησα. Η Νικόλ είχε ήδη μπει στο πίσω αυτοκίνητο οπότε δε μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο από το να μπω. Με έβαλαν να καθίσω στη μέση. Από την άλλη καθόταν ένας άλλος μελαψός τύπος με μαλλί γλυμμένο «μαφιόζικα» προς τα πίσω και ένα gangsta τεράστιο διαμαντένιο σκουλαρίκι σε κάθε αυτί. Ήταν κι αυτός φουσκωμένος και τα μπράτσα του ήταν γεμάτα ουλές. «Θεέ μου πού ήρθα;» σκέφτηκα και χαιρέτισα δήθεν άνετα. Ο Γιώργος άρχισε να με συστήνει με τofamily” - οι τύποι ήταν ξαδέλφια του από την Αφρική. Μπροστά, καθόταν ο Μπάμπης, skinhead φίλος του Γιώργου ο οποίος δε με χωνεύει καθόλου, επειδή την προηγούμενη φορά με άκουσε να μιλάω «βρώμικα» στη Νικόλ (πράγμα που είναι σύνηθες για εμάς) και με θεώρησε απόλυτα μαλακισμένο. Επίσης να σημειώσω πως ούτε ο Γιώργος με πάει και πολύ για τον ίδιο λόγο.

Αισθανόμουν σα να παίζω σε σκηνή αμερικάνικης ταινίας όπου συμμορία African Americans που μόλις έχει καπνίσει τα πάντα, έχει στριμώξει έναν nerd στην καπνισμένη και παλλόμενη Chevy και προσπαθεί να τον ψαρώσει τινάζοντας τον από τα πατζάκια. Οι δύο τεράστιοι τύποι με είχαν λιώσει και καθόμουν μουδιασμένος με τα χέρια στα γόνατα όσο αυτοί άνοιγαν τα παράθυρα και έκραζαν οποιοδήποτε θηλυκό περνούσε δίπλα μας. «Θα σου σκίσω την ***** μωρή *****» και άλλα τέτοια εκλεπτυσμένα με έκαναν να ντρέπομαι, να φοβάμαι και να γελάω ταυτοχρόνως μέσα μου για την φαιδρή τραγικότητα της στιγμής. Ήθελα να στείλω ανταπόκριση με SMS σε όλους τους φίλους μου αλλά δυστυχώς δε μπορούσα να εκφραστώ ελεύθερα.

Αφήσαμε το αυτοκίνητο στους ανεμόμυλους και βγήκαμε έξω. Φυσούσε πολύ. «Ωραία μαλλιά» είπε ειρωνικά ο Γιώργος και με κοίταξε. Αντιθέτως η Νικόλ απέσπασε θετικά σχόλια για το «γδύσιμό» της. «Αν έβλεπες τα μαλλιά σου αυτή τη στιγμή θα αυτοκτονούσες» μου είπε κι αυτή κάνοντας με να ντραπώ ακόμη περισσότερο. «Δε θα πιστέψεις τι σκηνές εκτυλίχθηκαν στο αυτοκίνητο» της ψιθύρισα ενθουσιασμένος. Προχωρήσαμε μπροστά κι άρχισα να της διηγούμαι χαμηλόφωνα τα highlights.

Μπήκαμε στην Παλιά Πόλη. Η Νικόλ είπε πως μοιάζουμε με ποδοσφαιρική ομάδα της Unicef. Εννέα άτομα, τα τρία από τη Γερμανία (εκ των οποίων το ένα μιλούσε ελληνικά και τα άλλα δύο είχαν Γαλλικές ρίζες), τα δύο από την Αφρική και οι υπόλοιποι πατριώτες. Μέσα στο χαμό της Μιλτιάδου νιώθω ένα χέρι να με σκουντάει. Γυρίζω πίσω. «Πώς σε λένε;» Απαντάω. «Εμένα. Χ…» Χαμογελάω αμήχανα. Δεν καταλαβαίνω Χριστό. «Μήπως είμαστε από την ίδια παρέα;» ρωτάω αφελώς. «Ε, λες να σου μιλούσα έτσι;» μου απαντάει και ξαναντρέπομαι.

Τελικά ανηφορίσαμε ξανά προς τα λουτρά επειδή μόνο η χαρούμενη παρέα μας έκλεινε όλη τη Μιλτιάδου και χρειαζόμασταν μεγαλύτερη άπλα. Καθίσαμε γύρω από δύο τραπέζια σαν υπουργική ολομέλεια. Παρακάλεσα τη Νικόλ να μείνει κοντά μου, ένιωθα τελείως freak of nature ανάμεσά τους. Γενικά, η αμηχανία όλων ήταν ορατή. Γι’ αυτό το λόγο δεν καθίσαμε πολύ.

Επιστρέψαμε μόνοι μας στη Μιλτιάδου. Απογοητευτήκαμε από το λίγο κόσμο. «Τελείωσε το καλοκαίρι» είπε απαισιόδοξα η Νικόλ. Καθίσαμε στα σκαλάκια του Havana χαζεύοντας τον κόσμο. Το δεύτερο vodka martini έφτανε στον πάτο κι εγώ στα πρόθυρα μέθης. «Έλα να βγάλουμε μια φωτογραφία» νιαούρισε η Νικόλ δείχνοντας τον πλανόδιο φωτογράφο. Δύο ξεχειλωμένα από το γέλιο πρόσωπα άρχισαν να αχνοφαίνονται στη μαυρίλα του Polaroid. Η Νικόλ αποτροπιασμένη ζήτησε από το φωτογράφο άλλη μια πόζα, αυτή τη φορά με δύο φίλους της που κάθονταν στα πιο πάνω σκαλοπάτια.

Μπήκαμε μέσα, υποτίθεται για να χορέψουμε. Τελειώνοντας το δεύτερο ποτό, περπατούσα σαν το Χριστό στα κύματα ενώ ο εγκέφαλός μου έκανε drop 5 frames το δευτερόλεπτο. Ξανάρθαν και οι σχεδόν γνωστοί της Νικόλ, ξενερώσαμε και φύγαμε.

Στο μεγάλο σιντριβάνι χωριστήκαμε. Η Νικόλ πήγε για ένα πακέτο κοψίδια, ενώ εγώ, μεγαλωμένος στις Βερσαλλίες προτίμησα κρέπα nutella. Δεν άντεξα, την έφαγα επιτοπέως και πήγα να βρω τη Νικόλ της οποίας η παραγγελία ήταν ακόμη σε εξέλιξη!

Όταν επιτέλους έκλεισε με δυσκολία το πακέτο της, βγήκαμε στην Κολώνα για ταξί. Βρήκαμε γρήγορα ένα ελεύθερο και καθίσαμε πίσω. Εγώ σχεδόν ξάπλωσα. Πριν προλάβουμε να φύγουμε μας σταμάτησε μια παρέα τριών ατόμων. Ευτυχώς ο ταρίφας δεν τους πήρε, όχι επειδή δε χωρούσαμε αλλά επειδή δε βόλευε η κούρσα. Τη δεύτερη απόπειρα να ξεκινήσουμε σταμάτησε μια γυναίκα γύρω στα σαράντα. «Νοσοκομείο» είπε απεγνωσμένα. «Άντε μπες.» Κάθισε μπροστά. Η είσοδός της σήμανε το ξεκίνημα της πιο κουλής συζήτησης:

Γυναίκα: Αχ σας ευχαριστώ πολύ που με πήρατε.
Ταξιτζής: Που πάνε οι κοπέλες; (αναφερόμενος σε εμάς)
Εγώ: Υπάρχουν και αγόρια εδώ πίσω.
Τ: Συγνώμη φίλε, δε σε είδα.
Γ: Ουφ τώρα θα σας μυρίζω κι εγώ χλωρίνες αλλά μόλις καθάρισα το μαγειρείο.
Νικόλ: Καλέ όχι, τα κοτόπουλά μου μυρίζουν
Γ: Αχ ναι, μοσχοβόλησε ψητό.
Τ: Σε ποιο Νοσοκομείο πάτε;
Γ: Δεν πάω στο Νοσοκομείο, πάω λίγο πιο κάτω.
Τ: Α κι εγώ σας πήρα επειδή άκουσα Νοσοκομείο και συγκινήθηκα. Τα παιδιά επιστρέφουν σπίτι;
Ε: Ναι.
Τ: Καλά κάνετε. Σε αυτή την ηλικία πρέπει να βγάζεις τις κοπέλες στις δισκοθήκες!
(εμείς να έχουμε πέσει στα πατώματα καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας)
Τ: Εδώ μένετε;
Ν: Εγώ ναι, το παιδί είναι φίλος μου και τον φιλοξενώ.
Τ: Σπουδάζεις;
Ν: Ναι, κοινωνικός λειτουργός.
Τ: Μπράβο κοπέλα μου.
Γ: Καλή πρόοδο να ‘χετε.

Εγώ έχω ήδη βγει έξω και είμαι έτοιμος να πέσω από τα γέλια. Η γυναίκα με κοιτάζει με συμπόνια από το παράθυρο και λέει «Αχ σας ζαλίσαμε ε;» (Ναι, εσένα περιμέναμε για να ζαλιστούμε.) Το ταξί φεύγει κι εμείς μένουμε να γελάμε στο δρόμο ανακαλώντας τις καλύτερες ατάκες. Προχωρήσαμε προς το σπίτι προσπαθώντας να μην ακουστούμε. Ακριβώς έξω από την πόρτα της Μαρίτσας η Νικόλ μέσα στα γέλια με σπρώχνει προς τα πίσω με την τεχνική της Μενεγάκη. Παραπατώ και κολλάω στον τοίχο. Γκλιν-γκλον! Με το που ακούσαμε το κουδούνι της Μαρίτσας μέσα στην ησυχία κοντέψαμε να πνιγούμε από τα γέλια. «Πάμε να φύγουμε!» της λέω σχεδόν κλαίγοντας. «Δεν μπορώ να τρέξω με αυτά τα παπούτσια» απαντάει με μεγάλη προσπάθεια. Δευτερόλεπτα αργότερα βλέπουμε να ανάβει το φως από μέσα. Η Νικόλ πανικοβλημένη μου λέει «Πάμε να καθίσουμε στις σκάλες.» (Τι ηλίθια ιδέα.)

Η πόρτα ανοίγει και παρουσιάζεται η Μαρίτσα με το νυχτικό. Κοιτάζει προς τις σκάλες και μας αναγνωρίζει. «Τι κάνετε τέτοια ώρα;» Η Νικόλ γυρίζει και παίρνοντας το πιο σοβαρό ύφος της λέει: «Ξεκουραζόμαστε από το χορό.» Βάζω τα γέλια. Με σκουντάει. Σοβαρεύω. «Εγώ φταίω κυρία Μαρίτσα. Κατά λάθος ακούμπησα πάνω στο κουδούνι σας. Συγνώμη» Η Μαρίτσα μας κοιτάει με νυσταγμένη απορία και ξαναμπαίνει στο σπίτι. «Μην κλειδώσεις, θέλουμε να δούμε τηλεόραση» φωνάζει η Νικόλ διστακτικά. Φυσικά και κλείδωσε.

Σήμερα, όπως ήταν φυσικό, ξυπνήσαμε πολύ αργά. Τελευταία στιγμή αποφασίσαμε να πάμε για μπάνιο, έστω απογευματινό. Γύρω στις πέντε, προχωρούσαμε μέσα από τουριστικές ταβέρνες στο δρόμο προς το Ενυδρείο. Ένας κράχτης προσπαθεί να ψαρέψει τη Νικόλ λέγοντας «Τέτοια ώρα πάτε για μπάνιο;» Εκείνη, γυρίζει ελαφρώς το κεφάλι της και με καταπληκτικά σνομπ ύφος του απαντάει: «Δε θα μας πεις εσύ!» Ο κράχτης μπλόκαρε. Γελάσαμε.

Δε θα μας πεις εσύ που θα βγάλουμε φωτογραφία!
Η Νικόλ σε τελείως αυθόρμητη πόζα στο δρόμο προς το Ενυδρείο.

Δεν έχω μπει ακόμα στη θάλασσα και ούτε πρόκειται. Ο ήλιος έχει πέσει. Ευτυχώς οι περισσότεροι έχουν φύγει από την παραλία οπότε δεν επικρατεί ο συνήθης πανικός. Η Νικόλ, δίπλα μου, ρίχνει κάτι τριφασικούς ύπνους αγκαλιά με τον Coelho. Άσχετο: Πρέπει να βγάλω εισιτήριο επιστροφής. Ο Έρωτας μου είπε πως πλοία και αεροπλάνα είναι overbooked εδώ και καιρό.

Γυρίσαμε με τα πόδια σπίτι. Φυσικά η Νικόλ δεν αντιστάθηκε σε μια τσάντα που είδε κι έτσι δε γυρίσαμε με άδεια τα χέρια. Από το δρόμο πήρα για πρώτη φορά τηλέφωνο σπίτι. Είπα ψέματα πως βρήκα εισιτήριο για την Τρίτη. Αν χάσω το γάμο θα με σκοτώσουν. Αύριο πρωί πάω κατευθείαν σε τουριστικό γραφείο μπας και βρω κανένα τσόφλι να με σύρει μέχρι τον Πειραιά.

Απόψε η οικογένεια της Νικόλ παρέθεσε γεύμα για όλους τους φιλοξενούμενους της σε εστιατόριο της Παλιάς Πόλης. Η Νικόλ, αναρχικό πνεύμα, επέλεξε να μείνουμε μακριά διότι η χαζοχαρούμενη παρουσία μας θα προκαλούσε δυσφορία στους υπολοίπους. Έτσι, εκμεταλλευτήκαμε το άδειο σπίτι και καθίσαμε στο σαλόνι τρώγοντας κινέζικο. Είναι άξιο να αναφέρω πως το συγκεκριμένο κινέζικο delivery μας έφερε μεταξύ άλλων και πατάτες τηγανιτές με sauce ketchup τα οποία μετά τη βάφτισή τους σε «κινέζικη κουζίνα» κατασπάραξε η Νικόλ. Την επόμενη φορά θα παραγγείλουμε κινέζικο κοκορέτσι.

Το mega είχε μια απερίγραπτη ταινία με τη Sarah Jessica Parker στο ρόλο μπατσίνας που φοράει αρβύλες Blahnik. Γι αυτό και μεταφερθήκαμε στα ενδότερα και έχοντας εξαντλήσει όλες τους τρόπους καταπολέμησης της πλήξης, αρχίσαμε να παίζουμε Scrabble. Fair play, πάντα με τους δικούς μας κανόνες, με τους «καθημερινούς» τύπους της καθαρευούσης από τη Νικόλ η οποία και αναδείχθηκε νικήτρια, με μικρή διαφορά. Παρέα μας στα τελευταία βασανιστικά λεπτά παιχνιδιού ο Έρωτας ο οποίος μόλις επέστρεψε από το δείπνο.

Ξεραίνομαι.


Resuming
Rhodes: Day 5 (Δευτέρα)

Ναι, σιγά που θα πηγαίναμε Λίνδο… Η Νικόλ δεν ξυπνάει με τίποτα. Κοιμάται μεταξύ πατώματος και της Kelly 90210. Ευκαιρία να πεταχτώ για εισιτήριο.

Βρήκα! Για Τετάρτη απόγευμα με το Ανθή Μαρίνα. (Ξαδέλφη Δημητρούλας Αγούδημου.) Ταχύτατο! Ρόδος – Κως – Λέρος – Πάτμος – Πειραιάς μόλις 18 ώρες! Η Νικόλ εν τω μεταξύ ακόμη κείται στα Beverly Hills σεντόνια της, μόνο που τώρα εκτός από τον Dylan, της κρατάει συντροφιά και η Carmina, ως guest φυσικά.

Οι Kamikaze πάντως είναι πιο τρομακτικοί από όσο φαίνονται!

Μόλις γυρίσαμε, ημιλιπόθυμοι από το water park! Δεν μπορώ να κουνηθώ. (Αυτή τη στιγμή υπαγορεύω στη γραμματέα μου αυτές τις λέξεις.) Πονάω παντού. Μέτρησα όλες τις νεροτσουλήθρες σπόνδυλο – σπόνδυλο, φώναξα, βράχηκα, τσίριξα, γέλασα, φοβήθηκα, γλίστρησα, έπεσα, σκαρφάλωσα, βούτηξα, ισορρόπησα, πέταξα, έσπρωξα… Έχω να λυσσάξω τόσο από την εποχή που σύχναζα σε παιδικές χαρές. Ανέβαινα τους λόφους και τα σκαλιά πιο γρήγορα από ότι τα κατέβαινα στη συνέχεια τσουλώντας. Αλλά το ευχαριστήθηκα! Φυσικά η Νικόλ δεν έκανε το λάθος να ακολουθήσει όλο το λυσσαλέο πρόγραμμά μου και με την πρόφαση ότι είναι «Ζεν» ξάπλωσε και συνέχισε το βιβλίο της.

Τώρα δε με αφήνει να κοιμηθώ! Με αποτρέπει από το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω καλά αυτή τη στιγμή. «Απόψε θα βγούμε! Εγώ σου έκανα τη χάρη και πήγαμε Waterpark, τώρα πρέπει να ανταποδώσεις» Έχει δίκαιο αλλά δε με λυπάται καθόλου να με βλέπει σε αυτή την κατάσταση; Ο Έρωτας προσπαθεί με διάφορους τρόπους να με κρατήσει ξύπνιο. Η Carmina περιφέρεται στο δωμάτιο εκνευρίζοντάς με.


Resuming
Rhodes: Day 6 (Τρίτη)

Σέρνοντας με τράβηξε η Νικόλ χθες το βράδυ μέχρι την Καπνοβιομηχανία. Όχι για να αγοράσει την ημερήσια ποσότητα τσιγάρων που καπνίζει (θα μπορούσε όμως) αλλά γιατί εκεί βρισκόταν το club όπου έπαιζε μουσική ένας φίλος της. Ευτυχώς οι γόβες της δεν ευνοούσαν το περπάτημα κι έτσι πήραμε ταξί για μια απόσταση τριακοσίων μέτρων.

Στο club ήμασταν εμείς και οι παρέα μας. Δηλαδή ο dj, ο σερβιτόρος και η μπαργούμαν. Άντε να ήταν κι άλλη μια παρέα που όμως έφυγε γρήγορα. Καθίσαμε, ήπιαμε, πεινάσαμε και φύγαμε. Τίποτα ενδιαφέρον. Ευτυχώς που δεν κοιμήθηκα στο σκαμπό.

Σήμερα ξύπνησα με τρομερά νεύρα. Κι ακόμα έχω λίγα. Πονάει ο λαιμός μου. Φαίνεται την άρπαξα στο γαμημένο Water Park χθες. Η Νικόλ με κέρασε δύο Comtrex τα οποία φαίνονται σωτήρια μέχρι στιγμής και με ξεσήκωσε για Λίνδο. Την πρώτη φορά που ήρθα στη Ρόδο την είδα μόνο από ψηλά κι έτσι είπαμε σήμερα, τελευταία μέρα στο νησί, να πάμε για να μην τη χάσω ξανά.

Δυστυχώς στη διαδρομή την πλήρωσε η Νικόλ. Στην οποία δεν είχα διάθεση να μιλήσω, λες και έφταιγε αυτή για το λαιμό και το «στραβό» ξύπνημά μου. Της έδωσα το walkman μου κι εγώ κοιμήθηκα.

Το λεωφορείο μας άφησε σε σημείο τέτοιο που μπορούσες να θαυμάσεις τη Λίνδο από ψηλά. Ένας κυκλαδικός -σε αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και χρώματα- οικισμός, χτισμένος αμφιθεατρικά σε ένα πέτρινο βουνό, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται η ακρόπολη. Ναι, σιγά που θα με συγκινούσε ένα τέτοιο θέαμα με τα νεύρα που είχα.

Από κοντά η εικόνα ήταν διαφορετική: Η γραφικότητα των στενών δρόμων και των παραδοσιακών σπιτιών καλυπτόταν από τόνους πολύχρωμων σουβενίρ, τσίκνας και άγγλων τουριστών. Μία νησιώτικη Disneyland χωρίς κατοίκους, μόνο με ξενοδόχους, εμπόρους και εστιάτορες. Χαθήκαμε στα πολυσύχναστα δρομάκια αλλά τελικά βρήκαμε το café, ιταλικού χαρακτήρα, που αρέσει στη Νικόλ.

Η μούγκα μου συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του καφέ με την «καψερή» τη Νικόλ να προσπαθεί να μου βγάλει μια λέξη. Τίποτα. Αφού διαβάσαμε τη μεγαλύτερη κοστοπουλική πίπα που έχει γραφτεί ποτέ σε έντυπο a.k.a. «Ο Μυκονολάτρης κι ο Μυκονομάχος» φύγαμε προς παραλία.

Η Νικόλ τρέχει προς την παραλία.

Ξαναχαθήκαμε και τελείως τυχαία, βρεθήκαμε εδώ. Σε μια μικρή, ήσυχη (όσο μπορεί) παραλία. Τη θάλασσα περικυκλώνουν τεράστιοι βράχοι και την κάνουν να μοιάζει με λίμνη. Ξαπλώνουμε κάτω από ένα δέντρο (εγώ γιατί η Νικόλ φοβάται μην ξε-μαυρίσει) και πότε πότε ρίχνουμε καμιά βουτιά στο παγωμένο νερό. Σε λίγο θα φύγουμε.

Στην επιστροφή επικράτησε το ίδιο μοτίβο. Εγώ μούγκα, η Νικόλ μουσική. Στο πούλμαν υπήρχαν άνθρωποι που πήγαιναν μέχρι τη Ρόδο όρθιοι! Το λεωφορείο όμως σταματούσε σε κάθε χωριό και έπαιρνε κι άλλους … Ταλαιπωρία, φασαρία, στριμωξίδι. Πάνω μου, τρία όρθια παιδιά από την Αρχάγγελο με κορόιδευαν στην -- --απίστευτη- διάλεκτό τους νομίζοντας πως είμαι ξένος. Δεν έδωσα σημασία και προσπάθησα να κοιμηθώ. Τα κτελοντούρια (Κωστοπουλική Sfera γαρ) δε με άφησαν.

Τελικά ξεράθηκα στο σπίτι. Όταν ξύπνησα, βρήκα τον Έρωτα να μου χαμογελάει. Κατά τις έντεκα, η Μαρία μας πρότεινε να πάμε για βόλτα μέχρι την Ορφανίδου που είχε μια δουλειά. Δεν το σκεφτήκαμε καθόλου. Μπήκαμε στο αυτοκίνητό της και κατηφορίσαμε προς το κέντρο.

Στρίβοντας στην Ορφανίδου, στο δρόμο με τα σκανδιναβικά bar, (κάτι σαν Σουηδικό Φαληράκι) μας σταμάτησε ένας μεθυσμένος τουρίστας ο οποίος στάθηκε στη μέση του δρόμου σηκώνοντας το χέρι του. Αρχικά, η Μαρία δεν τον πήρε στα σοβαρά. Όταν αυτός όμως πλησίασε το αυτοκίνητο και προσπάθησε να ανέβει στο καπό, έχασε την ελάχιστη ψυχραιμία που διαθέτει και άρχισε να ρίχνει ένα ποιητικό χέσιμο. Ο τουρίστας δεν φάνηκε να πτοείται κι αυτή συνέχισε ανεβάζοντας τους τόνους και ανοίγοντας την πόρτα. Η Κάλλια είχε φρικάρει! Πίσω με τη Νικόλ γελούσαμε μέχρι δακρύων. Όλος ο δρόμος μας κοιτούσε. Τελικά, ήρθαν κάποιοι και τον μάζεψαν ενώ η Μαρία μπήκε μέσα σοκαρισμένη από τον ίδιο της τον εαυτό.

Θα μου κλάσεις τ'αρχίδια!
(μετάφραση από τη γερμανική)

Στο γυρισμό, σταματήσαμε για την τελευταία δόση Ροδίτικου παγωτού. Μάλλον φεύγει κι η Κάλλια αύριο. Έπεσε βύσμα και μπορεί να πετάξει στο cockpit!

Resuming Rhodes: Day 7 (Τετάρτη)

Φεύγω… Άρχισα να ετοιμάζομαι από νωρίς. Το κλασσικό άγχος του να μην ξεχάσω τίποτα με είχε κυριεύσει. Έκλεισα με δυσκολία τη βαλίτσα μου. Κατεβήκαμε με τη Νικόλ στη Μαρίτσα και περιμέναμε να περάσει η ώρα. Δεν μας έπαιρνε να κάνουμε τίποτα άλλο. Καθίσαμε στο μπαλκόνι με την μελαγχολική ατμόσφαιρα του τέλους να μας περικυκλώνει.

Έφυγα νωρίς. Φοβήθηκα μήπως δε βρω θέση στο καράβι. Ευτυχώς βρήκα αεροπορικό κάθισμα και μπορεί να κοιμηθώ μία από τις 18 ώρες που μεσολαβούν μέχρι τον Πειραιά. Φεύγοντας, κοίταξα από το παράθυρο τη Ρόδο κι έκανα απολογισμό του ταξιδιού.

(Ένα μήνυμα ελήφθη: ΕΦΥΓΕ Κ Ο ΕΡΩΤΑΣ. ΦΑΝΤΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΝΑΙ ΚΑΝΑ ΜΑΝΑΡΙ Ο ΠΙΛΟΤΟΣ + ΝΑ ΠΑΝΕ ΓΑΜΙΩΝΤΑΣ?! ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ!)

Ωραία δεν ήταν;


Στη Μαρία και στη Νικόλ.




 

Powered by Blogger.